ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΕ ΤΗ ΓΙΑΓΙΑ

Ξημέρωσε πάλι Κυριακή. Ο Άγγελος ξύπνησε απότομα ακούγοντας τον πρώτο χτύπο της καμπάνας. Αμέσως σηκώθηκε κι ετοιμάσθηκε γρήγορα-γρήγορα, όπως πάντα πρώτος απ' όλους. Σε λίγο ήταν όλοι έτοιμοι. Ξεκίνησαν, λοιπόν, οικογενειακώς, ο Άγγελος με τ' αδέλφια και τους γονείς του, για την εκκλησία. Ήθελαν να φτάσουν πριν τους προλάβει η δεύτερη κωδωνοκρουσία. Πράγματι μόλις μπήκαν στον ναό άκουσαν τους ιεροψάλτες να ψάλλουν τις καταβασίες του όρθρου, ενώνοντας τη γη με τον ουρανό. Αφού άναψαν όλοι από ένα κεράκι, προσκύνησαν τις εικόνες κι έλαβαν τις θέσεις τους στον κυρίως ναό.

Μετά από αρκετή ώρα, ακούστηκε η φωνή του ιερέα: “Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε!” Ο Άγγελος, ακολουθώντας τ' αδέλφια του, έσπευσε στην ουρά για τη θεία κοινωνία. Αφού κοινώνησε όλος ο κόσμος που περίμενε, επέστρεψε καθένας στη θέση του.

Γυρίζοντας στο σπίτι, τα τρία αδέλφια πέρασαν να καλημερίσουν τη γιαγιά τους, που καθόταν στο διαμέρισμα κάτω απ' το δικό τους. “Καλημέρα γιαγιά!”, είπαν και τα τρία με μία φωνή. “Καλώς τ' αγγελούδια μου...”, απάντησε εκείνη γεμάτη χαρά. “Ορίστε το αντίδωρο”, έσπευσε να της το δώσει ο Άγγελος. Δυστυχώς η καημένη η γιαγιά τους δεν μπορούσε πια να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία, γιατί είχε γεράσει.

Ο Φίλιππος κι η Εμμέλεια, τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια του Αγγέλου, έπρεπε τώρα ν' αποχαιρετήσουν τη γιαγιά τους, διότι, λόγω της μεγαλύτερης ηλικίας τους, είχαν πολλά διαβάσματα. Ο Άγγελος, όμως, κάθησε μαζί της περιμένοντας με αγωνία ν' ακούσει τι καινούριο θα συζητούσαν σήμερα.

Είχε φτάσει 27 του μηνός Οκτωβρίου. Προεόρτια, λοιπόν, της 28ης ήταν σήμερα. Η πόλη είχε στολιστεί με μικρές σημαίες. Στα μπαλκόνια, επίσης, κυμάτιζαν οι γαλανόλευκες. Τα σχολεία είχαν προετοιμαστεί για την παρέλαση προς τιμήν των ηρώων. Κάτι σχετικό, λοιπόν θα κουβέντιαζαν ο Άγγελος με τη γιαγιά του.

Γι' αυτό το ιδανικό που προασπίζονται υποκρινόμενοι οι σύγχρονοι πολιτικοί. Γι' αυτό το δικαίωμα που μέχρι σήμερα πολλοί λαοί δεν το έχουν. Για την ελευθερία, παιδί μου, αγωνίστηκαν όλοι αυτοί οι ήρωες που μαθαίνετε και στο σχολείο. Γιατί δεν ήθελαν να ζουν υποδουλωμένοι στους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Αψήφησαν κάθε κίνδυνο και στάθηκαν πρόθυμοι να θυσιάσουν και την ίδια τους τη ζωή, προκειμένου να υπερασπιστούν τον τόπο τους και τα ιδανικά τους, δίχως να φοβούνται τον θάνατο. Αλλά, δυστυχώς, εμείς οι αχάριστοι απόγονοι αυτών των ηρωικών μορφών, καταχρώμεθα αυτήν την ελευθερία την σήμερον ημέρα. Δεν την εκτιμούμε, αφού τη θεωρούμε δεδομένη. ΄Η καλύτερα, τη χρησιμοποιούμε με λανθασμένο τρόπο. Άλλωστε, αυτό γίνεται φανερό κι απ' τη συμπεριφορά μας στον ίδιο τον Θεό που μας δημιούργησε. Επειδή μας έπλασε ελεύθερους, γι' αυτό δεν παρενέβη ώστε να μας σώσει απ' την πτώση”.

Όλη αυτήν την ώρα, ο μικρός Άγγελος άκουγε απερίσπαστος κι αποσβολωμένος τα λόγια της γιαγιάς του, η οποία, παρόλο που δεν είχε σπουδάσει, ήξερε πάρα πολλά περισσότερα κι απ' τους συγχρόνους υποτιθέμενους γραμματισμένους.

Ξάφνου, του γεννήθηκε μιαν απορία: “Πώς, όμως, γιαγιά, κατόρθωσαν να νικήσουν τον εχθρό και να πετύχουν τον στόχο τους, δηλαδή την απελευθέρωση;”

Είχαν αδελφωσύνη, αγόρι μου. Χάρη σ' αυτήν πέτυχαν τον σκοπό τους. Συνεργάζονταν μεταξύ τους και συνασπισμένοι κάτω απ' τη Σκέπη της Παναγίας, νικούσαν τους εχθρούς. Εξάλλου, αυτός ήταν κι ο λόγος για τον οποίο συνδέθηκε και συνεορτάζεται η επέτειος του ΟΧΙ με την αγία Σκέπη της Παναγίας στις 28 Οκτωβρίου. Βέβαια, ως άνθρωποι κι εκείνοι με ελαττώματα, πολλές φορές μάλωναν μεταξύ τους και προκαλούνταν διχόνοιες. Παρόλα αυτά ήταν άνθρωποι πιστοί. Και ιδιαίτερα υπό την απειλή της σκλαβιάς είχαν πιο ένθερμη πίστη κι εναποθέτοντας την ελπίδα τους στον Θεό, έβγαιναν πάντοτε νικητές”.

Χωρίς να υπολογίσει ο Άγγελος την πείνα που είχε αρχίσει να τον ειδοποιεί πως είχε φθάσει η ώρα για μεσημεριανό, εξακολούθησε να ρωτάει

Όμως, γιαγιά, απ' όσα βλέπουμε καθημερινά στις ειδήσεις δε φαίνεται να έχουμε συμμορφωθεί. Όλο “πόλεμος εκεί, πόλεμος παρά πέρα...” Αυτά ακούμε σε κάθε δελτίο. Γιατί να συμβαίνει αυτό;”

Μα φυσικά, ο λόγος είναι η έλλειψη λείπει κάτι. Ή μάλλον λείπει κάποιος. Λείπει ο Χριστός απ' τις καρδιές μας και... χωρίς Χριστό όλα επιτρέπονται. Αφού έχουμε διώξει τον Χριστό από κοντά μας, νομίζοντας ότι μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτόν, είναι φυσικό κι επόμενο να μη μας χαρακτηρίζουν όλα εκείνα που μας δίδαξε ο ίδιος στην πορεία της επίγειας παρουσίας του. Και εννοώ κυρίως την αγάπη που υπήρξε το Α και το Ω της διδασκαλίας του, καθώς επίσης και την ειρήνη, η οποία ήταν το χαρακτηριστικό μήνυμα που μετέδιδε στους μαθητές Του σε κάθε εμφάνισή του μετά την Ανάστασή του”.

Αρκεί, δηλαδή να φέρουμε και πάλι τον Χριστό μέσα μας;”, βιάστηκε να ρωτήσει ο μικρός.

Και βέβαια, αρκεί. Κι αυτό θα γίνει μόνο αν τηρούμε τις εντολές του, με πρώτη-πρώτη την αγάπη. Ο Ίδιος μας τα έχει πει: “Να αγαπάτε ο ένας τον άλλον”. Αυτή ήταν η γενική προτροπή του Χριστού στους ανθρώπους. Μάλιστα, η πιο σημαντική παραίνεσή του ήταν να αγαπάμε τους εχθρούς μας, όπως έλεγε άλλες φορές. Μόνο έτσι, θα καταφέρουμε να σταματήσουμε τους πολέμους...”

Μπρακ”, ακούστηκε ξαφνικά η πόρτα του δωματίου ν' ανοίγει, κάνοντας και τους δύο να τρομάξουν. Ήταν η μητέρα του Αγγέλου. Έπρεπε να φύγει για να συμφάγουν οικογενειακώς το μεσημεριανό γεύμα.

* * *

Τα χρόνια πέρασαν κι ο μικρός Άγγελος έχει μόλις ενηλικιωθεί. Τ' αδέλφια του, έχοντας τελειώσει τις σπουδές τους, είναι πλέον επιφορτισμένα με τη φροντίδα της γιαγιάς τους. Κάθε μέρα ξημερώνει και κάτι διαφορετικό. Τα προβλήματα υγείας την έχουν εξουθενώσει. Η γιαγιά έχει χάσει την πυγμή και τον δυναμισμό της. Δεν έχει διάθεση να κουβεντιάσει με τον μικρότερο εγγονό της όπως παλιά. Νιώθει, όμως, την ανάγκη να τον έχει διαρκώς κοντά της. Εκείνος αγωνίζεται να τη φροντίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Της χρωστάει πολλά, μιας και οι αμέτρητες νουθεσίες και οι πηγαίες ιστορίες απ' το παρελθόν της, με τις οποίες τον είχε πλουτίσει τα προηγούμενα χρόνια, του έχουνε ριζωθεί καλά μες στην ψυχή του.

Πλησιάζει για ακόμη μία χρονιά η 28η Οκτωβρίου. Ο Άγγελος δεν είναι καλά τις τελευταίες μέρες πονόλαιμος, πονοκέφαλος και πυρετός τον ταλαιπωρούν. Αδυνατεί, έτσι, για λίγες μέρες να επισκεφθεί τη γιαγιά του. Εκείνη δεν ησυχάζει. Μέρα και νύχτα δεν κοιμάται. Είναι διαρκώς ανήσυχη και ταραγμένη. Τα αδέλφια του Αγγέλου ξημεροβραδιάζονται μαζί της. Περνά η 28η. Γιορτινή για τον πολύ κόσμο, αλλά όχι τόσο για την οικογένεια του Αγγέλου.

Ξημερώνει και πάλι Κυριακή. Ο Άγγελος, όμως, δεν ετοιμάζεται για την εκκλησία, αφού είναι αδιάθετος. Παρακολουθεί τη θεία Λειτουργία απ΄ την τηλεόραση. Μόλις τελειώνει, βλέπει τη μητέρα του μπροστά του. Έχει έρθει να του ανακοινώσει κάτι. Η έκφραση του προσώπου της, προϊδεάζει τον Άγγελο για το γεγονός. “Άγγελέ μου, να ξέρεις, η γιαγιά έφυγε”, ακούγεται η ψύχραιμη φωνή της μητέρας.

Ο Άγγελος δε μιλάει. Δεν έχει μιλιά να μιλήσει. Ένας κόμπος δένει τον λαιμό του κι ενώ ανοίγει το στόμα του, δε βγαίνει κουβέντα. Τα δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε στο πρόσωπό του. Αρχίζει να κλαίει χωρίς σταματημό...

Στον νου του περνάει σαν κινηματογραφική ταινία κάθε στιγμή της ζωής της γιαγιάς του. Είτε την έχει ζήσει ο ίδιος, είτε την έχει ακούσει απ' τις διηγήσεις της. Ξαφνικά, σταματάει να κλαίει. Θυμάται τα λόγια της γιαγιάς του για τους ήρωες του '40. “...θυσιάσαν τη ζωή τους... δίχως να φοβούνται τον θάνατο.” Μένει κόκκαλο από την ντροπή. Σκέφτεται πως έχει δώσει στους γονείς του την εντύπωση ότι δεν έχει ριζώσει μέσα του τίποτα απ' όσα έχει ακούσει απ' τη δυναμική εκείνη γυναίκα. Καταλαβαίνει πως όλα αυτά που λέγονται θεωρητικά πρέπει να γίνονται πράξη. Αυτή ήταν μια ευκαιρία, ώστε να συνειδητοποιήσει ότι πραγματικά δεν πρέπει να φοβόμαστε τον θάνατο. Γιατί ο θάνατος αυτός αναφέρεται στο σώμα. Και στον χριστιανισμό εκείνο που έχει σημασία είναι η ψυχή. Αυτήν πρέπει να φροντίσουμε και να προσέξουμε, ώστε να μην πεθάνει...

 

Ε.Β.

 

Κορυφή