«Πάτερ δίκαιε, καί ὁ κόσμος
σε οὐκ ἔγνω…» (Ιω.17,25)
Ο σύγχρονος καταιγισμός «πυρῶν», ειδικά από πλευράς των «φιλίων» τμημάτων κατά του οχυρού της γλωσσικής μας κληρονομιάς, μας υποχρέωσε στον ταπεινωτικό συμβιβασμό μιας μονομερούς και στερημένης αντίληψης των πραγμάτων. Έτσι ενώ πρώτα ένας λεκτικός πακτωλός άρδευε τις άγονες εκτάσεις της πνευματικής μας ζωής, μετατρέποντάς τες σε γόνιμη γη, στα χρόνια μας πλάκωσε μία αφόρητη ξηρασία στην κοινωνία, ένεκα της ιδιόρρυθμης λεκτικής ανυδρίας. Αποτέλεσμα η χερσοποίηση του πνεύματος, με κίνδυνο αφανισμού του, λόγω πλημμελούς ενυδάτωσής του και η πλήρης προσάρτηση του ανθρώπου στο άρμα της ύλης, που σέρνει ηγετικά όλα τα άψυχα όντα. Επόμενο ήταν το γλωσσικό βούλιαγμα να επιταχύνει και το βάλτωμα των ιδεών. Μία πικρή σκλαβιά και πάλι πλάκωσε στη χώρα του πνεύματος.
Ως εκ τούτου, η έννοια της κρίσης με την ερμηνεία της γενικής διατάραξης κάθε ομαλής πορείας του ανθρώπου και εμφανίσεως κακής λειτουργίας των θεσμών και των ηθων της κοινωνίας, διαχωρίστηκε αυθαίρετα και περιορίσθηκε στην αποκλειστική κυριότητα της οικονομίας. Κρίση δηλαδή, συνεπάγεται οικονομική δυσπραγία, πρόβλημα ρευστότητος, λόγω εναπόθεσης ποικίλων «ιζημάτων και ξενόφερτων υλών», στον ρου του χρηματικού ποταμού και η αγωνία γενικώς ενός κραχ σε παγκόσμιο επίπεδο. Κρίση που υποκινείται από δίποδα υποχθόνια όντα, προς ενεργοποίηση των μακαβρίων σχεδίων τους. Όπως ακριβώς συμβαίνει στις μέρες μας, καθότι εκεί οδεύει η κατάσταση. Έτσι λοιπόν τα πάντα διαγράφονται με γνώμονα το χρήμα, οπότε και οι κάτοχοι και ρυθμιστές του θέτουν τους δικούς τους όρους και κανόνες, στα τραπέζια των άνομων διαπραγματεύσεών τους: Έχεις χρήμα, είσαι κάποιος. Έχεις χρήμα, δικαιούσαι να εκφέρεις γνώμη και να ενταχθείς στο κύκλωμα. Διαφορετικά καθίστασαι εξόριστος από τα δρώμενα της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας όμως ακοινώνητης και απόλυτα απνευμάτιστης.
Αλλά για να πλησιάσουμε σιγά-σιγά στο επίκεντρο του φλέγοντος θέματός μας, υπάρχει μία μορφή κρίσης ουσιώδους, που είναι η αιτία για όλες τις υπόλοιπες εμφαινόμενες υποκρίσεις. Είναι η κρίση των θεσμών. Η κρίση της ανθρώπινης προσωπικότητος, από την οποία χάθηκε σταδιακά η ιερότητα και η μοναδικότητά της, γιατί χάθηκε η ίδια η ψυχή. Απορροφημένοι όλοι μας σε ένα αγώνα αθλιότητος, αγώνα ξεπεσμένου υλισμού, αγριεμένο υπέρμετρα από την μανία του υλικού κέρδους, της επιτυχίας στη ζωή των απολαύσεων, λησμονήσαμε εν τέλει τον θάνατο, που «καραδοκεί» ως παιδαγωγός και προπάντων εκτρέψαμε σε ένα απροσδιόριστο χάος, τον ποταμό της αιωνιότητος, που περιβρέχει ευεργετικά την ζωή μας ολόκληρη. Ξεχάσαμε ότι έχουμε ψυχή, οπότε παύσαμε κατ’ ακολουθίαν να έχουμε επικοινωνία και στενούς δεσμούς με τον κύριο συγγενή της ψυχής, που είναι ο Θεός. Από κείνη την στιγμή όμως βουλιάζουμε συνεχώς και από προσωπικότητα καταντήσαμε μια άχρωμη και αδιάφορη μάζα. Ένα κοινό εμπόρευμα. Ένα είδος προς μεταποίηση και ολική εκποίηση.
Ένας θεσμός ψυχικής δουλείας και πάλι εν όψει.
Όμως αυτή την ψυχική δουλεία,
την βιώνουν ειδικά οι νέοι μας εδώ και πολλά χρόνια.
Μία δουλεία εμποτισμένη ολόπλευρα από το φαρμάκι της ορφάνιας. Ας παρακολουθήσουμε τις δυσοίωνες σκέψεις ενός φοιτητού, βουτηγμένου σε μία πρωτόγνωρη απόγνωση, που τις απευθύνει σε έναν άνθρωπο του υγιούς πνεύματος, πριν κάποια χρόνια, σαν είδος ιερής εξομολόγησης.
«Είχατε την τύχη να έχετε πατέρα; Εγώ όχι. Ούτε κανένα αγόρι της γενιάς μου. Δεν είχαμε συντρόφους. Από τότε που γεννήθηκα, έζησα πλάι σε έναν κύριο που με γέννησε, αλλά που η πατρική του δραστηριότητα σταμάτησε εκεί. Κερδίζει χρήματα, με τρέφει βέβαια, με έστειλε στο σχολείο, μου προμηθεύει κάθε βδομάδα χρήματα για τις διασκεδάσεις μου. Μετά από αυτά τίποτα περισσότερο.
Ποτέ ένας λόγος σοβαρός και ωφέλιμος. Ποτέ δεν μου εξήγησε τον κόσμο, την κοινωνία, τα πάθη των ανθρώπων, τα ενδιαφέροντά τους, τις τρέλλες τους. Χωρίς αμφιβολία, δεν τα ξέρει. Αναρωτιέμαι αν έχει διαβάσει τίποτε άλλο εκτός από την αθλητική εφημερίδα του.
Με δύο λόγια, αναγκάστηκα να τα κάμω όλα μόνος μου, πράγμα που είναι ατελείωτα μακρύ και που δεν προχωρεί χωρίς καθημερινές καταστροφές. Αυτό που σας εμπιστεύομαι εδώ δα, κύριε, σαν προσωπική μου πείρα, είναι για λογαριασμό όλων των αγοριών της ηλικίας μου. Είμαστε όλα ορφανά. Δεν υπάρχουν πια πατέρες».
Ο εν λόγω νέος, ξεχύνεται με τον τρόπο του στην αποκάλυψη μιας τραγικής κρίσης, που βιώνουν και δεκάδες άλλοι νέοι και την προκαλεί η ανυπαρξία πατέρων. Την προκαλεί ένα βαθύ αίσθημα μοναξιάς και ψυχικής ανασφάλειας, καθότι απουσιάζει ο γεννήτορας ο φυσικός απ’ όλες τις εκδηλώσεις της ζωής του νέου, αρκούμενος σε μία ψυχρή και άτυπη χρηματοδότηση, νομίζοντας ότι έτσι προσφέρει τα πάντα, καλύπτοντας παράλληλα τις υποχρεώσεις του.
Όμως ο νέος επιζητεί μία ανταπόκριση στις αγωνίες της ζωής του και μία απάντηση θετική στα ερωτήματα που κατατρώγουν την καρδιά του. Αλλά ο εν λόγω «κύριος», όπως αποκαλεί τον πατέρα του, δηλαδή αυτός ο ξένος κατ’ ουσίαν, δεν μπήκε στη διαδικασία να απευθύνει έναν λόγο σοβαρό και ωφέλιμο στον γιό του, που τον ποθούσε ως σύντροφο, συνοδοιπόρο στη ζωή του. Έτσι με λίγα λόγια, όλοι αυτοί οι νέοι στερούμενοι της πνευματικής καθοδήγησης, επιζητούν μία ουσιώδη κηδεμονία. Ψάχνουν απεγνωσμένα για πατέρα, με έντονο το στοιχείο της πατρότητος και κατ’ επέκταση για μία οικογένεια με την έννοια του ασφαλούς λιμανιού, μέσα στο οποίο είναι ριγμένη βαθειά η άγκυρα της μάνας –μάνας με μητρότητα– που αναπληροί, όταν χρειάζεται τον απόντα σύζυγο και πατέρα.
Αλλά το πρόβλημα συνίσταται στην ανυπαρξία οικογένειας. Έχει παύσει προ πολλού να υφίσταται το ευλογημένο ελληνικό σπίτι. Αφού… δεν ζητάμε τις ευλογίες της Εκκλησίας. Δυστυχώς οι πλείστοι των συγχρόνων γονέων δεν στάθηκαν ούτε παιδαγωγοί, ούτε ηγέτες της ζωής των νέων. Κι όμως οι νέοι επιζητούν επικοινωνία, επιδιώκουν συζήτηση, επιθυμούν διάλογο, χρειάζονται συμβουλή, θέλουν να «γευτούν» τις εμπειρίες των μεγάλων, των γονέων τους, ποθούν να εκμυστηρευθούν τις δικές τους ανησυχίες και τα προβλήματα, στους δικούς τους ανθρώπους. Τους έμπιστους γονείς τους. Αυτό που χρειάζονται είναι η ψυχική θαλπωρή, έως ότου αποκτήσουν την δική τους ηθική αυτονομία. Με λίγα λόγια θέλουν τους γονείς τους πλάι τους. Αυτούς, ΟΧΙ τα λεφτά τους. Ούτε τον καταστροφικό και άψυχο «εξοπλισμό» της καταναλωτικής παραπλάνησης.
Παρ’ όλα αυτά η παρούσα κοινωνία,
θεωρεί ότι πρόσφερε και προσφέρει στα παιδιά πληθώρα ευεργεσιών.
Εδώ λοιπόν σύμφωνα με τον άγριο βιασμό της γλώσσας μας από τους νέους διαχειριστές και μεταφραστές της, στον οποίο αναφερθήκαμε στην εισαγωγή μας, υπάρχει μία παρανόηση εσκεμμένη της έννοιας προσφοράς. Γιατί προσφορά, δεν αποτελεί η μαζική ανεξέλεγκτη εναπόθεση της τεχνολογίας στα πόδια των νέων μας. Προσφορά ουσιαστική αποτελεί η πρόταση και επίδειξη μιας Αξίας. Ενός υψηλού ινδάλματος. Αυτό δε είναι η ψυχή η ανθρώπινη που την ενσαρκώνει ο κρυμμένος στη βάση της Χριστός. Ο νέος έχει ανάγκη προσφοράς έργων, παραδείγματος, θυσίας, για να εγκλιματισθεί σταδιακά και ο ίδιος μέσα στην πραγματική ιδέα της ζωής. Μιας ζωής με σφρίγος και άγιο παλμό. Μόνο έτσι θα επιδιώξει να διασχίσει άφοβα τον εσωτερικό του κόσμο, προσεγγίζοντας το κέντρο της ψυχής του, που απαιτεί καλλιέργεια από τον ίδιο, αφού προηγηθεί η ανάλογη εμφύτευση από τους εντολοδόχους εκ Θεού στη γη, τους γεωργούς γονείς.
Αλλά η σύγχρονη κοινωνία, ακολουθώντας το παράδειγμα του «κυρίου», του κατ’ όνομα πατέρα, προσφέρει μόνο χρήματα. Μόνο άψυχους αριθμούς. Κατάξερη αριθμητική. Νούμερα με τα οποία μετράμε την ζωή μας και τα υλικά έργα μας. Με αυτά όμως τα νούμερα, αύριο, θα χαρακτηριζόμαστε και εμείς οι άνθρωποι.
Κάπως έτσι λοιπόν αναιρέσαμε και περιφρονήσαμε όλους τους μυστικούς νόμους, που κατευθύνουν ουσιαστικά την ανθρώπινη πορεία. Γι’ αυτό κληροδοτούμε ένα σωρό προβλήματα στη νεολαία. Προβλήματα του εσωτερικού βίου, του νου και της καρδιάς. Πάμπολλα προβλήματα της καθημερινής και κοινωνικής ζωής. Μάθαμε εμείς οι μεγάλοι να φλυαρούμε, λέγοντας οι καιροί άλλαξαν, χωρίς όμως να δικαιολογούμε και την αλλαγή συμπεριφοράς των νέων μας για την οποία όμως ευθυνόμαστε εμείς οι ίδιοι. Μάθαμε να απαιτούμε χωρίς να προσφέρουμε· να κατηγορούμε αποφεύγοντας την δική μας ενδοσκόπηση στον υποκριτή εαυτό μας.
Το ποίημα πλέον κατήντησε βαρετό «Όλα τα έχουν. Δεν τους λείπει τίποτα. Τι άλλο ζητούν;». Μα το δήλωσε ο πρότερος νέος με τρεμάμενη φωνή· «είμαστε απάτορες. Ορφανά». Η φωνή αυτή επιζητούσε μία προσφορά υιοθεσίας που μπορεί να την αναλάβει μόνο ο Θεός.
Επειδή όμως δεν μιλήσαμε ποτέ στα παιδιά μας για τον Θεό, όλα πλέον αποτελούν μία ουτοπία γι’ αυτά, οπότε η νέα γενιά αλλαγμένη, τρομαγμένη άγρια, κινούμενη σε ένα χάος απελπισίας, κυνηγάει χίμαιρες μέσα στα ναρκωτικά, σώματος και ψυχής, στον αλκοολισμό, στα φθοροποιά ξενύχτια, στην άμετρη ασωτία, στην πρόωρη γήρανση και στον εν τέλει ψυχικό μαρασμό.
Εδώ ακριβώς καταφθάνει μία άλλη πονεμένη φωνή να συμπληρώσει το τραγικό σκηνικό, πριν θέσει τέρμα στην άψυχη διέλευση από την γη.
«Η φτώχεια και η ψυχική ξηρότητα μου φέρνουν τρόμο. Η σύγχρονη κρίση από την οποία και εγώ υποφέρω αυτή τη στιγμή είναι: απουσία θέλησης, απουσία πράξης, ανία, μίσος του άλλου… Και η αγάπη σημαίνει να μοιράζεσαι με κάποιον το αίσθημα πως είσαι θνητός. Εποχή καταπτώσεων, εποχή που ξεχνάς πως υπάρχει ένα τέλος σε όλα. Εποχή επίσης ατομικής κατάπτωσης: Ερωτισμός, φιλαργυρία, πάθη και λοιπά. Η σύγχρονη συνείδηση λειτουργεί άσχημα. Και η δική μου επίσης, εδώ και ένα χρόνο…».
Τίποτα όμως και πάλι δεν αποσπά το αμείωτο ενδιαφέρον του ανθρώπου από την κτίση, που αποτελεί η διολίσθηση του χρήματος και ο εν γένει καλπάζων πληθωρισμός. Αντιθέτως η χρεοκοπία του πνεύματος δεν συγκινεί κανένα. Ούτε αυτούς που «επένδυσαν» στο πνεύμα. Τους «πνευματικούς» ανθρώπους. Τα μάτια όλων προσηλωμένα στο ενεργό ηφαίστειο της οικονομίας των εθνών το οποίο «ξερνά λάβα», όταν το υποδαυλίζουν οι οικονομικοί εγκέφαλοι των χρηματιστηριακών εγκάτων της οικουμένης. Κι’ όμως αυτή η λάβα για τους εναπομείναντες γνήσιους πνευματοφόρους, θυμίζει κάποια αργύρια του παρελθόντος. Επαναφέρουν δραματικά στο παρόν τα παρασκήνια μιας εγκληματικής προδοσίας. Της προδοσίας του Θεού. Προδίδεται και πάλι ο Θεός. Όμως κάποια στιγμή οριστικά θα πεταχθούν εκ νέου τα αργύρια στο «δάπεδο» του ναού της θεϊκής γης, το οποίο όμως «διαρραγέν εις δύο» θα τα εγκλείσει στα θεμέλιά του. Αυτά θα αποτελέσουν το αιώνιο στοιχείο στα θεϊκά χέρια, μιας άνομης επένδυσης, που είχε ως ενέχυρο το θεϊκό αίμα. Γιατί οι νέοι που αργοπεθαίνουν στις μέρες μας ένεκα λανθασμένης επένδυσης των γονέων, στο χρηματιστήριο του Διαβόλου, αποτελούν θεϊκό αίμα. Τα παιδιά μας πρώτα απ’ όλα, είναι παιδιά του Θεού και γι’ αυτά θα ζητήσει «αποζημίωση» ο Θεός.
Ας ακούσουμε τα θεϊκά λόγια μέσω αγίου Χρυσοστόμου:
«Πρέπει οι γονείς να φροντίζουν, όχι πώς να καταστήσουν τα παιδιά των πλούσια εις χρυσό και άργυρο, αλλά πώς θα ήταν δυνατό να γίνουν πλουσιότερα από όλους στην ευσέβεια και την απόκτηση της αρετής. Πρέπει να φροντίζουν οι γονείς, πώς τα παιδιά τους δεν θα έχουν ανάγκην από πολλά, πώς δεν θα στρέψουν όλη τους την προσοχή στα πράγματα της παρούσης ζωής και στις επιθυμίας της συγχρόνου εποχής. Ακόμη πρέπει να εξετάζουν με κάθε λεπτομέρεια, πότε τα παιδιά τους εξέρχονται της οικίας και πότε επιστρέφουν σ' αυτή, πού πηγαίνουν, με ποιους συναναστρέφονται, έχοντας υπ’ όψιν ότι, εάν παραμελούν τα καθήκοντά τους αυτά, δεν θα λάβουν καμμιά συγχώρηση από το Θεό… Συ όμως ενδιαφέρεσαι, πως θα αποκτήσουν τα τέκνα σου οικία λαμπρή και κτήματα εύφορα και δια τον σκοπό αυτό πράττεις και μηχανεύεσαι τα πάντα, ουδόλως όμως φροντίζεις, πώς θα αποκτήσουν ψυχή καλή και προαίρεση ευσεβή».
Τελικά σύμφωνα και με την ανάλυση του αγίου Χρυσοστόμου, δεν υπάρχουν πια πατέρες. Ο προλογίσας νέος δικαιώθηκε.
Αρίσταρχος