Το άρθρο της «Σπίθας» με τίτλο «Να κηδεύονται οι αυτοκτονούντες;» (φ.630/ Ιούνιος 2005, σ. 8) έγινε αφορμή να γραφεί άλλο άρθρο από τον θεολόγο κ. Ανδρέα Αβραμόπουλο με τίτλο «Η ταφή των αυτοκτονούντων» και να δημοσιευθεί στην εφημερίδα της Καλαμάτας «Ελευθερία» (φ. Δευτέρας 15-8-2005), όπου παρατίθενται οι αντιρρήσεις του επί των γραφομένων μας. Παρακαλούμε τόσο τον αρθογράφο όσο και την εφημερίδα να δημοσιεύσουν και τον αντίλογο της «Σπίθας».
Τα όσα γράψαμε δεν είναι απόρροια δικών μας σκέψεων και πεποιθήσεων. Είναι υπενθύμιση της θεολογίας των κανόνων της Εκκλησίας μας (ΙΔ΄ του Τιμοθέου Αλεξανδρείας και Β΄ της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που επικυρώνει το ΙΔ΄ κανόνα του Τιμοθέου). Ο κ. Αβραμόπουλος αντιπαρέρχεται τα όσα επιτάσσει το Πηδάλιο στηριζόμενος στον λόγο του Κυρίου μας ότι «η αργία του Σαββάτου έγινε για την βοήθεια του ανθρώπου και όχι ο άνθρωπος για την αργία του Σαββάτου» (βλ. Μαρκ. 2,27).
Άλλο όμως αργία Σαββάτου και άλλο αυτοκτονία. Δεν είναι το ίδιο πράγμα. Διαφέρει όσο η γη από τον ουρανό. Εάν ήταν το ίδιο, θα έπρεπε και τον Ιούδα να τον κηδεύσει η Εκκλησία μας. Δεν τον κήδευσε όμως. Γιατί ο Χριστός δεν έδειξε αγάπη προς τον μαθητή και απόστολό του, ο οποίος τόσες υπηρεσίες του προσέφερε πριν τον προδώσει, και ο οποίος κατά τον Ματθαίο (10,1-4) ήταν χαρισματούχος, έκανε θαύματα, έδιωχνε ακάθαρτα πνεύματα και θεράπευε κάθε ασθένεια; Ήταν μεστός θείας χάριτος. Εκτός αυτού έδειξε μεταμέλεια, διεκήρυξε δε την αθωότητα του Χριστού· «μεταμεληθείς απέστρεψε τα τριάκοντα αργύρια τοις αρχιερεύσι και τοις πρεσβυτέροις λέγων· ήμαρτον παραδούς αίμα αθώον» (Ματθ. 27,3). Και όμως η αυτοκτονία ήρθε να καταστρέψει και την μετάνοιά του και την ομολογία του για τον Κύριο.
Γιατί ο Χριστός δεν τον συμπόνεσε και δεν τον κήδευσε; Γιατί οι συναπόστολοί του μαθητές δεν ενδιαφέρθηκαν να παρηγορήσουν την οικογένειά του; Και γιατί μέχρι σήμερα η Εκκλησία, που είναι «της αγάπης κήρυκας και της συμπόνιας διάκονος», φθάνει στην «ακρότητα» να μη δέχεται να μπει το όνομα Ιούδας σε βάπτιση Χριστιανού ή κουρά μοναχού, αν και υπάρχουν άγιοι με το όνομα αυτό (π.χ. Ιούδας ο αδελφόθεος); Λόγω της προδοσίας, της φιλαργυρίας και της αναισχυντίας του κ.λ.π. θα πει κάποιος.
Κι όμως όλα αυτά δεν είναι τίποτα όταν μετανοήσει κανείς. Απόδειξη ο απόστολος Πέτρος, που αρνήθηκε τον Χριστό τρεις φορές, και οι άλλοι μαθητές που -εκτός του Ιωάννου του Θεολόγου- τον εγκατέλειψαν· και όμως όλοι παρέμειναν απόστολοι και άγιοι της Εκκλησίας.
Ένα είναι το αίτιο της μη αποκαταστάσεως του Ιούδα· η αυτοκτονία. Αυτή φανέρωσε, ότι η μετάνοιά του είναι κίβδηλη, η απιστία του ισχυρά, ο εγωισμός του υπερτροφικός, η λατρεία του εγώ του άνευ προηγουμένου. Αν πίστευε στο έλεος του Θεού, ταπεινωνόταν ενώπιόν του, ζητούσε εν μετανοία ειλικρινεί την αγάπη του, δεν θα αυτοκτονούσε. Διότι αυτοκτονούν μόνο οι άπιστοι, οι ειδωλολάτρες ή οι μεγάλοι αμαρτωλοί που συγχρόνως κατέχονται από μεγάλο εγωισμό. Κατά τον Αριστοτέλη «φαύλοι βροτών, ου πονείν δυνάμενοι, θανείν ερώσι». Και όταν λέμε ειδωλολάτρες δεν αναφερόμαστε απλώς στους εθνικούς της Γραφής, αλλά και σε όσους έχουν κάνει θεό τους το χρήμα, την υγεία, την ομορφιά, τη δουλειά, τη φιλία, τον έρωτα, τον εαυτό τους. Όταν οι θεοί αυτοί πέσουν, τότε ως μόνη λύση βρίσκουν την αυτοκτονία. Πέθανε ο θεός τους; πρέπει να πεθάνουν κι’ αυτοί (βλ. επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοινωνικαί πληγαί, Αθήνα 1974, σ.83).
Το μόνο που θα μπορούσε να προσαχθεί ως σοβαρά αντίρρηση, ειδικά στο ζήτημα της αυτοκτονίας του 15ετους μαθητού, είναι το νεαρό της ηλικίας του. Το Πηδάλιο ερμηνευόμενο από εγκρίτους σχολιαστές δέχεται, ότι η αμαρτία λογίζεται μετά την ηλικία των 10 ετών του παιδιού. Ο άγιος Νικόδημος λέει, ότι στις ημέρες του, λόγω αναπτύξεως της παιδείας και του πολιτισμού αλλά και της διαφθοράς, θα πρέπει η αμαρτία να καταλογίζεται ενωρίτερα· στα κορίτσια από 6 ετών (!) και στα αγόρια από 8 ετών(!). Τι θα έλεγε ο άγιος αν ζούσε σήμερα; (πρβλ. ΙΗ΄ κανόνα Τιμοθέου Αλεξανδρείας και υποσημείωση στον Μ΄ κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου). Συνεπώς, εάν ο αυτόχειρ μαθητής δεν είχε κάποια νοητική στέρηση, δεν υπάρχουν περιθώρια ασκήσεως εκκλησιαστικής οικονομίας.
* * *
Αλλά ας δούμε λίγο και το θέμα του γλυκύτατου Ιησού, που σκορπά παντού κατά τον αρθογράφο χαμόγελα, θωπείες και συμπόνια. Πολλά είναι τα γεγονότα που μπορούμε να παραθέσουμε· αλλά δεν γράφουμε διατριβή και γι’ αυτό θα αρκεσθούμε σε ένα.
Στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο (κεφ. 17, στ. 14 κ.ε.) διαβάζουμε ότι ένας πατέρας πονεμένος και απελπισμένος έρχεται στο Χριστό, γονατίζει και του λέει το πρόβλημά του. Ο γιος του σεληνιάζεται και πέφτει πότε στη φωτιά και πότε στο νερό. Ο πατέρας κλαίει απαρηγόρητα· ζητεί λύση του προβλήματός του. Τι του λέει ο Χριστός; Του λέει κάτι που σκανδαλίζει όλους τους μελετητές της Γραφής· «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! Έως πότε έσομαι μεθ’ υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;». Γιατί το λέει αυτό; Διότι όπως ερμηνεύει ο ι. Χρυσόστομος, ο πατέρας είναι άπιστος και κακοήθης. Άπιστος αποδεικνύεται από τις σχετικές περικοπές των ευαγγελίων και μάλιστα το χωρίο Μάρκ. 9,24, κακοήθης δε από το ότι προσπαθεί να κατηγορήσει τους μαθητές ως αναξίους της αποστολής τους· «Προσήνεγκα αυτόν τοις μαθηταίς σου, και ούκ ηδυνήθησαν αυτόν θεραπεύσαι». Οι μαθητές εξ άλλου δεν μπόρεσαν να θεραπεύσουν το παιδί, διότι πιεζόμενοι από τους γραμματείς και φαρισαίους και έχοντας μακριά τους τον Χριστό και τους προκρίτους συναποστόλους των Πέτρο, Ιάκωβο και Ιωάννη (που ήταν τότε στο Θαβώρ), έπεσαν και αυτοί σε απιστία, κλονίστηκαν. Και ο Χριστός βλέποντας την λύσσα των γραμματέων και φαρισαίων εναντίον του αλλά και την απιστία τόσο των μαθητών του όσο και του πατέρα του παιδιού, τους επι-πλήττει όλους. Και αφού απέσπασε την κραυγή του πατέρα «Πιστεύω κύριε· βοήθει μου τη απιστία» (Μάρκ. 9,24) και αφού ήλεγξε την ταπείνωσή του, που δέχθηκε τον δριμύτατο έλεγχο του Χριστού -χωρίς να αντιδράσει και να πει, όπως λέμε σήμερα, «μας διώχνετε από την Εκκλησία με την συμπεριφορά σας»-, τότε μόνο θεράπευσε το παιδί. «Έλεος και κρίσιν άσομαί σοι Κύριε» (Ψαλμ. 100,1), λέει το Ψαλτήρι. Και ο Μ. Βασίλειος ερμηνεύοντας τον ψαλμό αυτόν συμβουλεύει· «Μη εξ ημισείας γνωρίζωμεν τον Θεόν», μη αρκούμεθα σε μια ημιμάθεια περί του Θεού. Θα ψάλλουμε το έλεος και τη μακροθυμία του, αλλά και την κρίση και την αποτομία και τη δικαιοσύνη του. Σήμερα εμείς κάναμε τον Χριστό καραμέλα, να τη γλείφουν όλοι οι αμετανόητοι και να μη συνέρχονται ποτέ.
Η αυτοκτονία -για να επανέλθουμε στο θέμα μας- είναι απιστία. Αλλά όχι απλώς απιστία. Είναι κάτι χειρότερο· διότι συγχρόνως καθιστά αδύνατη την επανεμφάνιση της πίστεως και της μετανοίας, διότι επιφέρει τον πρόωρο τερματισμό της ζωής, τον θάνατο. Αυτό προσβάλλει την αγάπη του Θεού. Διότι δεν αφήνει την λυτρωτική ενέργεια του Θεανθρώπου να επιδράσει στην προσωπικότητα του αυτόχειρος. Αυτό είναι το φοβερό. Και η Εκκλησία δεν θέλει να δώσει μια ψεύτικη συναισθηματική ικανοποίηση και παρηγοριά επιτρέποντας την τέλεση της κηδείας, αλλά θέλει να φρίξουμε γι’ αυτό το κακό που επιφέρει η αυτοκτονία. Μόνο έτσι μπορεί να έλθουμε «εις εργώδη αναζήτηση των αιτίων που η σημερινή οικογένεια, το σχολείο και η εν γένει κοινωνική αγωγή δημιουργεί λαπάδες, πλαδαρούς, μαλθακούς, κυριολεκτικά ετοιμόρροπους και αναμένοντες την πρώτη ελαφρά ώθηση για να πέσουν νεανίες. Παλαιότερα οι καθηγητές ήταν αυστηροί, άτεγκτοι, είρωνες, προσβλητικοί εις το έπακρον, και δόξα τω Θεώ δεν αυτοκτονούσε κανένας, Σήμερα το σύστημα εκτρέφει ‘μπούληδες’· και αντί να ανησυχήσουμε γι’ αυτό, τα βάζουμε με τους ιερείς. Όπως τα βάζουμε με τους τροχονόμους, όταν παραβαίνουμε τους κανόνες οδικής κυκλοφορίας», όπως γράφαμε στο προαναφερθέν άρθρο μας, που τόσο ενόχλησε τον κ. Αβραμόπουλο.
Δεν έχουμε αντίρρηση η Εκκλησία ν’ αρχίσει να ελέγχει εάν πρέπει να κηδεύει «μεγάλους απατεώνες της κοινωνίας» οι οποίοι δεν είχαν καμμιά ουσιαστική σχέση μαζί της. Να προχωρήσουμε σε αυστηρότερα μέτρα, ναι· αλλά να καταργήσουμε τα πάντα εν ονόματι μιας «εθελοθρησκείας» (Κολ. 2,23), όχι.
Από το περιοδικό «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ»
(Κοινοποιείται στην Εφημερίδα «Ελευθερία» της Καλαμάτας με την παράκληση να δημοσιευθεί ως απάντηση στο δημοσίευμά της του φύλλου της 15-8-2005,σελ.18.)
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ