ΠΙΣΤΕΥΣΑΙ ΓΑΡ ΔΕΙ

«ΠΙΣΤΕΥΣΑΙ ΓΑΡ ΔΕΙ ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΡΧΟΜΕΝΟΝ ΤΩ ΘΕΩ ΟΤΙ ΕΣΤΙ

ΚΑΙ ΤΟΙΣ ΕΚΖΗΤΟΥΣΙΝ ΑΥΤΟΝ ΜΙΣΘΑΠΟΔΟΤΗΣ ΓΙΝΕΤΑΙ»

 

Στο 11ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής ο απόστολος Παύλος εμβαθύνει στο μυστήριο της πίστεως. Μας γράφει τα εξής χαρακτηριστικά για την πίστη.

«Έστι δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων».

Δύο είναι τα γνωρίσματα της πίστεως·

α´. Ελπιζομένων υπόστασις· δηλαδή δίνει μορφή και ουσία (ύπαρξη, υπόσταση) σε πράγματα που δεν υπάρχουν τώρα, αλλά τα ελπίζουμε. Π.χ. η β´παρουσία του Κυρίου, η μέλλουσα κρίση, η ανάσταση των νεκρών, η βασιλεία των ουρανών είναι πράγματα που δεν τα γνωρίζουμε, γιατί δεν έγιναν ακόμη, αλλά η πίστη τους δίνει υπόσταση, τα κάνει χειροπιαστή πραγματικότητα. Η εγγύηση γι’ αυτή την πραγματικότητα είναι το αναστημένο σώμα του Χριστού. Η πίστη, λοιπόν, εξουδετερώνει το χρόνο από τώρα μέχρι τη δευτέρα παρουσία. Έτσι οι πιστοί κρατούν από τώρα στα χέρια τους την μέλλουσα ελπίδα.

β´. Πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων· δηλαδή πράγματα, που υπάρχουν μεν, αλλά δεν τα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, η πίστη μας βοηθά να τα διαπιστώνουμε, να τα ελέγχουμε και να αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή τους. Ο Θεός, οι άγγελοι, η ψυχή, οι άγιοι δεν φαίνονται, αλλά όποιος έχει πίστη τα βλέπει ξεκάθαρα και ολοφάνερα.

 

«Εν ταύτη γαρ εμαρτυρήθησαν οι πρεσβύτεροι».

Οι ένδοξοι άνδρες, που έζησαν στα παλιά χρόνια και έλαμψαν πριν από το νόμο και μετά από αυτόν, διακρίθηκαν και δοξάστηκαν με την πίστη.

 

«Πίστει νοούμεν κατηρτίσθαι τους αιώνας ρήματι Θεού, εις το μη εκ φαινομένων τα βλεπόμενα γεγονέναι».

Έργο της πίστεως είναι η κατανόηση λέγει ο άγιος Χρυσόστομος. Βλέπουμε γύρω μας τον κόσμο, αλλά δεν είδαμε ποιος τον δημιούργησε. Η πίστη μας απαντά ότι τον έπλασε ο Θεός. Κι ακόμη ενώ ξέρουμε ότι οι άνθρωποι κατασκευάζουν πάντοτε κάτι καινούργιο με μία προϋπάρχουσα ύλη, δεν μπορούν να δημιουργήσουν εκ του μηδενός, η πίστη μας βοηθεί να κατανοήσουμε ότι ο Θεός δημιούργησε τα βλεπόμενα «εκ μη φαινομένων».

 

«Κατηρτίσθαι τους αιώνας».

Επειδή ο χρόνος άρχισε να μετριέται όταν δημιουργήθηκε ο κόσμος και προ της δημιουργίας δεν υπήρχε χρόνος, γι’ αυτό εδώ αντί να γράψει ο απόστολος ότι δημιουργήθηκε ο κόσμος, λέει ότι δημιουργήθηκαν οι αιώνες.

 

Και προχωρά στην αναφορά δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που διακρίθηκαν για την πίστη τους.

Αναφέρει ως πρώτον πιστόν τον Άβελ, ο οποίος, επειδή πίστευε, προσέφερε ανώτερη θυσία από τον Κάιν. Ο Άβελ ονομάζεται δίκαιος, που θα πει άγιος, άνθρωπος του Θεού. Αυτή η αγιότητά του εκδηλώνεται εξωτερικά με τη θυσία που προσέφερε. Κατάλαβε πόσο μεγάλη τιμή είναι να προσφέρει δώρα στο Θεό και προσέφερε τα πρωτότοκα και πιο παχιά ζώα του (Γεν. 4,4), ό,τι εκλεκτότερο δηλαδή είχε να δώσει.

Η θυσία του αυτή ήταν ομολογία πίστεως με έργα και όχι λόγια. Τότε είναι αληθινή η πίστη, όταν υπάρχει και ομολογία. «Καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν» (Ρωμ. 10,10). Ας μη λέμε λοιπόν το «Πιστεύω» μόνο λεκτικά.

Ο Άβελ στο έργο του αυτό δεν είχε κανένα πρότυπο ή κάποιον πριν απ’ αυτόν που να τον δίδασκε και να τον ενέπνεε. Οι γονείς του βρίσαν τον Θεό, που τόσο τους είχε ευεργετήσει και χαριτώσει. Ο μεγαλύτερός του αδελφός τον ατίμασε με την ευτελή θυσία του κι αυτός από μόνος του έκανε το καλό. Δεν είχε δει κανένα θαύμα ούτε άκουσε και καμμιά διδασκαλία ότι υπάρχει ανταπόδοση των αγαθών. Μόνο από πίστη διάλεξε την αρετή. Αποτέλεσμα της πίστεως του Άβελ είναι ο κόσμος να τον θυμάται για πάντα, να τον θαυμάζει και να συγκινείται. «Αποθανών έτι λαλείται»· γίνεται λόγος γι’αυτόν και μετά το θάνατό του και κινεί την αγάπη και τον θαυμασμό όλων. Έγινε με τον θάνατό του ένας κήρυκας της πίστεως που κηρύττει χωρίς να μιλά. Έγινε ένας τύπος του αναμάρτητου και αθώου Χριστού, που θα θυσιαστεί για χάρη της ανθρωπότητας. Τον προφητεύει και τον ενσαρκώνει.

Η πίστη του Άβελ κίνησε το φθόνο του Κάιν. Η ευσέβεια του γίνεται αφορμή κακίας στον άπιστο αδελφό του. Δεν πρέπει να υπάρχει κάτι που να ελέγχει την απιστία μας. Μας νευριάζει ο έλεγχος και η εξέταση. Πόσο ανόητοι και δυστυχείς είναι οι κακοί και οι άπιστοι! Και ανάλογα με την κακία τους φθάνουν στη μικρή ή μεγάλη άνομη πράξη. «Και χάριν τίνος έσφαξεν αυτόν; Ότι τα έργα αυτού (του Κάιν) πονηρά ην, τα δε του αδελφού του δίκαια (Α´Ιω. 3,12). Έτσι ο Άβελ γίνεται ο πρώτος ομολογητής και ο πρώτος μάρτυρας. Και φυσικά ο πρώτος παρθένος. Ο θάνατος στην πρώτη του επίθεση έχει ως θύμα τον πιο άγιο άνθρωπο της εποχής. Το «παράλογο» της πίστεως αρχίζει. Το «γιατί;» αρχίζει να βασανίζει τη διάνοια των ανθρώπων. Οι πρωτόπλαστοι πληρώνουν την παρακοή τους με το χαμό του καλύτερου παιδιού τους. Έτσι ο αθώος θα πληρώνει από δω και πέρα την κακία και την αμαρτία των απίστων. Το αίμα των αθώων θα εξαγιάζει τον πολιτισμό μας και την πρόοδό μας.

 Ο Κάιν τον φθόνησε χωρίς να υπάρχει λόγος, μόνο και μόνο γιατί ήταν ενάρετος. Όπως φθονούν οι συμπατριώτες τους, τους χριστιανούς Εβραίους της Παλαιστίνης και τους διώκουν, μόνο και μόνο γιατί είναι πιστοί και ενάρετοι. Και ο Θεός τον άφησε φαινομενικά απροστάτευτο. Πως θα το δεχθούμε αυτό; Πως θα το κατανοήσουμε; Μόνο αν έχουμε ακράδαντη πίστη και πιστέψουμε ότι και υπάρχει Θεός και ότι θα μας δώσει μεγάλο μισθό στην αιώνια ζωή. Μόνο τότε μπορούμε να μελετήσουμε την παγκόσμια αλλά και την προσωπική μας ιστορία, χωρίς να λέμε «Γιατί;» και «Πού είναι ο Θεός;».

Ο Άβελ τον τίμησε το Θεό και επειδή τον τίμησε φονεύθηκε και μάλιστα από τον αδελφό του. Ο Άβελ το έπαθε αυτό πρώτος, χωρίς να  έχει δει αυτό το πάθημα νωρίτερα σε κανένα άλλον. Αλλά δεν πήρε ακόμη κάποια αμοιβή. Ο Θεός βέβαια, με το να δεχθεί την θυσία του Άβελ, μαρτύρησε ότι είναι δίκαιος και ανώτερος του αδελφού του. Και με το ότι ήλεγξε και τιμώρησε τον Κάιν εδώ στη γη, φάνηκε ότι δεν είναι αδιάφορος ούτε αφήνει την ιστορία να εκτυλίσσεται όπως-όπως χωρίς να μεσολαβεί η δικαιοσύνη του. Πλην όμως δεν βλέπουμε το αφάνταστο και άρρητο των θείων δωρεών του σ’ αυτή τη ζωή πλήρως.

 

Ο Ενώχ

Ο Ενώχ έδειξε την πίστη του όχι με κάποια συγκεκριμένη πράξη ή με κάποια θυσία όπως ο Άβελ αλλά με μια ξεχωριστή ζωή. Η ζωή αυτή η διαφορετική οφειλόταν στην πίστη ότι υπάρχει Θεός και είναι μισθαποδότης. «Πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστι και τοις εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται» (11,6). Γι’ αυτό ευαρέστησε το Θεό και ο Θεός τον πήρε ζωντανό από αυτή τη ζωή, γιατί πίστευε διαρκώς. «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι» λέγει ο Παύλος. Η ζωή του ήταν μια διαρκής ομολογία, μια διαρκής θυσία, μια διαρκής μαρτυρία για την ύπαρξη του Θεού. Ο άγιος Χρυσόστομος λέει ότι η πίστη του Ενώχ ήταν μεγαλύτερη από την πίστη του Άβελ. Ο Ενώχ είχε μπροστά του το παράδειγμα του αθώου Άβελ, που αν και δίκαιος δεν βρήκε ανταπόδοση από τον Θεό και δεν σώθηκε από το θάνατο. Δεν σκέφθηκε λοιπόν ποιο το όφελος να ταλαιπωρηθεί και να κινδυνεύσει, αλλά πίστεψε ότι, αφού υπάρχει Θεός, θα είναι και ανταποδότης ή μισθαποδότης. Έτσι χωρίς να ξέρει τίποτα για την ανάσταση και τη μέλλουσα ζωή έζησε έτσι που ευαρέστησε τον Θεό.

Η πίστη του Ενώχ είχε τα γνωρίσματα της πίστεως που αναφέρει ο Παύλος. Ζούσε σαν να έβλεπε με τα μάτια του το Θεό, παρόντα να τον παρακολουθεί (πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων-την υπερφυσική πραγματικότητα) και περίμενε με σιγουριά στο μέλλον την πράξη της μισθοδοσίας (ελπιζομένων υπόσταση-μεταφυσικό γεγονός). Αποτέλεσμα της πίστεως του Ενώχ ήταν κι αυτός να παραμείνει στην αιωνία μνήμη των ανθρώπων αλλά και να μετατεθεί στον ουρανό ζωντανός. Έτσι έγινε το πρόσωπό του μια προφητεία για την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού αλλά και των ανθρώπων. Ο Ενώχ είναι από τους πιστούς εκείνους για τους οποίους λέγει ο Θεός· «Δεν έχω μεγαλύτερη χαρά από το να ακούω ότι τα παιδιά μου ζουν σύμφωνα με την αλήθεια» (Γ´Ιω. 4).

 

Ο Νώε

Η πίστη του Νώε φοβερή. Επί εκατό χρόνια αφήνει τις δουλειές του και όλες τις υποθέσεις του και κτίζει ένα καράβι. Όλοι γελούσαν μαζί του και τον κοροϊδεύαν και τον χλεύαζαν. Και κείνος απτόητος συνέχιζε τη δουλειά του. Χωρίς να τους δίνει σημασία, γιατί πίστευε στο Θεό. Έβλεπε με τα μάτια της πίστεως την καταστροφή που ερχόταν και προετοιμαζόταν να την αντιμετωπίσει. Ο Νώε με αυτό τον τρόπο κήρυττε συγχρόνως την μετάνοια, χωρίς να μιλά, αλλά εκτελώντας το έργο της κατασκευής της κιβωτού. Ο Πέτρος ονομάζει τον Νώε «δικαιοσύνης κήρυκα» (Β´Πετρ. 2,5).

 

Από το πλήθος των παραδειγμάτων των δικαίων της Π.Δ. που αναφέρει το 11ο κεφάλαιο της προς Εβραίους επιστολής θα αναφέρουμε άλλο ένα σχετικό με το θέμα μας.

 

Ο Μωυσής

α´. Πρώτον δεν ντρέπεται για την καταγωγή του και δεν αποποιείται το λαό του. Δεν προτιμά το δικό του καλό και συμφέρον, αλλά το συμφέρον του λαού του. Θυσιάζεται για τον λαό του και δεν τον θυσιάζει για το δικό του καλό. Προτιμά αντί να τον λένε γιο του Φαραώ να τον λένε το παιδί των Ιουδαίων.

β´. Προτίμησε τον ονειδισμόν του «Χριστού» από τους θησαυρούς της Αιγύπτου.

Χριστός θα πει χρισμένος. Χριστοί ονομαζόταν στην Παλαιά Διαθήκη αυτοί που δεχόταν χρίσμα για να αναλάβουν το αξίωμά τους. Δηλαδή οι προφήτες, οι βασιλείς και οι αρχιερείς. Ο Μωυσής ήταν χριστός, γιατί ήταν προφήτης. Αν έμενε στην Αίγυπτο θα είχε και τους θησαυρούς και τα αγαθά ενός βασιλιά. Αλλά αυτός προτίμησε να φύγει με τους Ισραηλίτες, από τους οποίους δέχθηκε πολλές πικρίες και θλίψεις και ονειδισμούς. Προτίμησε το αξίωμα του χρισμένου με όλες τις περιπέτειες και τις ταλαιπωρίες, παρά την ησυχία και την απόλαυση της Αιγύπτου.

γ´. «Τον γαρ αόρατον ως ορών εκαρτέρησε». Βλέπουμε εδώ να ισχύει ο ορισμός της πίστεως που παρέθεσε ο απόστολος στην αρχή. Μας δίνει την βεβαιότητα για πράγματα που δεν βλέπουμε. Μας τα κάνει ορατά.

δ´. «Πίστει πεποίηκε το πάσχα και την πρόσχυσιν του αίματος, ίνα μη ο ολοθρεύων τα πρωτότοκα θίγη αυτών». Αναφέρεται στα γεγονότα που περιγράφει το 12ο κεφάλαιο της Εξόδου. «Πάσχα» είναι εβραϊκή λέξη και σημαίνει πέρασμα, διάβαση. Δηλώνει το πέρασμα του αγγέλου το βράδυ της εξόδου, που σ’ όποιο σπίτι δεν εύρισκε την πόρτα ραντισμένη με αίμα, σκότωνε το πρωτότοκο παιδί της οικογενείας. Επίσης δηλώνει τη θυσία του αμνού που σφάξαν οι Εβραίοι εκείνο το βράδυ κατ’ εντολή του Θεού και με το αίμα του ραντίσαν τις πόρτες τους. Επίσης τη διάβαση των Ισραηλιτών από την Ερυθρά θάλασσα και τη γιορτή που επαναλάμβαναν οι Εβραίοι για την ανάμνηση της εξόδου από την Αίγυπτο. Ο Μωυσής όπως και οι Ισραηλίτες μέσα από τα προαναφερόμενα γεγονότα παρουσίασαν την πίστη τους και την ακλόνητη βεβαιότητα τους στα λόγια του Θεού.

 

Θα επαναλάβουμε τα λόγια της Γραφής, που αναφέρονται στην αιτία της μεταθέσεως του Ενώχ χωρίς να γνωρίσει θάνατο, διότι ευαρέστησε το Θεό με την πίστη του. «Χωρίς δε πίστεως αδύνατον ευαρεστήσαι· πιστεύσαι γαρ δει τον προσερχόμενον τω Θεώ ότι έστι και τοις εκζητούσιν αυτόν μισθαποδότης γίνεται» (11,6).

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή