“Ιδών ο Παύλος τους αδελφούς ευχαριστήσας τω Θεω έλαβε θάρσος (Πράξ. 28,15)
Ο απ. Παύλος, μετά από μεγάλη ταλαιπωρία σωματική και ψυχική, φτάνει στα πρόθυρα της Ρώμης. 'Ερχεται κρατούμενος γιά να δικαστεί. Βγαίνουν τότε και τον υποδέχονται Χριστιανοί. Και ο συνοδός του ευαγγελιστής Λουκάς σημειώνει γιά τη συνάντηση αυτή. “Ιδών ο Παύλος τους αδελφούς ευχαριστήσας τω Θεώ έλαβε θάρσος (Πράξ. 28,15), πήρε δηλαδή θάρρος από τους πιστούς.
Αν όμως ο Παύλος πήρε θάρρος από τους αδελφούς της Ρώμης,πόσο μάλλον εμείς έχουμε την ανάγκη αυτή; Ο Παύλος είναι πρότυπο γιά τους ποιμένες της Εκκλησίας. Και επειδή κ' εγώ κατά τις ανεξιχνίαστες βουλές του Θεού είμαι ένας ποιμένας, έχω κ' εγώ ανάγκη ενισχύσεως. 'Οπως σ' εκείνον έτσι και σ' εμάς, που εργαζόμεθα στον αγρό του Κυρίου, ποιός θα μας δώσει θάρρος; Πρώτα ο Θεός βέβαια. 'Οχι όμως μόνο ο Θεός, αλλά και οι πιστοί αδελφοί.
Αυτό έδωσε ο Κύριος να το δοκιμάσω κ' εγώ. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας παρουσιάσω εδώ, προς δόξαν του Θεού, 4-5 στιγμιότυπα, κατά τα οποία οι Χριστιανοί μου έδωσαν μεγάλο θάρρος, ώστε να συνεχίσω τον αγώνα μου. Αν δεν ήταν αυτοί, δεν ξέρω αν την ώρα αυτή θα βρισκόμουν εδώ, ή θα είχα αποσυρθεί στο 'Αγιο 'Ορος. Με τα λόγια, τη στάση και την στήριξή τους με ενίσχυσαν να κρατηθώ. Γι' αυτό το χωρίο αυτό, “ο Παύλος ιδών τους αδελφούς ευχαριστήσας τω Θεώ έλαβε θάρσος”, με συγκινεί.
Α´. Ας θυμηθώ κατ' αρχήν την πρώτη πόλη που με αξίωσε ο Θεός να υπηρετήσω, το Μεσολόγγι. Νέος εγώ τότε, το 1935, μόλις 28 ετών, ανέβηκα στον άμβωνα. Από τις πρώτες προσπάθειές μου δεν έβλεπα αποτελέσματα. 'Ενας νέος ξέρετε ζητάει να δει άμεσα αποτελέσματα. Γι' αυτό ήμουν κάπως απογοητευμένος. Συνέχισα βέβαια τη διδασκαλία, είχα όμως απορία. Και τί έκανες, Αυγουστίνε, στο Μεσολόγγι;
Τόσα κηρύγματα, κατηχητικά, φυλλάδια, κόποι. Τί βγήκε απ' όλη αυτή την περιπέτεια, που κάθησες εφτά χρόνια (1935-1941) στο Μεσολόγγι... Πάντοτε το σκεπτόμουν.
Πέρασαν είκοσι χρόνια και γύρω στο 1960 ταξίδευα μιά μέρα με το σιδηρόδρομο. Καθόμουν σε μιά γωνιά και διάβαζα το Ευαγγέλιο. 'Ενας επιβάτης με παρατηρούσε από τον άκρο του συρμού. Πλησίασε με σεβασμό και μου λέει: -Είστε ο πάτερ Αυγουστίνος; -Ναί. -Εσείς δεν κάνατε στο Μεσολόγγι; -Τί θέλετε; -Θα σας πω κάτι. Εγώ είμαι από το Μεσολόγγι, ερχόμουν εκεί, στην Αγία Παρασκευή, και άκουγα τα κηρύγματα. Μέχρι τότε ήμουν ο πιό βλάστημος. Αλλ' όταν άκουσα εκεί ένα κήρυγμά σου εναντίον της βλαστήμιας, από τότε την έκοψα. Λέω. -Δόξα σοι ο Θεός.
Αυτό που είπε, ότι από ένα κήρυγμα έκοψε τη βλαστήμια, μου 'δωσε θάρρος. Σαν να μου έλεγε. Αυγουστίνε, βάδιζε! “Ο κόπος υμών ουκ έστι κενός εν Κυρίω” (Α' Κορ. 15,58).
Β´. Φεύγω από το Μεσολόγγι, πάω στα Γιάννενα τα πρώτα χρόνια της Κατοχής (1942). Αφήνω την περιπέτεια. Είναι μεγάλη ιστορία αυτή. Με κατέβασαν κάτω από τον άμβωνα. Περπατούσα περίλυπος. Τί να κάνω; Τυχαίως (;) βρίσκω στο δρόμο έναν ευλαβέστατο γέροντα και του λέω. -Τί να κάνω πάτερ; με κατέβασαν κάτω οι Ιταλοί συμφωνούντος του επισκόπου. Μου έρχεται ν' ανεβώ πάλι στον άμβωνα...-'Οχι, παιδάκι μου, λέει, όχι – αυτό με έσωσε. 'Ακουσε κ' εμένα που είμαι γέρος 60 χρονών. Είδες τί κάνουν τα σπουργιτάκια όταν φυσάει άνεμος σφοδρός; πάνε και κρύβονται σε κάτι τρύπες μέσ' στα βράχια. Μένουν εκεί και περιμένουν πότε θα κοπάσει η θύελλα, και τότε βγαίνουν πάλι έξω. Δεν το λέω εγώ, το λέει ο προφήτης Ησαϊας. “Αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον, έως αν παρέλθη η οργή Κυρίου (Ησ. 26,20). Κρύψου, σπουργιτάκι μου, μέχρι να περάσει η μεγάλη θύελλα, και τότε να ξαναβγείς. Κράτα. Σε χρειάζεται η εκκλησία και η πατρίδα, μην κάνεις τέτοιο διάβημα, θα σε γραπώσουν και θα σε αποτελειώσουν...
Τον άκουσα. Πέρασαν από τότε 25 χρόνια. Μετά το 1967 ήρθαν στη Φλώρινα εκδρομή μ' ένα πούλμαν σπουδάστριες της Ακαδημίας Ιωαννίνων. Μία απ' αυτές πλησιάζει και μου λέει. -Μου είπε ο παππούς μου να έρθω να σας βρω. -Ποιός είναι ο παππούς σου; -Ο παπα-Γιώργης του Αρχιμανδρείου. -Είσαι εγγονή του; -Ναι. Μας το λέει πάντα, ότι σας βρήκε εκείνα τα χρόνια στο δρόμο και σας είπε τα λόγια “Αποκρύβηθι μικρόν όσον όσον...”.
Από τη συμβουλή ενός πνευματικού πατρός βοηθήθηκα και συνέχισα τη διδασκαλία.
Γ´. Απ' όσα έζησα στην Κοζάνη θα πω μόνο ένα στιγμιότυπο. Το 1944 πριν τη Μεγάλη Εβδομάδα είχα κατεβεί στη Θεσσαλονίκη και παίρνω ένα γράμμα. Μην πάτήσεις στην Κοζάνη, καίγεσαι! Τί να κάνω; Καθώς περπατούσα στην προκυμαία συναντώ έναν απλοϊκό άνθρωπο. -Σκέπτομαι, λέω, να καθήσω εδώ, να μην πάω στην Κοζάνη. -'Α, όχι, μου λέει, θα πας. -Μα κοίτα τί μου γράφουν εδώ. -Πρέπει να πας, λέει. Στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο γράφει, ότι η ζωή μας είναι 12 ώρες (βλ. Ιω.11,9). Μην προσθέσεις εσύ άλλη, δεκάτη τρίτη ώρα στη ζωή σου προδίδοντας το χρέος σου. Να πας στο καθήκον, κι ο Θεός θά 'ναι μαζί σου. Και αν θες διάβασε το βιβλίο “Ο Κύριος της ζωής και του θανάτου” (βλ. π. Αυγουστίνου Μύρου. Η αντίσταση της αγάπης, Κοζάνη 2014 3, σ.293-4).
Ο ταπεινός αυτός άνθρωπος μου υπέδειξε το δρόμο και με ενίσχυσε να τον βαδίσω.
Δ´. Πάω κατόπιν στα Γρεβενά. Εκεί ήταν η μεγάλη απογοήτευση. 'Αγνοια, δεισιδαιμονία, αδιαφορία. 'Ανθρωπος δεν πατούσε στην εκκλησία. Θεέ μου, δος μου θάρρος. Αρχίζω να περιοδεύω από χωριό σε χωριό. Η ίδια κατάσταση. Περπατώντας τότε ολομόναχος σ' έναν ορεινό δρόμο, προς τα ψηλά της Πίνδου, συναντώ ένα τσοπάνο. -Μου δείχνεις, λέω, πώς να πάω στο τάδε χωριό; -Να σου δείξω, παππούλη. Από εκεί πάω κ' εγώ. Περπατούσαμε μιά ώρα μέσ' στο δάσος. Πάνω στην κουβέντα του λέω. -Διαβάζεις Ευαγγέλιο; -Διαβάζω. Αλλά προχθές, εκεί που 'μουνα σ' ένα χωριό, έπεσε στα χέρια μου ένα φυλλάδιο (Εμένα εννοείται δεν με ήξερε, ούτε του είπα ποιός είμαι). -Ποιό φυλλάδιο; λέω. -Μία “Σπίθα”. Τη διάβαζα όλη νύχτα κ' ευχαριστήθηκα. ('Ηταν η εποχή που μέσα στην Αθήνα μου σκίζανε τις “Σπίθες”, βάζανε φωτιά και τις καίγανε. Δεν του είπα βέβαια πως εγώ γράφω τη “Σπίθα”). Καταλαβαίνεις τίποτα απ' αυτά που διαβάζεις; το ρωτάω. Κι αρχίζει λοιπόν, εκεί μέσ' στο δάσος, και επί μισή ώρα μου έλεγε ολόκληρη τη “¨Σπίθα” απ' έξω.
Τί μυστήρια, Θεέ μου, λέω. Αξίζει κανείς να γράφει! Δεν το περίμενα. “Ιδών δε τον αδελφόν αυτόν έλαβα θάρρος”. Τράβα, Αυγουστίνε, το δρόμο σου, είπα, μην απογοητεύεσαι.
Ε´. Κάποτε κατέληξα στην Αθήνα (το 1951), άγνωστος εν μέσω των αγνώστων. Αρκετά αργότερα λοιπόν, γύρω στο 1962, όταν τελειώναμε την αίθουσα της οδού Ζωοδόχου Πηγής 44, περπατούσα μιά μέρα στενοχωρημένος κάπου προς την οδό Ερμού. Με πλησιάζει κάποιος εκεί και μου λέει. -Πάτερ, εγώ είμαι οικοδόμος και έρχομαι στα κηρύγματά σου. Βλέπω ότι σε λίγο η αίθουσα τελειώνει. Σε παρακαλώ λοιπόν να γράψεις εκεί ένα ρητό. -Ποιό ρητό; λέω. Χτίστης τώρα αυτός, μου λέει. -Γράψε από την Παλαιά Διαθήκη τα λόγια “'Εως του θανάτου αγώνισαι περί της αληθείας, και Κύριος ο Θεός πολεμήσει υπέρ σου (Σοφ. Σειρ. 4,28).
Οφείλω, αγαπητοί μου, να ευχαριστήσω το Θεό. Εργάζομαι 35 περίπου χρόνια στην πατρίδα μου. Ο Κύριος δεν με στέρησε της θείας του βοηθείας. Τον δοξάζω εκ βάθους καρδίας. Ευχαριστώ όμως και τους Χριστιανούς όλων των πόλεων και των Αθηνών, που μου συμπαραστάθηκαν. Αν σήμερα υπάρχω ως ιεροκήρυκας και επίσκοπος, το οφείλω σ' εσάς. Το πιστεύω ακραδάντως.
Το 1964 κινδύνευσα. Με είχαν διαγράψει, περίμεναν ν' αποθάνω να με σαβανώσουν. Εάν έζησα και είμαι επίσκοπος, το οφείλω στις προσευχές σας. Σεις με κρατήσατε στη ζωή.
'Ενας σοφός έλεγε. Δος μου ένα κήρυκα που πίσω του να προσεύχονται εκατό άνθρωποι, κι αυτός θα έχει ευλογία. Εσείς είστε τα φτερά μου, εσείς με βοηθήσατε. Γι' αυτό χίλια ευχαριστώ στην αγάπη και στην σταθερά συμπαράστασή σας.
Κάποιος μου φωνάζει. “Πάντα κοντά σου θά 'μαστε”. Μη το λέτε αυτό. Γιατί οι Χριστιανοί, που βγήκαν από τη Ρώμη και προϋπάντησαν τον αλυσόδετο απόστολο Παύλο, όταν ο Νέρων έτριξε τα δόντια, κανείς δεν πάτησε στη φυλακή, κ' έμεινε ο Παύλος μόνος! Κ' εσείς μην καυχάσθε, γιατί θά 'ρθει μέρα που κι εσείς οι θαρραλέοι μπορεί να εγκαταλείψετε τους εργάτες του Θεού. Και ο Πέτρος έλεγε, Είμαι έτοιμος να σ' ακολουθήσω μέχρι θανάτου, αλλά την ώρα της δοκιμασίας αρνήθηκε.
(+) επίσκοπος Αυγουστίνος
(μέρος μαγνητοφωνημένης ομιλίας που έγινε στην αίθουσα της οδ. Ζ. Πηγής 44 Αθηνών την Κυριακή 30-6-1968)
(Περιοδικό “ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ”, Μάίος – Ιούνιος 2019)