ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ

Ως γνωστό ο χριστιανισμός εμφανίσθηκε στο Ισραήλ όπου γεννήθηκε, έδρασε και σταυρώθηκε ο Χριστός μας. Μετά τη σταύρωση, την ανάσταση και την ανάληψη του Χριστού και μετά την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος την ημέρα της πεντηκοστής τη σκυτάλη της διαδόσεως της νέας πίστεως αναλαμβάνουν οι απόστολοι. Μετά τις πρώτες επιτυχίες του κηρύγματός τους αρχίζει η αντίδραση των φανατικών Ιουδαίων και μάλιστα της ηγεσίας τους με αποκορύφωμα των αντιδράσεών τους τον λιθοβολισμό του αγίου Στεφάνου. Μετά το θάνατο του αγίου Στεφάνου ξεσπά φοβερός διωγμός, ένεκα του οποίου, όλοι οι χριστιανοί φεύγουν από τα Ιεροσόλυμα εκτός των αποστόλων. Οι φυγάδες χριστιανοί αρχίζουν να κηρύττουν τον Χριστό σε Ιουδαία και Σαμάρεια, αργότερα δε, στη Φοινίκη, στην Κύπρο, και στην Αντιόχεια όπου για πρώτη φορά οι πιστοί ονομάζονται χριστιανοί. Έτσι το κήρυγμα ξεχύνεται πέραν του Ισραήλ και το 70 μ.Χ. όπου καταστρέφεται ολοκληρωτικά η Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους νέκρα πέφτει στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων.


Η ανάπτυξη του Χριστιανισμού και πάλι στα Ιεροσόλυμα αρχίζει τις αρχές του 4ου αιώνος με τον άγιο Κωνσταντίνο και την αγία Ελένη που αρχίζουν ανασκαφές για την εύρεση του τιμίου σταυρού, με το κτίσιμο μεγαλοπρεπών ναών από αυτούς, και με την εμφάνιση πλήθους μοναχών οι οποίοι ήρθαν να ασκηθούν στα μέρη που έζησε ο Κύριος μετά την κατάπαυση των διωγμών. Λόγω αυτής της επιβραδύνσεως της αναπτύξεως του χριστιανισμού, το Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων, είναι τελευταίο στη τάξη αν και ο χριστιανισμός πρωτοεμφανίσθηκε στο έδαφος του και οι απόστολοι, και μάλιστα οι κορυφαίοι, Πέτρος, Ιάκωβος, Ιωάννης, και Ιάκωβος ο αδελφόθεος, υπήρξαν οι ιδρυτές της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Λόγω της κακίας και της αλαζονείας των Ιουδαίων, το έθνος τους έχασε την ευλογία του χριστιανισμού και η χριστιανική Εκκλησία που αναπτύχθηκε στην πατρίδα τους είναι τελευταία τη τάξει.


Πολλά διδάγματα βγαίνουν και για τα υπόλοιπα σημερινά πατριαρχεία, αιρετικά και ορθόδοξα, που κόπτονται για πρωτεία και πρωτοκαθεδρίες. Ο Κύριος συνεχώς κινεί, κατά την Αποκάλυψη, τις λυχνίες των Εκκλησιών· και αφήνει να θυμόμαστε τα περασμένα μεγαλεία και να κλαίμε μήπως και μετανοήσουμε. Ο Θεός δεν δεσμεύεται από το ένδοξο και άγιο παρελθόν μας. Ένα πράγμα τον ελκύει η ορθή δόξα περί Θεού, η αρετή, και η ταπείνωσή μας. Εάν αυτά δεν υπάρχουν τα πάντα καταρρέουν και αφανίζονται.


Μετά την Παλαιστίνη την πρωτοκαθεδρία για τη διάδοση του χριστιανισμού και την εδραίωση και την ακμή του αναλαμβάνει η Μικρά Ασία. Ο απόστολος Παύλος κυρίως υπήρξε ο κήρυξ του χριστιανισμού στην Μικρά Ασία όπως βεβαίως και στη Κύπρο και στην κυρίως Ελλάδα. Ήταν Ιουδαίος ελληνιστής της διασποράς, νομοταγής όμως στην ιουδαϊκή παράδοση αφού περιετμήθη κατά την όγδοη μέρα από τη γέννησή του. Γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας δηλαδή στην νοτιοανατολική Μ. Ασία. Καταγόταν από την φυλή Βενιαμίν η οποία μαζί με τη φυλή του Ιούδα ήταν από τις πιο καθαρόαιμες φυλές των Ιουδαίων. Το εβραϊκό όνομά του ήταν Σαούλ επί το ελληνικώτερο Σαύλος ενώ το ρωμαϊκό του ήταν Παύλος καθότι ήταν και Ρωμαίος πολίτης.


Μητρική του γλώσσα ήταν τα ελληνικά· η γλώσσα της επιστήμης και της αυτοκρατορίας. Μη ξεχνάμε ότι και αυτή η προς Ρωμαίους επιστολή του, όπως και η προς Εβραίους, είναι γραμμένες στα ελληνικά. Το λεγόμενο ρωμαϊκό κράτος είχε πλήρως εξελληνισθεί. Ενώ υπέταξαν τους Έλληνες με τα όπλα οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες τους υπέταξαν με τον πολιτισμό τους. Κι αυτούς και την πολυεθνική αυτοκρατορία τους. Έτσι βλέπουμε ακόμη και οι συντηρητικοί και άκρως παραδοσιακοί Εβραίοι να παίρνουν ονόματα ελληνικά (Φίλιππος, Ανδρέας) ή να εξελληνίζουν τα δικά τους (Ιακώβ-Ιάκωβος, Συμεών-Σίμων, Ματαθά-Ματθαίος κλπ) Και η εγκύκλιος παιδεία του Παύλου ήταν ελληνική.


Ο Παύλος θα έμαθε εβραϊκά σπουδάζοντας την θεολογία παρά τους πόδας του Γαμαλιήλ ή ίσως και προηγουμένως. Ο Παύλος ήταν φανατικός Ιουδαίος αλλά όχι κακοήθης. Αγνοούσε την αλήθεια δεν τη διαστρέβλωνε όμως. Πέθανε μαρτυρικώς στη Ρώμη διά αποκεφαλισμού. Ονομάσθηκε «στόμα Χριστού». Χωρίς αυτόν ο χριστιανισμός θα ήταν μια ιουδαϊκή αίρεση. Ο Παύλος με τον Βαρνάβα κήρυξαν ένα χρόνο στην Αντιόχεια και μετά ονομάσθηκαν οι μαθητές χριστιανοί.


Οι 14 επιστολές του αποστόλου Παύλου αποτελούν το 28% της Καινής Διαθήκης. Από αυτές οι έξι- Εφεσίους, Γαλάτας, Κολασσαείς, Α΄ και Β΄ προς Τιμόθεον, προς Φιλήμονα- απευθύνονται σε μικρασιατικές πόλεις ή σε Μικρασιάτες. Οι άλλες έξι- Α΄ και Β΄ προς Θεσσαλονικείς, Α΄ και Β΄ προς Κορινθίους, Φιλιππησίους, Τίτο- απευθύνονται σε ελληνικές πόλεις και περιοχές.


Ο άλλος μεγάλος απόστολος, ο Πέτρος, ήταν γέννημα και θρέμμα της Παλαιστίνης και υπέρμαχος ως εκ τούτου των ιουδαϊκών εθίμων, χωρίς βέβαια να ζητά την αποκλειστικότητα του χριστιανισμού μόνο για τους ομοεθνείς του, ούτε να επιβάλει τα ιουδαϊκά έθιμα στους εθνικούς. Ήταν επικεφαλής της ιεραποστολής στους Εβραίους ενώ ο Παύλος επικεφαλής της ιεραποστολής στους εθνικούς. Οι επιστολές του απευθύνονται «εκλεκτοίς παρεπιδήμοις διασποράς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, Ασίας και Βιθυνίας» (πρβλ Α΄Πετρ.1,1 και Β΄Πετρ.3,1) και τις γράφει από την Αίγυπτο, όπου κατέφυγε η Εκκλησία της περιτομής μετά τον διωγμό των Ιεροσολύμων, για να στηρίξει τις Εκκλησίες της Μ. Ασίας που κινδύνευαν από τις αιρέσεις ενώ ο Παύλος είχε ήδη φονευθεί.


Η Αποκάλυψη, οι τρεις επιστολές του Ιωάννου, και η επιστολή του αδελφοθέου Ιούδα απευθύνονται και αυτές στις μικρασιατικές Εκκλησίες. Το ίδιο και το ευαγγέλιο του Ιωάννη. Βλέπουμε λοιπόν ότι ένα ευαγγέλιο, 6 επιστολές του Παύλου, οι 6 καθολικές επιστολές, και η Αποκάλυψη αφορούν χριστιανούς της Μ. Ασίας. Τα ευαγγέλια κατά Ματθαίον και κατά Μάρκον, οι επιστολές προς Εβραίους, και προς Ιάκωβον αφορούν Εβραίους χριστιανούς, το κατά Λουκά ευαγγέλιο απευθύνεται γενικά στους εξ εθνών χριστιανούς, και μόνο η προς Ρωμαίους αφορά χριστιανούς της Δύσεως και μάλιστα Εβραίους.


Από τις Οικουμενικές Συνόδους η Α΄ το 325μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας, η Γ΄ το 431μ.Χ. στην Έφεσο, η Δ΄ το 451μ. Χ. στην Χαλκηδόνα και Ζ΄ το 787μ.Χ. στη Νίκαια (4 συνολικά) συνεκλήθησαν επί μικρασιατικού εδάφους, ενώ η Β΄, Ε΄, και ΣΤ΄, συνεκλήθησαν το 381, 553, και 680 αντιστοίχως στην Κωνσταντινούπολη. Καμμία Οικουμενική Σύνοδος δεν συνεκλήθη στη Δύση.


Οι μεγάλοι πατέρες της Εκκλησίας και οι περισσότεροι άγιοι της υπήρξαν Μικρασιάτες. Οι εν χρήσει λειτουργίες του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Μ. Βασιλείου και η άγνωστη στους πολλούς, του Γρηγορίου του θεολόγου, γράφτηκαν από Μικρασιάτες. Οι ιστορικοί απαριθμούν 368 επωνύμους μάρτυρες και 24.580 ανωνύμους μάρτυρες.


«Η Μικρά Ασία ήταν τόπος λατρείας ασκήσεως και μαρτυρίου. Έχει καθαγιασθεί από την ευλάβεια και το πάθος χιλιάδων ασκητών, μαρτύρων και πατέρων. Οι Έλληνες μπορεί να φύγανε και οι ναοί να κλείσανε· είναι αδύνατο όμως να εξαλειφθεί η αγιότητα. Έχει ποτίσει τα χώματα. Έχει γίνει συστατικό στοιχείο του εδάφους. Πρέπει να σηκώσεις τα πάντα ακόμη και το χώμα για να καταφέρεις να εξαφανίσεις την παρουσία του χριστιανισμού». Οι χριστιανοί ως άνθρωποι έρχονται και παρέρχονται ή και βιαίως μετακινούνται. Όμως ο ιδρώτας, ο κόπος, τα δάκρυα, οι προσευχές, των ασκητών και των απλών χριστιανών, το αίμα των μαρτύρων, δεν χάνονται. Μένουν παντοτεινά. Ας ελπίσουμε και ας προσευχηθούμε εν μετανοία, η πρόρρηση της Αποκαλύψεως ότι θα κινηθούν οι λυχνίες των Εκκλησιών, να έχει πρόσκαιρο και προσωρινό χαρακτήρα.

 

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή