Κρίση! Μία βαθειά μύηση

Κρίση! Μία βαθειά μύηση

«Μεῖνον μεθ’ ἡμῶν, ὅτι πρός ἑσπέραν

ἐστί καί κέκλικεν ἡ ἡμέρα…»

(Λουκ. 24,29)

 

Όσο κι αν θεωρητικά ένας πολιτισμός έχει την πεποίθηση ότι προσφέρει και αναδημιουργεί· όσο και αν αγωνίζεται ποικίλοις τρόποις να αποδείξει την αξία του και την δύναμή του· εν τούτοις δεν θα μπορέσει ν’ αποφύγει να βρεθεί αντιμέτωπος με την σκληρή πραγματικότητα κάποιων ερωτημάτων, που ίσως ενοχλούν. Ερωτήματα που σχετίζονται με τον Θεό! Τον Ιησού Χριστό! Αλλά και με την δική του αμφίβολη ακεραιότητα και ανασφαλή υπόσταση.

Ο Χριστός είναι απόλυτα δεκτός και αγαπητός σ’ έναν πολιτισμό που λατρεύει τον Θεό. Όμως λαμβάνει την μορφή απειλητικής σκιάς στα ενδότερα ενός λαϊκίστικου πολιτισμού, που κάνει το παν για να τον αποφύγει. Το επιχειρεί δε αυτό με όπλα την νωθρότητα του υλισμού και την μαχητικότητα του αθεϊσμού.

Όμως πάντοτε, θεία δίκη, στην ιστορία ανοίγουν κάποια μεγάλα ρήγματα, λόγω ιδεολογικών σεισμικών δονήσεων, που κανένα σύστημα δεν μπορεί να τα γεμίσει. Οπότε οι πολλοί σιωπούν. Οι πρώην εύλαλοι ρήτορες της φλύαρης κενότητος χάνουν την μιλιά τους πίπτοντες του ρητορικού βήματος. Οι παντοειδείς σωτήρες αδυνατούν να δώσουν λύση. Ο μόνος που συνεχίζει να μιλάει στους ανθρώπους άνευ παύσεως, είναι ο Θεός. «Ἀπαγγείλατε Ἰωάννη ἅ ἀκούετε καί βλέπετε· τυφλοί ἀναβλέπουσι καί χωλοί περιπατοῦσι, λεπροί καθαρίζονται καί κωφοί ἀκούουσι, νεκροί ἐγείρονται καί πτωχοί εὐαγγελίζονται» (Ματ. 11,5).

Είναι καταφανέστατο ότι η ανθρώπινη μάζα, όταν απειλείται και κατακλύζεται από οδυνηρό φόβο, τότε επιθυμεί να ανακαλύψει ένα ασφαλές λιμάνι για τον λιμενισμό της ύπαρξής της. Ένα προπύργιο προστατευτικό ενάντια στη βία. Δοκιμάζοντας την φρίκη της ιστορίας και της ζωής, αναζητάει τρόπους για να αναγεννηθεί. Στρέφεται τότε προς σωτήρες οι οποίοι όμως σύντομα κατεβάζουν τα πρότερα ανυψούμενα «δυναμικά» χέρια «σωτηρίας», καθότι δεν δύνανται ούτε τους εαυτούς τους τούς ιδίους να σώσουν. Πολύ δε περαιτέρω την κοινωνία. Οπότε ο άνθρωπος έχει δύο επιλογές: Ή περιορίζεται στην άρση των προβλημάτων του μοιρολατρικά, γενόμενος πιο δυστυχής στην σκέψη, ότι το παράλογο θα καταβροχθίσει κόπους και σχέδια ολόκληρης ζωής ή θα δεχθεί πως η κρίση που περνάει, αποτελεί μία μύηση σε μία ανώτερη ύπαρξη στην οποία ο Θεός επιθυμεί να τον οδηγήσει.

Κάπως έτσι οδηγείται στην ψηλάφηση του Χριστού. Κάπως έτσι ξαναβρίσκει τον χαμένο δρόμο και αποκτά τα εφόδια να γίνει ένας νέος άνθρωπος. Γιατί, το να απαιτούμε από έναν πολιτισμό να ανθεί μόνος του, αποκομμένος από την θρησκεία, είναι σα να ζητάμε καρπούς χωρίς να υπάρχει το δέντρο. Έτσι η έλλειψη πνευματικού και ηθικού αγώνος που είναι συνέπεια της ελλείψεως πνευματικής ανατάσεως, κάνει τους ανθρώπους να γίνονται ολοένα και λιγώτερο άνθρωποι. Κάνει τους ανθρώπους άκαρπους, κάνει τον πολιτισμό μας λιγώτερο πολιτισμένο. Αποβαίνει ο ίδιος ο πολιτισμός μας ένας ελεεινός αποστάτης έναντι του Θεού. Κι όμως ο πολιτισμός πρέπει να βρίσκεται στην καρδιά των ανθρώπων, πουθενά αλλού. Οπότε, τότε, προσεταιρίζεται ευγενικά την ηθική· βαίνει προς την ηθική, καθιστάμενος εν τέλει ηθικός. Συμβαδίζει με τον Κύριο προς τους Εμμαούς, επιδιώκοντας την τελική αποκάλυψή του. Όμως σήμερα όλοι ζητούν τον Θεό και την αιώνιο ζωή στα «άκαρδα» άδυτα του μηδενισμού. Ο άνθρωπος εξόρισε την αμαρτία από την σκέψη του, από την γενικώτερη ζωή του, για να διευκολύνει την ίδια του την ζωή και βυθίστηκε όμως ύπουλα μέσα στην ίδια την ιδέα της αμαρτίας, δολοφονώντας ιταμά τις ηθικές προσταγές. Ως εκ τούτου εξαρθρωμένη η κοινωνία απόλυτα, με έκπτωτη την ηθική, τους ανθρώπους άπληστους, άδικους, υποταγμένους στον οίστρο της άλογης ισχύος, πανηγυρίζει για τον εκτοπισμό του Θεού· τον θάνατό του. Στην ουσία όμως έχει πεθάνει η ίδια η κοινωνία· ο ίδιος ο άνθρωπος.

Μιλάμε στις μέρες μας για την χρησιμότητα ή την επικινδυνότητα ποικίλων εμβολιασμών με στόχο την σωματική ευρωστία και σφριγηλότητα. Πάντοτε το σώμα στο προσκήνιο του συγκινητικού ενδιαφέροντος και της παντοειδούς μερίμνης. Κανείς όμως δεν μιλάει για ποικίλους «εμβολιασμούς» του παρελθόντος, της υλιστικής νοοτροπίας, μέσω των οποίων μπολιάστηκε όλος ο πλανήτης με το δηλητήριο του κακού και της απιστίας, οδηγούμενος ο άνθρωπος στα πνευματικά κάτεργα. Καταλήγοντας στον πνευματικό θάνατο. Όμως είναι σύνηθες φαινόμενο και μόνιμο πλέον από την δημιουργία του κόσμου, ο άνθρωπος βουλιαγμένος μέσα στην ύλη και απαρνούμενος του πνεύματος, να ενδιαφέρεται μόνο για την σωματική του ακεραιότητα· για να ζήσει και να ζει αιώνια. Αυτό άλλωστε, απόλυτα υποκριτικά όμως, ενσπείρουν σπάταλα οι ισχυροί της γης στα κατώτερα πνευματικά στρώματα της κοινωνίας: Ότι μεριμνούν για την σωματική ευρωστία και υπεροχή των ανθρώπων, έχοντας όμως την ίδια ώρα υποταγμένους ολόκληρους λαούς κάτω από την μπότα της πείνας, τη γενικευμένη ανέχεια και αθλιότητα, χρησιμοποιώντας τους ως ευτελή πειραματόζωα στα σατανικά πειράματά τους, δημιουργώντας παράλληλα ελεήμονες οργανισμούς, όπως η απατηλή UNICEF, που «αγωνίζονται» για τα φτωχά, υποσιτιζόμενα και υποανάπτυκτα παιδιά του 3ου κόσμου εν τῷ εικοστῷ πρώτῳ αἰώνι, σκεπάζοντας έτσι τα ασκέπαστα. Την ίδια ώρα όμως οι υποφαινόμενοι καλοζούν μέσα στην προκλητική χλιδή τους, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι των προοδευμένων κοινωνιών, γενόμενοι «σάρκες». Θα έλθει όμως η ώρα που θα ακουσθεί η φωνή Αβραάμ λέγουσα· «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες σύ τά ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου καί Λάζαρος ὁμοίως τά κακά· νῦν δέ ὧδε παρακαλεῖται, σύ δέ ὀδυνᾶσαι» (Λκ. 16,25).

Την ίδια ώρα απομακρυνόμενοι οι άνθρωποι από την πηγή του Θεού, χωρίς συντροφιά τον ίδιο τον Θεό, ψάχνουν για αναψυχή καθώς «μεταξύ ἡμῶν καί ὑμῶν χάσμα ἐστήρικται μέγα».

Κι όμως ο Θεός περιπατεί δίπλα σε όλους, πλάι στον κάθε άνθρωπο, όπως συμπορεύθηκε με τους δύο μαθητές προς Εμμαούς, αλλά εμείς οι σύγχρονοι ποτέ δεν φθάνουμε σ’ αυτόν και στην αναγνώριση του αληθινού Θεού. Γιατί, ενώ μας πρόσφερε την ίαση στα μάτια μας, εμείς συνεχίζουμε και «βλέπουμε τους ανθρώπους, όμως σαν δένδρα που περπατούν» (Μαρ. 8,24), γιατί η πίστη μας μικρή, οπότε και η ίαση μερική. Έτσι λοιπόν γινόμαστε ολονέν πιο ψυχροί, πιο αδιάφοροι για την ηθική πτώση μας και τον στραγγαλισμό της δικαιοσύνης, μπροστά στον διωγμό κάθε αθώου. Ο πιο «αθώος» δε που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρξει είναι η έμφυτη, πηγαία, αγνή και άδολη πίστη του ανθρώπου προς τον τριαδικό Θεό. Κι όμως αυτή διώχθηκε ανηλεώς και διώκεται εγκληματικά από τους άνομους. Τα άπιστα σκυλιά και ιδία «τους βασιλικούς κύνες», από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια ακόμη.

Έχει αναφερθεί στο παρελθόν, ότι το μεγαλύτερο έγκλημα στον κόσμο είναι να καταστρέψει κάποιος το παιχνίδι ενός παιδιού. Έτσι λοιπόν, είχε η φτωχή κοινωνία μας ένα «παιχνίδι» που την έκανε πλούσια και ονομαζόταν πίστη στον Ναζωραίο. Ήλθε ξάφνου ο βιαστής που ακούει στο όνομα αθεΐα και βιάζοντας ανωμάλως την ανθρωπότητα, αφήρεσε προκλητικά την παρθενία του ιερού αυτού παιχνιδιού, οδηγώντας τον πλανήτη σε μια παράξενη προσφυγιά. Μυριάδες πλέον οι ξεριζωμένοι από την πνευματική πατρίδα, την θρησκεία του Ιησού. Στην θέση αυτού, τα περίοπτα είδωλα. Οι χρυσοί μόσχοι, ξεδιάντροπα και άκρως βλάσφημα, κάτω από το θεϊκό όρος. Αντί του μάννα χολή και αντί του ύδατος όξος. Χρήμα, δόξα, καλοπέραση, ηδονή. Τα αιώνια είδωλα. Όμως ο πανδαμάτωρ χρόνος παλεύει και πολεμάει τους πάντες. Προπάντων φθείρει την ύλη. Έτσι αρχίζουν και γκρεμίζονται τα πάντα. Προπάντων τα είδωλα, γιατί είναι εξαιρετικά ψεύτικα και χοϊκά. Το παράδοξο δε είναι, ότι τα γκρεμίζει ο ίδιος ο δημιουργός τους. Ο πανθεϊσμός, με τον «άσπλαχνο» γονικό τρόπο του. Όπως ακριβώς ο Κρόνος έτρωγε τα παιδιά του. Αυτός που επιβουλεύεται τον πραγματικό Θεό, αυτός ο ίδιος επιβουλεύεται και τον εαυτό του με τα άνομα τεχνάσματα που θέτει σε εφαρμογή, αλλά αυτά κάποια στιγμή γυρνούν πάνω του τιμωρητικά. Γιατί μπορεί μέσω του κορωνοϊού να επεδίωξαν να πλήξουν και την Εκκλησία, μέσω ποικίλων μεθοδεύσεων, κατ’ ουσίαν όμως αυτοπυροβολήθηκαν οι ίδιοι οι εκτοξευτές και φανερώθηκαν τα έργα τους. Προπάντων όμως πυρπολήθηκαν οι ιδιοκτησίες τους, «οι γεμάτες αποθήκες από θησαυρούς». Χτυπήθηκε η ίδια η αμαρτία, λαβώθηκε η ειδωλολατρική έπαρση, ενώ ταυτοχρόνως καθαρίστηκε η Εκκλησία από τους ψευδοχριστιανούς και απολυμάνθηκε από όλους αυτούς που την μόλυναν χρόνια με την υποκριτική τους παρουσία και συμμετοχή. Έτσι οι εν λόγω, οι κατ’ ουσίαν αλλότριοι προς την πίστη, ξέμειναν να καμαρώνουν εξουσιαστικά λόγω αξιωμάτων, αλλά μόνοι τους. Ολομόναχοι μέσα στον πλούτο της δυνάμεώς τους. Μέσα στην μη αποδεκτή πλέον διακυβέρνησή τους. Η μόνη συντροφιά, η εναπομείνασα βυζαντινή δόξα μέσα «στα χρυσοποίκιλτα και άκρως εντυπωσιακά ενδύματα» των αυτοκρατόρων και των πατριαρχών.

Όμως όταν στην καρδιά του ανθρώπου αρχίζουν και γκρεμίζονται τα είδωλα που στήνει η εκάστοτε άρνηση, μένει ελεύθερος ο τόπος για τον Θεό. Όταν ο άνθρωπος δοκιμάσει μεγάλες απογοητεύσεις, όταν χάσει την συναίσθηση των δυνάμεων που δίνουν τα υλικά πράγματα ή χάσει το αντικείμενο της στοργής του, τότε καθώς μένει απογυμνωμένος, έρχεται το άγιο Πνεύμα να τον ντύσει, να τον προστατέψει από το κρύο της αθεΐας και την γύμνια των ειδώλων. Κάπως έτσι πέφτουν τα λέπια από τα μάτια του, που τον κρατούν πνευματικά τυφλό και ενώ ήταν τυφλός αναβλέπει. «Τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω» (Ιω. 9,25). Ειδικά όταν το κανονίδι σείσει τη γη, οι σεισμοί γκρεμίσουν τα βλάσφημα έργα του αποστάτη πολιτισμού και τις αποθήκες των πλουσίων που σκόπευαν να τις αναδομήσουν, οι πλημμύρες αποκαθάρουν την ηθική κόπρο του «εκσυγχρονισμού» και οι φωτιές αποστειρώσουν τις μολυσματικές εστίες των ηθικών μικροβίων, τότε καμία επιστήμη και καμία τεχνική πρόοδος δεν μπορεί να συνδράμει τις αδύναμες και πονεμένες ψυχές. Τότε απαιτείται κάποια άλλη υπεργήινη συμπαράσταση. Τότε άλλοι ψάχνουν τον Χριστό να περπατήσουν μαζί του για να εμψυχωθούν προς τους Εμμαούς της δικής τους αποκάλυψης, άλλοι επιθυμούν να γιατρευτούν από τις αφόρητες ψυχικές ασθένειες, άλλοι ρωτούν μέσα στην απορία τους· «Σύ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἤ ἕτερον προσδοκῶμεν;» (Ματ. 11,3). Έτεροι περιχαρείς αναφωνούν «εὑρήκαμεν Ἰησοῦν» (Ιω. 1,46), άλλος «ἑώρακα τόν Κύριο» (Ιω. 20,18). Κάποιοι δύσπιστοι όμως για να βεβαιωθούν παρακαλούν και λένε «Κύριε ἄν εἶσαι ἐσύ, δῶσε μου ἐντολή νά περπατήσω στά νερά» (Ματ. 14,28). Την ίδια ώρα κάποιος ανιχνευτής του πνεύματος ρωτάει με απορία «Ποιός εἶσαι Κύριε;» (Πραξ. 9,5). Όμως οι πραγματικοί νικητές, αν και αιχμάλωτοι της αγάπης του Χριστού, αναφωνούν «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου» (Ιω. 20,28), «Σύ εἶσαι ὁ Μεσσίας ὁ Υιός τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ» (Ματ. 16,16). Τέλος όλοι αυτοί οι τολμηροί και άκρως ριψοκίνδυνοι, με προϋπόθεση όμως την απόλυτη καθαρότητα της καρδιάς, που ετοιμάζονται να αναβούν προς τον πατέρα, αναφωνούν μέσα στην έκστασή τους· «Ἰδού θεωρῶ τούς οὐρανούς ἀνεωγμένους καί τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ ἑστῶτα» (Πραξ. 7,56).

Έτσι λοιπόν η κάθε κρίση της κοινωνίας και της κάθε εποχής· η κάθε διατάραξη της ομαλής πορείας, η κάθε κακή λειτουργία, είτε πρόκειται περί ενεργειακής κρίσης, είτε οικονομικής, είτε αξιών και θεσμών, είτε απελευθέρωση από τις αιώνιες αξίες της χριστιανικής πίστης, η κάθε κρίση οδηγεί στο άγχος που αποτελεί μία ιδιόρρυθμη μορφή αθεϊσμού και ασθενείας της εποχής. Δεν παύει όμως να αποτελεί ένα ερέθισμα με βαθύ νόημα. Οπότε ανάλογα με τα ενδότερα αποθέματα της κάθε ανθρώπινης ψυχής ή οδηγεί στην απελπισία που είναι η αιμορραγία της ψυχής ή το ευτυχέστερο οδηγεί στην αναζήτηση του Σωτήρος Χριστού «ακούγοντας και βλέποντας τα γενόμενα» (Ματ. 11,4). Οπότε περιχαρείς αναφωνούμε σαν τον Φίλιππο· «εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τόν υἱόν τοῦ Ἰωσήφ τόν ἀπό Ναζαρέτ» (Ιω. 1,47). Το μόνο που απομένει είναι· «Κύριε καλόν ἐστιν ὧδε μεῖναι».

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή