Μήπως είναι ώρα να επιστρέψει ο Θεός;

«Από την στιγμή τούτη αρχίζει μία νέα ιστορία»

ΓΚΑΙΤΕ

Ζοφερή η κατάσταση που προέκυψε από την επιλογή του συγχρόνου ανθρώπου να ζήσει, να προοδεύσει και να μεγαλουργήσει χωρίς Θεό, επιλέγοντας τον δρόμο της αρνήσεως και της αποστασίας.

Οι ισχυροί πορεύονται σαν να μην υπάρχει Θεός και από πίσω ακολουθούν τα ανθρώπινα κοπάδια. Κοπάδια βουλιαγμένα στον βούρκο της ασωτίας, της φιλαργυρίας, της ακολασίας, της αναισθησίας και προπάντων της ανιάτου πωρώσεως. Όπως ακριβώς τα θέλουν…

Τα ευγενή αισθήματα παραγκωνισμένα, καθότι προξενούν παραισθησιογόνα έντονη τοξικότητα, επιβλαβή για τον κοινωνικό οργανισμό.

Οι σύγχρονοι άνθρωποι δεν σκέπτονται πια, άλλοι σκέπτονται γι’ αυτούς. Δεν μιλούν πια, άλλοι μιλούν γι’ αυτούς. Δεν εκλέγουν πια, άλλοι εκλέγουν γι’ αυτούς.

Όλες οι δαιμονικές δυνάμεις έσπασαν τα δεσμά τους και ξεχύθηκαν μέσα στον αφηνιασμένο κόσμο κυριεύοντας τις αισθήσεις μας, τον νου μας και την ψυχή μας με κύριο αποτέλεσμα το ηθικό αδιέξοδο.

Τα πνευματικά οδοφράγματα υποτυπώδη έως ανύπαρκτα, γιατί οι εναπομείναντες φύλακες «φωνή βοῶσα ἐν τῇ ἐρήμῳ», αλλά και σκληρά προδομένοι από τις ηγεσίες τους, με σπασμένα τα φτερά της ψυχής, έχουν ταμπουρωθεί στο όρυγμα της οικογενείας τους, δίνοντας σαν ηρωικοί ακρίτες έναν αιματηρό αγώνα «μέχρις ἐσχάτων» προς διάσωση του εναπομείναντος ισχυρού οχυρού της κοινωνίας, αντιμετωπίζοντες όμως λυσσαλέα, την ανεξέλεγκτη προέλαση της πληθωρικής αμφισβητήσεως.

Της αμφισβητήσεως πάντων των οσίων και ιερών και της προβολής και υμνήσεως της θεάς ύλης. Της αμφισβητήσεως που το λιθάρι έθεσε ο απόστολος Θωμάς. Αυτός που μετά την ανάσταση, ζητάει ν’ αντικρύσει στα χέρια του Κυρίου «τόν τύπον τῶν ἥλων» και να βάλει το χέρι του στην πλευρά του και αμέσως μετά όμως ν’ αναφωνήσει «Ὁ Κύριος μου καί ὁ Θεός μου». Στην πλευρά του Κυρίου, που μόνο η λόγχη την είχε αγγίξει. Ο άγιος με την αμφιβολία, αλλά και το πύρινο πνεύμα και την αγωνιστική φλόγα, που νωρίτερα είχε παρακινήσει τους υπολοίπους αποστόλους «ἄγωμεν καί ἡμεῖς ἵνα ἀποθάνωμεν μετ’ αὐτοῦ» (Ιω. 11,16).

Μήπως τελικά και η σύγχρονη φλύαρη αμφισβήτηση είναι μία υποκριτική, επιπόλαια συμπεριφορά και αντίδραση για να «πειθαρχήσουν» κάποιοι στην μόδα της αθεΐας, μιας μόδας ξεπερασμένης και απόλυτα καταδικασμένης εκ των πραγμάτων; Γιατί όταν πλησιάζουν δύσκολες ώρες στην ζωή και ο πόνος κτυπά την πόρτα, μία αρρώστια, ένας θάνατος, μία εσωτερική αναστάτωση, ένας ψυχικός συγκλονισμός, ένας πόλεμος, μία οικονομική κρίση, τότε ξεσκεπάζεται στον άνθρωπο η τρομερή και ανεπαρκής «δύναμη» - αδυναμία του και αποκαλύπτεται η εσχάτη πλάνη την οποία βιώνει.

Γιατί τότε ο κόσμος ο στηριγμένος στον κόσμο, ο άνθρωπος ο χυτευμένος στο είδωλό του, αντιλαμβάνεται την προκλητική γύμνια της πτώσεώς του, ιδία της εσωτερικής και κατ’ επέκταση την απουσία του αληθινού Θεού.

Γιατί τότε συνειδητοποιεί την ορφάνια του μακριά από την λυτρωτική πίστη. Γι’ αυτήν την πίστη που έγραψε ο Τολστόι, ότι είναι η ΔΥΝΑΜΗ της ζωής και δεν μπορεί ΚΑΝΕΙΣ να ζήσει χωρίς ΠΙΣΤΗ!

Γι’ αυτό ενώ έχουμε τα ΠΑΝΤΑ, μας λείπει η πραγματική ευτυχία, με την ανησυχία να διογκούται ανησυχητικά, την αγωνία να μας κερνά την στυφή γεύση της και την αβεβαιότητα να μας χτυπάει σαν χταπόδι στα βράχια της δικής μας αμφισβητήσεως.

Αυτή η στιγμή όμως είναι πρόσφορη, να ληφθεί η θαρραλέα απόφαση του γκρεμίσματος των ειδώλων, που στήνει η σύγχρονη απατηλή άρνηση στην καρδιά του ανθρώπου.

Έτσι θα μείνει ελεύθερος τόπος για τον αληθινό Θεό.

«Όταν οι ημίθεοι φεύγουν, οι Θεοί έρχονται» είπε ο Έμερσον.

Εκείνη ακριβώς την στιγμή γεννιέται το ερώτημα:

«Μήπως είναι ώρα να επιστρέψει ο Θεός στην ζωή μας;».

Το ερώτημα αυτό συμπαρασύρει και ένα άλλο αρρήκτως συνδεδεμένο με το πρότερο:

«Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;»

Μα γιατί; Έφυγε ποτέ ο Θεός μακριά μας από μόνος του, από δική του θέληση και επιλογή; Μήπως εμείς του υποδείξαμε τον δρόμο της φυγής μέσα στην εξορία της περιφρονήσεως της λήθης και της εκδικήσεως από την απόλυτα διεφθαρμένη ψυχή μας; Επειδή δεν κατορθώσαμε κατόπιν διαβολής υποδείξεως να τον νικήσουμε σφετεριζόμενοι την ουράνια θέση του; Εκείνος διακριτικά, σεβόμενος την ελευθερία μας απεσύρθη μέσα στην πίκρα του για το απείθαρχο παιδί του και επέλεξε προσωρινό τόπο διαμονής το όρος Σινά. Όρος απρόσιτο για τον άνθρωπο, καθότι απρόσιτη και αφιλόξενη ήταν και είναι η καρδιά του για τον ίδιο τον καρδιογνώστη πατέρα του και δημιουργό του. Παρ’ όλα αυτά ο Θεός θέλησε ο ίδιος να προσεγγίσει το ανυπότακτο παιδί του «σκύβοντας» χαμηλά. Τόσο χαμηλά, που έφτασε πλάι του και ανέβηκε στον Γολγοθά σταυρούμενος ως κοινότατος κακούργος, για να τον αντικρίζει η ηθική κοινωνία. Η πρώτη και εσχάτη προσφορά του πατέρα προς το παιδί του· του αχθοφόρου της ανθρωπίνης αμαρτίας. Ο άνθρωπος όμως και πάλι σκληρός και ασυγκίνητος, με τον εγωισμό του πληγωμένο από μία ακόμη πατρική συμβουλή: «Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν».

Το αποτέλεσμα; Μία επιπρόσθετη παρακοή… Καταφαγόντες την πατρική περιουσία «εἰς χώραν μακράν», και κατασπαταλήσαντες όλα τα δωρηθέντα τάλαντα, καταντήσαμε να κλαίμε την αδικαιολόγητη κατάντια μας.

Πού; «Ἑπί τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος, ἐκεί ἐκαθίσαμεν καί ἐκλαύσαμεν ἐν τῷ μνησθῆναι ἡμᾶς τῆς Σιών». Αυτό το μνησθήναι, αποτελεί τον εφιαλτικό έλεγχο της ανθρωπίνης συνειδήσεως, σ’ όλη την επί γης πορεία του ανθρώπου. Ένας έλεγχος που κυνηγάει τα αμαρτωλά χνάρια του ανθρώπου μέσα στην φυγή του, στην απομάκρυνση και στην άρνηση της αιωνίου πατρίδος. Όσο γλυκά όμως και αν είναι «τα ξυλοκέρατα» στην γεύση, δεν μπορούν να τονώσουν την δυστυχία μας. Το κενό της ψυχής μέγα. Μόνο η αναζήτηση του θείου μάνα και η αλήθεια του Θεού, μπορεί να μας οδηγήσει στην ποθητή Ιθάκη. Μόνο αν ταΐσουμε την ψυχή με το ανάλογο ψωμί και την ποτίσουμε με το υγιές νερό θα ξεφύγουμε από την βρωμερή απάτη της υλιστικής θεωρήσεως που κορωνίδα έχει το σώμα.

Η προτεραιότητα στις ανάγκες της ψυχής μας και η εγκατάλειψη της υλοφροσύνης μπορεί να μας επαναφέρει στην πρωταρχική ζηλευτή θέση του Παραδείσου.

Γιατί έχει και το πνεύμα τις απαιτήσεις του: πνευματική ανάταση, προσευχή, μελέτη του θεϊκού λόγου και μετοχή στα μυστήρια της εκκλησίας. Αυτά αποτελούν την τροφή του…

Με καρδιά νεκρή και πνεύμα ναρκωμένο, μη περιμένουμε ν’ αντικρύσουμε το πνεύμα του Θεού. Η υπόδικη φυγή μας λόγω πνευματικής λιποταξίας, πρέπει κάποια στιγμή να σταματήσει. Δεν ωφελεί… Η πράξη μας χρήζει εκδικάσεως. Η αθώωσή μας είναι βεβαία, μόνο κατόπιν δικής μας επιστροφής κοντά στον εξόριστο Θεό και κατόπιν απαντήσεως αποφασιστικής μεταμελείας στο ερώτημα: «Θέλεις ὑγιής γενέσθαι;»

Έτσι θα εξασφαλίσουμε τη γαλήνη στην τρικυμιώδη ζωή μας και τη δροσιά στις κατάξερες ψυχές μας.

«Καί γένετο γαλήνη μεγάλη» (Ματ. 8, 26).

 

Αρίσταρχος

 

Κορυφή