Εκείνοι που επιχειρούν στις ημέρες μας την αναθεώρηση της ιστορίας, ιδιαίτερα των χρόνων της τουρκοκρατίας, διακατέχονται από την αντίληψη ότι ο οθωμανικός ζυγός υπήρξε σχετικά ελαφρύς και ότι οι κατακτητές σεβάστηκαν τόσο την πίστη των σκλαβωμένων, όσο και το δικαίωμα τους για μάθηση. Και ασφαλώς δεν αναφέρομαι σε Τούρκους ή ανθέλληνες ιστορικούς, αλλά σε άλλους ελληνικής ιθαγένειας και μάλιστα κατέχοντες υψηλούς θώκους! Χωρίς να κρύβουν όλοι αυτοί το αντιεκκλησιαστικό τους μένος επιχειρούν την ελαχιστοποίηση της προσφοράς της Εκκλησίας στο Γένος και μεγαλοποιούν τις όποιες αστοχίες κληρικών της, προκειμένου να πλανήσουν τη νέα γενιά και να την οδηγήσουν μακριά από την Εκκλησία.
Για τους πρώιμους εξισλαμισμούς διαθέτουμε ελάχιστα στοιχεία από πηγές. Από αυτά συνάγεται ότι αλλού αυτοί έγιναν από ιδιοτέλεια των κατακτημένων και αλλού ήταν προϊόν θρησκευτικού φανατισμού των χοτζάδων. Με την πάροδο του χρόνου διαπιστώνεται ότι οι εξισλαμισμοί οφείλονταν στην κάμψη του φρονήματος των υποδούλων, υπό τις δεινές συνθήκες κάτω από τις οποίες ο κατακτητής είχε επιβάλει να ζουν. Στο πρώτο τέταρτο του 17ου αιώνα ο Ιταλός περιηγητής Montealbanoέγραφε ότι υπήρχε φόβος μέσα σε δέκα χρόνια να γίνουν μουσουλμάνοι όλοι οι χριστιανοί της Αλβανίας. Και όπως μας πληροφορούν κάποιες πηγές οι εξισλαμιζόμενοι, σε πολλές περιπτώσεις, γίνονταν οι αγριότεροι διώκτες των συμφυλετών τους που παρέμεναν εδραίοι στην πατρογονική πίστη.
Αυτή ήταν η κατάσταση, όταν ο μοναχός Κοσμάς από το Μέγα Δένδρο της Αιτωλίας έλαβε την απόφαση να εξέλθει από το Άγιον Όρος και να στηρίξει τους υποδούλους αδελφούς του. Ο Κοσμάς είχε μάθει κάποια γράμματα στην Αθωνιάδα, όχι βέβαια τόσα, ώστε να φθάσει τον δάσκαλό του Ευγένιο Βούλγαρι. Για τον δεύτερο οι οπαδοί του διαφωτισμού έχουν γράψει πραγματείες επί πραγματιών, καθώς έχει να μας δείξει σπουδές στην Εσπερία. Με τον πρώτο δεν ασχολούνται σχεδόν καθόλου ή περιορίζονται σε κάποια φτωχά λόγια αποκαλώντας τον πατροΚοσμά. Και όμως η Εκκλησία μας τον Κοσμά ανέδειξε άγιο. Και όταν γράφουμε για Εκκλησία εννοούμε κλήρος και λαός μαζί. Ενώ η επίσημη ανακήρυξή του σε άγιο έγινε από το Πατριαρχείο μόλις το 1961, σώζονταν ενθυμήσεις σε λειτουργικά βιβλία με χρονολογία προ του μαρτυρίου του (1779), στις οποίες ο Κοσμάς χαρακτηριζόταν άγιος. Και εκεί ψηλά στη Σαμαρίνα, κατά την αγιογράφηση του ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1819), του γνωστού λόγω του πεύκου που θάλλει στη σκεπή του Ιερού, το εκκλησιαστικό συμβούλιο ανέθεσε σε εντόπιο αγιογράφο να ετοιμάσει και εικόνα του αγίου Κοσμά.
Κάποιοι παντελώς άγευστοι πνευματικότητας επιχείρησαν να προβάλουν τον άγιο ως εθνικό αφυπνιστή. Ο άνθρωπος ρέπει διαχρονικά προς την υλική δύναμη. Έτσι αδυνατεί να κατανοήσει ότι πρώτος και ίσως μοναδικός στόχος του αγίου ήταν να εξημερώσει το υπόδουλο Γένος, το οποίο είχε πλήρως εξαγριωθεί, κατά έκφραση του ιδίου. Και πίστευε ακράδαντα ο άγιος ότι αυτό μπορούσε να συμβεί μόνο με τη χάρη εκ των Μυστηρίων της Εκκλησίας. Βέβαια αυτά είναι “ψιλά γράμματα” για τους υλιστές του διαφωτισμού, γι’ αυτό στέκουν ανήμποροι να κατανοήσουν την ακατανίκητη έλξη που ασκούσε ο ταπεινός καλόγερος στον λαό μας. Αυτοί σήμερα με μύριες προσκλήσεις αδυνατούν να καλύψουν τα καθίσματα μικρών αιθουσών παρά τους τίτλους που διαθέτουν. Και φυσικό είναι να έχουν και κάποιον λόγο θετικό να πουν για τον άγιο περιφρονώντας τόσους άλλους αγίους που δεν έλαβαν την απόφαση να αφήσουν την ησυχία του Αγίου Όρους (ο όρος με την πνευματική έννοια) και να εξέλθουν και αυτοί στον κόσμο.
Το κήρυγμα του αγίου Κοσμά συνετέλεσε τα μέγιστα στην ανάσχεση του ρεύματος των εξισλαμισμών στις περιοχές που αυτός περιόδευσε. Η απλότητά του, η ανιδιοτέλειά του, η αγάπη του για τον πάσχοντα συνάνθρωπό του και ο μαρτυρικός, τέλος, θάνατός του εκτιμήθηκαν από τον λαό, ο οποίος διατηρούσε άσβεστη τη μνήμη του ώς τα μέσα του 20ου αιώνα, δηλαδή ώς τότε που αυτός διέθετε δυνάμεις αντίστασης κατά του βίαιου εκδυτικισμού που επιχειρούσε η δοτή εξουσία σε αγαστή συνεργασία με τη διανόηση, άσχετα αν στα μάτια του λαού επιχειρούσαν συχνά να προβάλλουν μια επίπλαστη αντιπαλότητα. Οι ιδειολογίες υπήρξαν στο σύνολό τους συλλήψεις του δυτικού αντιπνευματικού “πνεύματος”, γι’ αυτό και εχθρικές προς το Ευαγγέλιο του Χριστού, το οποίο κήρυξε ο άγιος Κοσμάς στον πονεμένο λαός μας.
Ο άγιος πέρα από τον μεγάλο αριθμό σχολείων (210 Ελληνικών και 1100 Κοινών), στην ίδρυση των οποίων παρακίνησε τους προκρίτους των οικισμών να προβούν, συνέβαλε στην κατανόηση των Μυστηρίων της Εκκλησίας και στην ορθή τέλεσή τους. Βρέθηκαν ποσά για να καλύψουν την αγορά 4.000 κολυμβηθρών και 500.000 σταυρών και κομποσκοινίων. Βέβαια αυτά τα δείγματα της λαϊκής ευσέβειας πολλοί ξένοι περιηγητές τα χαρακτήριζαν δεισιδαιμονίες της Ανατολής και την ίδια άποψη έχουν οι “φωτισμένοι” δικοί μας. Όμως με το σταυρουδάκι ως φυλακτό ξεπροβοδούσε μάνα και γυναίκα τον πολεμιστή ώς το τελευταίο έπος που έγραψαν Έλληνες. Σήμερα ο ορθολογισμός φαίνεται να έχει τσακίσει την πίστη. Ας μας δείξουν λοιπόν κάποια επιτυχία του Γένους μας μετά την απαλλαγή μας από τις δεισιδαιμονίες του παρελθόντος.
Ευτυχώς που το λαϊκό αισθητήριο διατηρείται ακόμη υγιές σε κάποιο βαθμό. Το μαρτυρεί ότι ο λαός μας έχει ήδη σιωπηλά ανακηρύξει σε αγίους τις οσιακές μορφές των ασκητών Παϊσίου και Πορφυρίου. Και πόσο οδυνώνται οι κατέχοντες, ελέω υποτέλειας προς τη δυτική σκέψη, πανεπιστημιακές έδρες. Ο λαός δεν θα τους αναγνωρίσει ποτέ, όση προσπάθεια και αν κάνουν για να τον σύρουν στον εκφυλισμό. Απεναντίας θα αναζητά τη γνησιότητα σ’ εκείνους που έκαναν στον βίο τους τη μεγάλη υπέρβαση: Να περιφρονήσουν ότι ο Κόσμος θεωρεί σπουδαίο και σημαντικό!
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ