Ἕνας ἀπόστολος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας
τοῦ κ. Νικολάου Δακορώνια
Ὁ μοναχὸς Χριστοφόρος Παναγιωτόπουλος ἢ Παπουλάκος εἶναι ἕνας σύγχρονος ἀπόστολος τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας. Παρὰ ταῦτα ἡ μορφὴ καὶ ἡ δράση του ἐπὶ ἑκατὸν πενήντα καὶ πλέον χρόνια τελοῦσε ὑπὸ ἀμφισβήτηση καὶ παρεξήγηση μέσα στὴν τεχνητὴ ὁμίχλη, τὴν ὁποία εἶχαν δημιουργήσει ἡ κακία καὶ ἡ ἀντινομίες τῆς ἐποχῆς του, καὶ μόλις στὶς μέρες μας ἀποκαταστάθηκε μὲ ὅλη του τὴ λαμπρότητα.
Στὴν ἐποχή του, ὁρισμένοι ἀπὸ σύγχυση ἢ ἐμπάθεια τὸν ἀποκάλεσαν ἀγύρτη, τὸ ἐπίσημο κράτος τὸν συνέλαβε καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος, ὑπὸ τὴν πίεση τῆς ἐξουσίας, τὸν περιόρισε διὰ βίου στὶς Μονὲς τῆς Θήρας καὶ τῆς Ἄνδρου. Ἀλλὰ ὁ λαὸς ἀπὸ γενιὰ σὲ γενιά, σὰν μέσα σὲ θρύλο, μὲ εὐλάβεια καὶ σεβασμὸ στὴ μνήμη του διατήρησε τὴν ἱστορία του, τὴ φήμη καὶ τὰ σημεῖα του. Ἔτσι, τώρα ποὺ ὁ χρόνος τὸν ἀπομάκρυνε ἀπὸ τὶς σύγχρονες περιστάσεις, μποροῦμε νὰ τὸν δοῦμε καὶ νὰ τὸν κρίνουμε καλύτερα.
Ὁ Χριστοφόρος Παπoυλάκoς ἢ Παπουλάκης γεννήθηκε τὸ 1770 στὸ χωριὸ Ἄρμπουνα τοῦ δήμου Κλειτορίας τῶν Καλαβρύτων. Μετέρχονταν τὸ οἰκογενειακὸ ἐπάγγελμα τοῦ κρεοπώλη. Ἦταν ἄνθρωπος φιλήσυχος καὶ δίκαιος. Σὲ ὥριμη ἡλικία βλέπει κάποιο οὐράνιο σημεῖο κοντὰ στὸ σπίτι, ἐκεῖ ποὺ κατοικοῦσε. Δὲν γνωρίζουμε τί ἦταν ἀκριβῶς. Δέχεται τὴν προσταγὴ νὰ ἀφιερωθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Χριστὸ ὡς κήρυκας - μοναχός. Ἀμέσως χτίζει πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὸ χωριὸ του τὴ σκήτη του, τὴ «Κοίμηση τῆς Θεοτόκου». Ἦταν ἄνθρωπος ἁπλός, ἀπαίδευτος καὶ οἱ γνώσεις του περιορίζονταν στὶς στοιχειώδεις γραμματικὲς γνώσεις. Ὡς ἐκ τούτου δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κατακτήσει κάποια ὑπεύθυνη θέση στὸν ἀνώτατο κλῆρο. Εἶχε ὅμως τὴν τύχη νὰ ζήσει στὴν πιὸ ἔντονη περίοδο τοῦ Ἔθνους μας. Συμμετεῖχε στὴ μεγάλη προετοιμασία καὶ στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἑλλάδος ἀπὸ τὸ μακρόχρονο ὀθωμανικὸ ζυγό.
Ἔτσι ζυμώθηκε μὲ τὰ ἐθνικὰ νάματα καὶ τὴν πνευματικότητα, ποὺ ἀπορρέουν ἀπὸ τὴ μακραίωνη παράδοσή μας. Ὅταν οἱ Βαυαροὶ καὶ τὰ ὄργανά τους θέλησαν νὰ ἀλλοιώσουν τὸ ἑλληνορθόδοξο πνεῦμα μὲ ἀπαράδεκτες καὶ ὕποπτες καινοτομίες, ὁ Χριστοφόρος τέθηκε ἐπικεφαλῆς στὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία. Μαζί του λόγιοι ρασοφόροι τῆς ἐποχῆς του, ὅπως ὁ ἐκ Κεφαλληνίας Κοσμᾶς Φλαμιάτος, ὁ Μεγαλοσπηλιώτης Ἰγνάτιος Λαμπρόπουλος, ὁ Κωνσταντῖνος ὁ ἐξ Οἰκονόμων, ὁ Διονύσιος Ἐπιφανιάδης, καὶ ὅλοι οἱ Κολλυβάδες καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι ἀπὸ ὅλα τὰ κοινωνικὰ καὶ μορφωτικὰ στρώματα.
Ὁ Παπουλάκος περιοδεύει τότε σὲ ὁλόκληρη τὴν Πελοπόννησο, στὴν Ἀττικὴ καὶ σὲ πολλὰ νησιά, ὅπως στὶς Σπέτσες, στὴν Ὕδρα, στὸν Πόρο καὶ στὴν Ἐλαφόνησο, διδάσκοντας τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ. Οἱ διδαχὲς του εἶναι βάλσαμο καὶ ἐλπίδα γιὰ τοὺς τα-λαίπωρους ἀνθρώπους τῶν περιοχῶν αὐτῶν. Παντοῦ στηλιτεύει τὶς προσπάθειες τῆς ξενόφερτης ἐξουσίας καὶ τῶν προστατῶν αὐτῆς, ποὺ προσπαθοῦν νὰ ἀλλοιώσουν τὴν παράδοσή μας. Μὲ τὸ λόγο του μεταμορφώνει τὸ λαό, ὥστε νὰ ἐπικρατεῖ ἀγάπη, δικαιοσύνη καὶ συγχώρηση. Ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς γράφει πώς: «ὅτι δὲν κατάφεραν οἱ νόμοι, τὸ κατόρθωσε μὲ τὸ κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Ἡ φιλανθρωπία καὶ ἡ καλο-σύνη ἐξαπλώνονται παντοῦ ἀπ' ὅπου περνᾶ.
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ἀρχικὰ προτείνει νὰ τὸν ἀφήσουν ἐλεύθερο, διαπιστώνοντας: «ὅτι ὅπου ἂν ἀπῆλθε, κηρύξας τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀγυρτείαν, οὔτε ἰδιοτελείαν τινὰ ἐφάνη μετελθών, ἀλλ' ἀφιλοκερδῶν καὶ ἀκτήμων καὶ ὡς ὁ ὑπ' ἁπλοῦς ἁπλούστατος τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ κηρύξας, συνέστειλε καὶ παντελῶς ἔπαυσε διὰ τῆς διδaσκαλίας του τὴν ζωοκλοπήν, τὴν δενδροκοπίαν, τὴν ψευδορκίαν κ. τ λ. καὶ ... θεωρεῖ αὐτὸν τῆς κατ' αὐτοῦ γενομένης κατηγορίας ἀθῶον». Ὡστόσο οἱ ἰσχυροὶ φοβοῦνται καὶ πιέζουν ἀργότερα τὴν ῾Ι. Σύνοδο νὰ ἐκδώσει ἀπαγορευτικὴ ἐγκύκλιο γιὰ τὰ κηρύγματά του.
Ὁ Παπουλάκος ἐπιστρέφει στὸ χωριό του γιὰ περισυλλογή- ἀλλ᾽ὅμως ὄχι γιὰ πολύ. Ὁ ἀγώνας ἔχει γίνει γι᾽ αὐτὸν σκοπὸς τῆς ὑπάρξεώς του. Ὅταν σὲ λίγο ξαναβγαίνει στὰ χωριὰ καὶ στὴν ὕπαιθρο, ἡ Πελοπόννησος ὁλόκληρη καὶ πολλὰ νησιὰ δονοῦνται ἀπὸ ἐνθουσιασμό. Τοῦ ἐπιφυλάσσουν πρωτοφανῆ γιὰ τὰ χρονικὰ ὑποδοχή. Μιὰ μεγάλη πνευματικὴ λιτανεία διασχίζει ἀπ᾽ ἄκρου εἰς ἄκρον τὸ Μοριὰ μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Παπουλάκο. Παντοῦ τὸ πλῆθος μαζὶ μὲ τὸν κλῆρο, τὸν ἀποθεώνει καὶ τὸν ἀκολουθεῖ ψάλλοντας τὸ « Τῇ Ὑπερμάχω Στρατηγῶ.... ». Ἡ μεγάλη πορεία τῆς πίστεως φθάνει μέχρι τὴν Καλαμάτα. Τότε ἡ Κυβέρνηση καὶ ἡ ῾Ι. Σύνοδος ἀνησυχοῦν καὶ ἀπoφασίζoυν νὰ ἀντιδράσουν. Στρατὸς καὶ στόλος ἀποστέλλονται ἐναντίον τοῦ ἄοπλου γέροντα γιὰ νὰ καταστείλουν τὸ «Κίνημα». Ὁ Παπουλάκος καταφεύγει στὰ ἀπρόσιτα βουνὰ τῆς Μάνης, ὅπου τὸν προστατεύει μὲν ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων, θὰ τὸν καταδώσει ὅμως τὸ πάθος τῆς φιλαργυρίας. Ἡ ἀμοιβὴ τῆς συλλήψεώς του εἶχε ὁριστεῖ σὲ ἕξι χιλιάδες δραχμὲς καὶ ὁ προδότης, δυστυχῶς, βρέθηκε ἀνάμεσα στὸν κλῆρο.
Γιὰ ἕνα χρόνο ὁ ἀγωνιστὴς μοναχὸς ἐγκλείεται στὶς ὑγρὲς καὶ ἀνήλιες φυλακὲς τοῦ Ρίου. Ὅταν μεταφέρεται στὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ δικαστεῖ, κλῆρος καὶ λαός, μὲ κλάματα καὶ δεήσεις, ὑπoκλίνoνται ἀπ' ὅπου κι ἂν περνᾶ. Τὸ Κράτος δὲν τολμᾶ νὰ τὸν δικάσει, γιατί ὁ λαὸς εἶναι μὲ τὸ μέρος του καὶ ἕτοιμος νὰ ἀναιρέσει τὶς συκοφαντίες. Μὲ πιέσεις τῆς πολιτείας στὴν ῾Ι. Σύνοδο περιορίζεται διὰ βίου, περιφρουρούμενος στὴ Μονὴ Προφήτου Ἠλιοῦ Θήρας καὶ ἀργότερα στὴ Μονὴ Παναχράντου Ἄνδρoυ. Ἀλλὰ ὁ λαὸς δὲν τὸν λησμονεῖ. Ἀπ᾽ ὅλα τὰ Βαλκάνια ἔρχονται προσκυνητὲς στὰ σιδερόφρακτα κελιά, ὅπου φυλάσσεται, γιὰ νὰ πάρουν τὴν εὐχή του κι ἕνα κομμάτι ἀπὸ τὸ ράσο του γιὰ ἁγιασμό. Κοιμήθηκε στὴν Ἄνδρο στὶς 18 Ἰανουαρίου 1861. Λίγο νωρίτερα ὁ φρουρὸς του ζήτησε συγγνώμη ἀπὸ τὸν Γέροντα καὶ τὴν εὐλογία του, γιὰ νὰ γίνει κι αὐτὸς μοναχός. Εἶχε τὴν πεποίθηση ὅτι κάτω ἀπὸ τὴν κατάλευκη γενειάδα του ἐκπορεύονταν τὸ φῶς καὶ ἡ ἀλήθεια.
Ὁ Παπουλάκος κοιμήθηκε ἀγνοημένος ἀπὸ τοὺς ἰσχυρούς, ποὺ προσπάθησαν καὶ μετὰ τὸ θάνατό του νὰ κηλιδώσουν τὴ μνήμη του. Ἀλλὰ ὁ κλῆρος καὶ ὁ λαὸς τὸν ἤθελε πάντα κοντά του. Πολλοὶ ναοὶ χτίζονταν στὸ ὄνομά του, ὅσο ἀκόμα ζοῦσε, προσωπικά του ἀντικείμενα τοποθετοῦνται, μαζὶ μὲ τὴ μορφή του σὲ δαγκερoτυπία, στὰ εἰκονοστάσια. Ἀπὸ πατέρα σὲ παιδὶ μὲ εὐλάβεια μεταφέρεται ὁ σπόρος ποὺ ἔριξε ὁ φωτισμένος αὐτός, ἀλλὰ καὶ θαρραλέος, ἀγωνιστής-μοναχός. Μὲ σεβασμὸ ἀναφέρονται ὅλοι στὴν πορεία τῆς ζωῆς του, ἀπὸ τὸ σπίτι του στὸν Ἄρμπουνα Κλειτορίας μέχρι τὴ Μονὴ Παναχράντου, « ἐδῶ γεννήθηκε ὁ Παπουλάκος » ἢ «ἀπὸ ἐδῶ πέρασε» ἢ «σὲ αὐτὴ τὴν πέτρα ἀνεβασμένος κήρυξε».
Μετὰ πολλὰ χρόνια ἔρχεται ἡ ἀναγνώριση. Εἶναι καὶ αὐτὸ ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς φυλῆς μας. Ἐδῶ οἱ ἥρωες, οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ μεγάλες προσωπικότητες δὲν ἀνακηρύσσονται, οὔτε ἐπιβάλλονται μὲ δόγματα καὶ μὲ διατάγματα. Ἐδῶ, τοὺς μεγάλους τοὺς ἀναδεικνύει ὁ λαός μας, ἀφοῦ ὁ χρόνος ξεκαθαρίσει τὶς ὕποπτες ἀλληλεπιδράσεις τῆς ἐποχῆς καὶ τῶν συνανθρώπων τους.
Ἔτσι, ὁ Παπουλάκος, ὁ φτωχὸς μοναχός, περνᾶ ἤδη στὴ χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ τιμᾶται τὴν ἡμέρα τῆς κοίμησής του, τὴν 18η Ἰανουαρίου, καθὼς καὶ τὴν 18η Αὐγούστου σὲ ἀνάμνηση τῆς λιτάνευσης τῆς εἰκόνος καὶ τῆς τιμίας κά-ρας του, κατὰ τὸ θέρος τοῦ 1973, στὴν Ἀχαΐα .
Ἐνοριακὰ Νέα Νοεμβρίου 2009
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ