Ο ιερός Χρυσόστομος προσπαθώντας ν’ απαλύνει τον πόνο της στενής του συνεργάτριας διακόνου Ολυμπιάδος, ο οποίος δημιουργήθηκε από την έλλειψη προσωπικής επαφής, λόγω της εξορίας του αγίου, γράφει1 τα εξής αξιοπρόσεκτα, αποκαλύπτοντας λεπτές και ευαίσθητες πλευρές της ψυχής των μεγάλων αγίων.
«Ολυμπιάδα θρηνείς για πολλά, αλλά κυρίως θρηνείς γιατί χωρίσθηκες από την μηδαμινότητά μου. Λέγεις συνεχώς σε όλους· ‘Δεν απολαμβάνουμε τη συνηθισμένη διδασκαλία πλέον, αλλά είμαστε καταδικασμένοι στην πείνα. Ό,τι απείλησε ο Θεός στους Εβραίους, αυτό υπομένουμε τώρα. Όχι πείνα άρτου ούτε δίψα ύδατος αλλά πείνα θείας διδασκαλίας (Αμώς 8,11)’.
»Τι έχω να σου απαντήσω σ’ αυτά που ισχυρίζεσαι; Ότι μπορείς να έχεις τα βιβλία μου αντί για μένα. Να με συναναστρέφεσαι μέσω αυτών. Θα φροντίσω να σου στέλνω συχνότερα επιστολές, εάν βέβαια βρίσκω ταχυδρόμους.
»Αλλά αν θες ν’ ακούσεις και ζωντανά τα λόγια μου, ίσως συμβεί κι αυτό, αν θέλει ο Θεός. Ή καλύτερα όχι ίσως αλλ’ οπωσδήποτε· να μην αμφιβάλλεις. Δεν στα λέω αβάσιμα αυτά… (Ίσως ο Χρυσόστομος είχε πληροφορίες ότι η εξορία του θα ήταν προσωρινή).
»Τώρα αν αργοπορεί αυτή η ζωντανή επαφή σκέψου ότι δεν είναι ανωφελής η αργοπορία. Θα κερδίσεις πολύ μισθό με το να καρτερείς με υπομονή και δοξάζοντας το Θεό. Χωρίς ν’ αθυμείς και να βαρυγκωμείς. Αλλά έχοντας ελπίδα και αισιοδοξία. Δεν είναι μικρός ο άθλος αυτός, αλλ’ απαιτεί πολύ θαρραλέα ψυχή και φιλόσοφη διάνοια, ώστε να μπορεί κάποιος να υπομένει τον χωρισμό από αγαπημένη ψυχή.
»Ποιος τα λέγει αυτά; Όποιος γνωρίζει ν’ αγαπά γνησίως, όποιος γνωρίζει τη δύναμη της αγάπης, γνωρίζει αυτά που λέγω. Και για να μη χρονοτριβούμε τριγυρίζοντας και αναζητώντας εκείνους που αγαπούν, διότι είναι και σπάνιο αυτό, ας προστρέξουμε στον μακάριο Παύλο, ο οποίος γνωρίζει πόσο μεγάλος είναι ο άθλος αυτός.
»Ο Παύλος λοιπόν, που αποδύθηκε τη σάρκα και απέθεσε το σώμα, που περιόδευσε την οικουμένη με γυμνή σχεδόν ψυχή και εξόρισε κάθε πάθος από τη διάνοια του, που μιμήθηκε την απάθεια των ασωμάτων δυνάμεων και κατοικούσε την γη σαν ουρανό, που στεκόταν μαζί με τα χερουβίμ επάνω και μετείχε στη μυστική μελωδία, όλα τ’ άλλα τα υπέμεινε εύκολα, σαν να τα έπασχε σε ξένο σώμα, δεσμωτήρια και αλυσίδες, απαγωγές και μαστιγώματα, απειλές και θάνατο, λιθοβολισμούς και καταποντισμό, και κάθε είδος τιμωρίας.
»Όταν όμως χωρίσθηκε από μια ψυχή που τόσο αγαπούσε, τόσο πολύ συγχύσθηκε και ταράχτηκε ολόκληρος, ώστε να φύγει από την πόλη που περίμενε να βρει το πρόσωπο που αγαπούσε και δεν το βρήκε. Κι αυτό το γνωρίζει πολύ καλά η Τρωάδα, η οποία εγκαταλείφθηκε από αυτόν, διότι δεν του παρουσίασε εκείνον που επιζητούσε να συναντήσει. Διότι λέγει, ‘καθώς ήλθα στην Τρωάδα για το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού, αν και υπήρχε για μένα ανοιχτή θύρα από τον Κύριο (για ιεραποστολή), εν τούτοις δεν αναπαύτηκα, επειδή δεν βρήκα τον Τίτο τον αδελφό μου. Έτσι αφού τους χαιρέτησα έφυγα για την Μακεδονία’ (Β΄ Κορ. 2,12-13).
»–Τι σημαίνει αυτό, Παύλε; Όταν ήσουν δεμένος στο ξύλο και κατοικούσες στο δεσμωτήριο, όταν είχες στο σώμα σου τα σημάδια της μαστιγώσεως και τα νώτα σου περιρρέονταν με αίμα, μυσταγωγούσες και βάπτιζες, πρόσφερες θυσία και δεν καταφρόνησες ούτε ένα που επρόκειτο να σωθεί. Όταν όμως ήρθες στην Τρωάδα κι έβλεπες το χωράφι καθαρισμένο κι έτοιμο να δεχθεί τον σπόρο, την αλιεία άφθονη και πανεύκολη, πέταξες από τα χέρια σου τόσο κέρδος, και, ενώ γι’ αυτό είχες έλθει, έφυγες αμέσως και μάλιστα τρέχοντας.
»–Ναι, διότι καταλήφθηκα από τυραννική επιθυμία και η απουσία του Τίτου μου σύγχυζε τόσο δυνατά τη διάνοια, που με κατανίκησε και τόσο κυριάρχησε μέσα μου, ώστε να με αναγκάσει να ενεργήσω έτσι.
»Είδες πόσο μεγάλος άθλος είναι να μπορέσει κανείς να υπομείνει πράως τον χωρισμό αγαπημένου προσώπου; Και πόσο οδυνηρό πράγμα είναι και πικρό; Πόσο υψηλή και θαρραλέα ψυχή χρειάζεται; Αυτό τον άθλο διεξάγεις εσύ τώρα.Και όσο μεγαλύτερος ο άθλος, τόσο μεγαλύτερο είναι και το στεφάνι, τόσο λαμπρότερα τα βραβεία.
»Αυτό ας είναι παρηγοριά σου για την αργοπορία, όπως και η βεβαιότητα ότι θα σε δούμε πάλι, γεμάτη από τον καρπό αυτό του άθλου, στεφανωμένη και ανακηρυγμένη νικήτρια. Διότι δεν αρκεί σε εκείνους που αγαπούν μόνο το να συνδέονται ψυχικά ούτε τους αρκεί αυτό για παρηγοριά, αλλά χρειάζονται και τη σωματική παρουσία· κι αν τους λείπει αυτή τότε μεγάλο μέρος της ευφροσύνης τους χάνεται.
* * *
»Και θα το δούμε αυτό καλύτερα αν ξαναέρθουμε στον τρόφιμο της αγάπης, τον Παύλο. Αυτός γράφοντας προς τους Μακεδόνες λέγει· ‘εμείς αδελφοί αφού απορφανισθήκαμε από εσάς πρόσκαιρα, κατ’ όψιν και όχι καρδιακά, εν τούτοις διακαώς φροντίσαμε να δούμε ξανά το πρόσωπό σας. Ιδιαίτερα εγώ ο Παύλος προσπάθησα να έρθω και μια και δυο φορές, αλλά με εμπόδισε ο σατανάς. Γι’ αυτό, μη αντέχοντας αυτή την έλλειψη της προσωπικής επαφής, προτιμήσαμε να μείνουμε μόνοι στην Αθήνα και στείλαμε τον Τιμόθεο τον αδελφό μας και διάκονο του Θεού και συνεργό μας στην ιεραποστολή σε σας, για να σας στηρίξει και να σας παρηγορήσει…’ (Α΄ Θεσ. 2,17-18· 3,1-2).
»Πω πω πόση είναι η δύναμη της κάθε λέξεως που χρησιμοποιεί ο Παύλος! Διότι δείχνει πολύ ξεκάθαρα η κάθε μια την φλόγα της αγάπης που βρίσκεται αποθηκευμένη στην ψυχή του. Διότι δεν είπε ‘αφού αποχωρισθήκαμε από εσάς’ ή ‘διασπασθήκαμε’ ή ‘απομακρυνθήκαμε’ ή ‘χαθήκαμε’ ή ‘εγκαταλειφθήκαμε’ αλλά αφού ‘απορφανιστήκαμε από σας’. Ζήτησε μια λέξη κατάλληλη για να φανερώσει ακριβώς την οδύνη της ψυχής του. Αν και ο ίδιος ήταν στη θέση του πατέρα όλων, αλλά χρησιμοποιεί λόγια παιδιών ορφανών που έχασαν τον πατέρα τους ενώ ήταν σε άωρη ηλικία, θέλοντας να δείξει την υπερβολή της αθυμίας.
»Πράγματι τίποτα δεν υπάρχει οδυνηρότερο από την πρόωρη ορφάνια· όταν και η ηλικία δεν αρκεί για τις ανάγκες τους, και δεν υπάρχει κανείς να τα προστατεύσει και είναι πολλοί αυτοί που θέλουν το κακό τους και σκέφτονται πώς να το κάνουν. Τότε τα ορφανά μοιάζουν με αρνιά που τα περιτριγυρίζουν από παντού λύκοι έτοιμοι να τα κατασπαράξουν και να τα ξεσχίσουν. Κανένας δεν μπορεί να παραστήσει με λόγια το μέγεθος αυτής της συμφοράς. Γι’ αυτό και ο Παύλος, αφού αναζήτησε προσεκτικά λέξη ενδεικτική της ερημιάς και της χαλεπής συμφοράς που τον βρήκε, για να παραστήσει αυτό που έπασχε, όταν χωριζόταν από τους αγαπημένους του, χρησιμοποίησε αυτή τη λέξη. Κι έπειτα επιτείνει τη σημασία της με όσα προσθέτει. ‘Αφού αποχωριστήκαμε όχι οριστικά αλλά πρόσκαιρα, όχι ως προς τη θύμηση και τη σκέψη αλλά ως προς το πρόσωπο μόνο, ούτε κι έτσι δεν μπορέσαμε να υποφέρουμε τον χωρισμό’. Αν και συνδεόταν ψυχικά και είχαν καρδιακό σύνδεσμο κι αν και τους είδε χθες και προχθές εν τούτοις τίποτα δεν τον απάλλασσε από την αθυμία.
»–Αλλά πες μου ω Παύλε, ποιο είναι αυτό που θέλεις και επιθυμείς και που το επιθυμείς με υπερβολή;
»–Το ίδιο το πρόσωπό τους. Διότι λέγει ‘ποθήσαμε διακαώς να δούμε το πρόσωπό σας’.
»–Τι λέγεις Παύλε, εσύ ο υψηλός και μεγάλος, εσύ που θεωρείς τον κόσμο σταυρωμένο και είσαι σταυρωμένος για τον κόσμο, που απαλλάχτηκες απ’ όλα τα σαρκικά, που έγινες σχεδόν ασώματος, αιχμαλωτίστηκες τόσο πολύ από την αγάπη, ώστε να καταντήσεις πήλινη σάρκα, γήινη;
»–Ναι και δεν ντρέπομαι που το λέγω αυτό, αλλά και υπερηφανεύομαι· διότι επειδή έχω μέσα μου την μητέρα των αγαθών, την αγάπη, τα επιζητώ αυτά. Και δεν επιζητώ απλώς την σωματική παρουσία, αλλά επιθυμώ να δω το πρόσωπό τους. Διότι εκεί είναι συγκεντρωμένα τα αισθητήρια. Μια γυμνή ψυχή που συναντάται μόνη της με άλλη ψυχή δεν μπορεί ούτε να πει τίποτα ούτε ν’ ακούσει. Αν όμως υπάρχει και σωματική παρουσία και θα πω και θ’ ακούσω από αυτούς που αγαπώ. Γι’ αυτό επιθυμώ να δω το πρόσωπό τους, διότι έχει γλώσσα που βγάζει φωνή η οποία εξαγγέλλει τα εσωτερικά συναισθήματα· και επίσης έχει ακοή που δέχεται λόγια· και οφθαλμούς που εκφράζουν τα κινήματα της ψυχής και μ’ αυτούς μπορείς ν’ απολαύσεις ακριβώς την κοινωνία της ψυχής που ποθείς».
Και επειδή ο Παύλος το επιζητούσε διακαώς αυτό προσπάθησε να το πετύχει αρκετές φορές, αλλά επειδή τον εμπόδισε ο σατανάς δέχθηκε να μείνει μόνος του και να στερηθεί τον συνεργό και μαθητή και φίλο του Τιμόθεο, αρκεί οι χριστιανοί της Θεσσαλονίκης να έχουν τη χαρά της προσωπικής επαφής και ενισχύσεως του Τιμοθέου.
- Έργα Χρυσοστόμου, τόμος 37, σσ. 419-425
Για την αντιγραφή·
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ