Παίρνοντας αφορμή από τη ζωή, το έργο και τη διδασκαλία του αγίου Κοσμά του Αιτωλού, θα διατυπώσουμε μερικές σκέψεις σχετικές με το θέμα μας, που είναι η αναζωπύρωση του ιερατικού χαρίσματος.
Α΄. Ανάγκη συνειδητοποιήσεως του ύψους της ιερωσύνης.
Το πρώτο που πρέπει να τονίσουμε είναι η ανάγκη συνειδητοποιήσεως του πόσο μεγάλο είναι το χάρισμα της ιερωσύνης που κατέχουμε. Λέγει ο άγιος Κοσμάς, επαναλαμβάνοντας διδασκαλία του αγίου Χρυσοστόμου, ότι «οι παπάδες είναι ανώτεροι και από βασιλείς. Εγώ, αδελφοί μου, η γνώμη μου έτσι με λέγει να κάμω. Εάν απαντώ ένα παπά και ένα βασιλέα, με φαίνεται εύλογον τον παπά να βάλω να καθίσει υψηλότερον από τον βασιλέα· και εάν απαντήσω ένα παπά και ένα άγγελον, πρώτα θα χαιρετήσω τον παπά και έπειτα τον τον άγγελον. Διότι, αδελφοί μου, είναι ανώτερος και από από την αγία Τράπεζαν, ανώτερος και από το άγιον Ποτήριον· διότι το άγιον Ποτήριον είναι άψυχον, μα ο ιερέας μεταλαμβάνει τα Άχραντα Μυστήρια καθ’ εκάστην ημέραν, το τίμιον σώμα και αίμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού»1.
Τι υπέροχα, τι θαυμάσια λόγια! Τα νιώθουμε άραγε; Τα συναισθανόμαστε; Συνειδητοποιούμε, ότι είμαστε ένα άγιο ποτήρι που είναι πάντοτε γεμάτο με την τρισυπόστατη Θεότητα; Συνειδητοποιούμε ότι είμαστε τα χέρια του Χριστού, τα πόδια του Χριστού, ο νους του Χριστού, η καρδιά του Χριστού, το στόμα του Χριστού, η ζωή του Χριστού που παρατείνεται αδιάκοπα στη γη; Συνειδητοποιούμε ότι μας δόθηκε η μοναδική, η ακατάληπτη, η υπεράνθρωπη εξουσία, να εξαναγκάζουμε το Θεό να συνεργάζεται μαζί μας, να επικυρώνει τις ενέργειές μας, να δίνει τη χάρη του όταν τελούμε μυστήρια; Με τον κοινό αμαρτωλό δεν είναι υποχρεωμένος ο Θεός να συνεργασθεί, ενώ μ’ εμάς έχει αυτοδεσμευθεί2. Και όχι μόνο με τους αμαρτωλούς, αλλ’ ούτε με τους αγγέλους δεν δεσμεύεται ο Θεός να συνεργασθεί.
Τα νιώθουμε αυτά; Συγκλονιζόμαστε; Διαπερνά την ύπαρξή μας ένα ρίγος, ένα δέος, ένας φόβος γιατί σ’ εμάς έλαχε η τιμή να είμαστε το φως και το αλάτι, μέσα σ’ ένα κόσμο που ολοένα βυθίζεται στο σκότος της αμαρτίας και σαπίζει ανεπανόρθωτα λόγω της αποστασίας του; Ή μήπως μοιρολογούμε τον εαυτό μας, γιατί δεν στραφήκαμε σε επαγγέλματα «που έχουν το ηθικώς ανεύθυνον και το υλικώς προσοδοφόρον»3; Μήπως και σ’ εμάς έχει εφαρμογή το λαϊκό εκείνο ανέκδοτο, το τόσο ψυχολογημένο· «Παπάς έγινες Κώστα;». Και ο Κώστας απαντά· «Έτσι τώφερ’ η κατάρα»4.
Ο ιερός Χρυσόστομος, σχολιάζοντας την προτροπή του Παύλου προς τον Τιμόθεο ν’ αναζωπυρώνει το χάρισμα της ιερωσύνης συνεχώς, λέγει τα εξής αξιοπρόσεκτα. «Ένεστι μεν γαρ εν σοί, πλην αλλά σφοδρότερον εργάζου αυτό, τουτέστι παρρησίας έμπλησον αυτό, χαράς, ευφροσύνης· στήθι γενναίως»5. «Ου γαρ έδωκεν ημίν ο Θεός πνεύμα δειλίας, αλλά δυνάμεως και αγάπης και σωφρονισμού»6. Δηλαδή, προτρέπει ο ι. πατήρ, οι ιερείς να είναι γεμάτοι από παρρησία, από χαρά, από ικανοποίηση, από πνεύμα ηγετικής διαθέσεως. Όχι κακομοίρηδες, όχι κομπλεξικοί, φοβισμένοι, δειλοί, με τρακ, με ανασφάλεια, με αναστολές. Όχι· ας εννοήσουμε επί τέλους, ότι η αποστολή μας είναι ανωτέρα πάσης άλλης. Το αξίωμά μας μεγαλύτερο του αξιώματος των βασιλέων, ακόμη και αυτών των αγγέλων. Και βέβαια θα λέμε μαζί με τον άγιο Κοσμά στα κηρύγματά μας· «Είμαι λοιπόν και εγώ, αδελφοί μου, άνθρωπος αμαρτωλός, χειρότερος από όλους», θα προσθέτουμε όμως αμέσως μετά, κατά το παράδειγμα του αγίου Κοσμά· «Είμαι όμως δούλος του Κυρίου μας Ιησού Χριστού του εσταυρωμένου και Θεού. Όχι πως είμαι άξιος να είμαι δούλος του Χριστού, αλλ’ ο Χριστός μου με καταδέχεται δια την ευσπλαχνία του»7.
«Δούλος του Χριστού»· τι υπέροχη φράση! Μας κάνει να νιώθουμε ταπείνωση αλλά και παρρησία. Υπενθυμίζει και σ’ εμάς, ότι καθόμαστε «επί της Μωυσέως καθέδρας»8 και ανάλογη πρέπει να είναι η αγιότητά μας. Υπενθυμίζει και στους χριστιανούς μας, ότι οφείλουν να μας ακούν και να μας υπακούουν «ως του Θεού παρακαλούντος δι’ ημών»9.
Β΄. Το απερίσπαστο του ιερέως· η μη ενασχόληση με άλλες ασχολίες.
Το δεύτερο που πρέπει να τονισθεί και που απορρέει από όσα τονίσαμε είναι, ότι ο ιερεύς, εάν θέλει να διατηρεί το ιερατικό του χάρισμα σε συνεχή αναζωπύρωση, πρέπει να μην ασχολείται με καθήκοντα και ασχολίες που ή δεν έχουν καμία σχέση με την αποστολή του ή είναι σκανδαλιστικές και εφάμαρτες. Ο Κύριος το λέγει ξεκάθαρα· «Ουδείς επιβαλών την χείρα αυτού έπ’ άροτρον και βλέπων εις τα οπίσω εύθετος εστίν εις την βασιλείαν του Θεού»10. Μάλιστα είναι τόσο απόλυτος στην ολοκληρωτική αφιέρωση των εργατών του ευαγγελίου στο έργο τους, ώστε σε μαθητή του που ζήτησε την άδεια να φύγει για λίγο να θάψει τον πατέρα του είπε· «Άφες τους νεκρούς θάψαι τους εαυτών νεκρούς· συ δε απελθών διάγγελλε την βασιλείαν του Θεού»11.
Ακολουθών την διδασκαλία του ευαγγελίου ο άγιος Κοσμάς συνιστά στους ιερείς «να μη γίνονται γκοτζαμπάσηδες, να μη γίνονται καπεταναραίοι, να μη γίνονται χασάπηδες, να μη γίνονται πραγματευτάδες, να μη γίνονται κομορικαραίοι (φορατζήδες)»12. Επίσης τους υπενθυμίζει, ότι ο ιερεύς πρέπει «να στοχάζεται ότι το φελόνι οπού φορεί και δεν έχει μανίκια, φανερώνει πως ο ιερεύς δεν πρέπει να έχει χέρια να ανακατώνεται εις τα κοσμικά πράγματα, αλλά να έχει πάντοτε τον νουν του εις τον ουρανόν»13.
Ας προσέξουμε τις συμβουλές του αγίου. Διότι δυστυχώς συνέβη και συμβαίνει, ιερείς να παρατήσουν το κατηχητικό ή να μη κάνουν την ακολουθία του όρθρου ή του εσπερινού, γιατί είχαν να ταΐσουν ζωντανά, ή να ποτίσουν κήπους και χωράφια. Και μάλιστα χωρίς να έχουν ιδιαίτερο οικονομικό πρόβλημα. Αξέχαστο θα μείνει στον υπογραφόμενο το γεγονός που συνέβη προ ετών, όταν επισκεπτόμενοι την ηρωική περιοχή του Σουλίου, ημέρα Κυριακή, εις μάτην περιμέναμε έξω από την εκκλησία τον ιερέα να λειτουργήσει. Έβοσκε τα κατσίκια του, ενώ όλα του τα παιδιά τα είχε αποκαταστήσει και δεν είχε ιδιαίτερο πρόβλημα για ν’ ασχολείται με άλλες εργασίες. Όταν τον ειδοποίησαν ότι ήρθαν επισκέπτες και τουλάχιστον γι’ αυτούς έπρεπε να λειτουργήσει, ήρθε γύρω στις 9 π.μ. κάθυγρος, βρώμικος, και φανερά ενοχλημένος, που άφησε το άλογο ποίμνιό του για να έρθει στα λογικά πρόβατά του, που περίμεναν να τους δώσει το «ουράνιο μάννα», την θεία κοινωνία.
Καταλαβαίνετε, ότι με τέτοιες συνθήκες, ούτε λόγος μπορεί να γίνεται για αναζωπύρωση του ιερατικού χαρίσματος. Ακόμη πρέπει να τονισθεί, ότι και σε περιπτώσεις εκτάκτου ανάγκης, όταν ιερείς ανέλαβαν πολιτικές θέσεις και αξιώματα για να βοηθήσουν το έθνος, στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν, αυτό πάντοτε έγινε εις βάρος των πνευματικών συμφερόντων και αυτών των ιδίων και ολοκλήρου της Εκκλησίας. Αν οι απόστολοι έφθασαν στο σημείο να πουν «Ουκ αρεστόν εστίν ημάς καταλείψαντας τον λόγον του Θεού διακονείν τραπέζαις»14, τι δικαιολογία μπορούμε να βρούμε εμείς, όταν χάριν ποικίλων κοσμικών ασχολιών μας εκτελούμε πλημμελώς τα ιερατικά μας καθήκοντα.
Γ΄. Νήψη-άσκηση.
‘Ο ι. Χρυσόστομος, ερμηνεύοντας την παύλειο ρήση «Το Πνεύμα μη σβέννυτε»15, λέγει τα εξής. «Υπό μεν γαρ ακηδίας και ραθυμίας σβέννυται, υπό δε νήψεως και προσοχής διεγείρεται»16. Και ο βαθύς μελετητής του ι. Χρυσοστόμου, ο άγιος Κοσμάς, τονίζει ότι ο ιερεύς, για να είναι σωστός και να διατηρεί το χάρισμα της ιερωσύνης σε διαρκή αναζωπύρωση, πρέπει να είναι άνθρωπος νήψεως, ασκήσεως, και να πυρπολείται από αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Δεν πρέπει να γίνεται κανείς ιερεύς «δι’ ανάπαυσιν»17, τονίζει· «να θυσιάζεται δια το ποίμνιόν του»18· «να γίνεται ιερεύς χωρίς να δώση χρήματα»19· να σκέπτεται πως, όπως ο Θεός του έδωσε το χάρισμα την ιερωσύνη, έτσι πρέπει να προσφέρει κι αυτός χάρισμα την ιερατική του διακονία· «Χάρισμα να διδάσκει, χάρισμα να συμβουλεύει, χάρισμα να εξομολογεί και εάν τύχει και ζητήσει τίποτα πληρωμή…πολλά ή ολίγα ή ένα άσπρο τον θανατώνει ο Θεός και τον βάζει εις την κόλαση » 20. Επίσης απαιτείται και προ της χειροτονίας και μετά, «να είναι καθαρός ως άγγελος»21.
Γι’ αυτό ειδικά ο άγαμος κληρικός πρέπει «να τηγανίζει το σώμα του καθώς τηγανίζεται το ψάρι με νηστείες, προσευχές, αγρυπνίες, με κακοπάθειες, δια να νεκρώνει την σάρκα, οπού είναι ένας λύκος, ένα γουρούνι, ένα θηρίον, ένα λιοντάρι»22.
Και ο έγγαμος κληρικός πρέπει ν’ ακολουθεί ανάλογη άσκηση. Αφού ο Κύριος, μιλώντας για τη νήψη και άσκηση που πρέπει να έχουν οι απόστολοι, είπε εκείνο το χαρακτηριστικό· «Ά δε υμίν λέγω, πάσι λέγω· γρηγορείτε»23. Δηλαδή, μη πείτε ότι οι αυστηρές εντολές του ευαγγελίου είναι μόνο για τους αφιερωμένους. Όλοι χρειάζεται να κακοπαθείτε και ν’ ασκείστε, διότι διαφορετικά υφίσταται συνεχώς ο κίνδυνος να ομοιωθείτε με τους ανθρώπους της εποχής του Νώε, οι οποίοι «ήσθιον, έπινον, εγάμουν, εξεγαμίζοντο, άχρι ής ημέρας ήλθε Νώε εις την κιβωτόν, και ήλθεν ο κατακλυσμός και απώλεσεν άπαντας»24.
Γι’ αυτό και ο άγιος Κοσμάς συνιστά γενικά σ’ όλους, ακόμη και στους λαϊκούς εγγάμους, εκείνο το δυσκολοχώνευτο για τα σαρκικά φρονήματά μας· «Και συ ο άνδρας να φεύγεις την ξένην γυναίκα καθώς φεύγεις το φίδι. Και όχι μόνον την ξένην γυναίκα, αλλ’ είναι καιρός να φεύγεις και την εδικήν σου. Έτυχεν η γυναίκα σου και έχει συνήθεια ή εγγαστρώθη, πρέπει να φυλάγεσαι, ή εγέννησε και δεν εσαράντισε, δεν εκκαθαρίσθηκε…αναχώρησε έως ότου να γεννήσει, να σαραντίσει και να καθαρισθεί και τότε σπέρνεις και άλλο. Και κάμε σαράντα, πενήντα παιδιά»25.
Αλλόκοτα, τρελλά και αφύσικα φαντάζουν τα λόγια αυτά του αγίου Κοσμά. Κι αυτό, γιατί ασθένησε όχι η φύση μας αλλά η προαίρεση, όπως προσφυέστατα παρατηρούν οι πατέρες. Μπερδεμένοι στις ζάλες του βίου, ξεχάσαμε ότι ένεκεν του Θεού πρέπει να «θανατούμεθα όλην την ημέραν λογιζόμενοι ως πρόβατα σφαγής»26· και ότι, εάν δεν δώσουμε αίμα, δεν λαμβάνουμε πνεύμα, όπως διδάσκουν οι πατέρες.
Πρέπει, λοιπόν, να έχουμε φόβο όχι μήπως πάθουμε κάτι κακό, αλλά μήπως χάσουμε το άγιο Πνεύμα, μήπως σβήσουμε τα χαρίσματά του και μάλιστα το υπέρτατον χάρισμα της ιερωσύνης, γιατί φοβούμαστε να δώσουμε αίμα. Ο άγιος Κοσμάς το τονίζει πολύ ωραία αυτό· «Τούτο σας λέγω και σας παραγγέλλω· καν ο ουρανός να κατέβη κάτω, καν η γη ν’ ανέβη επάνω, καν όλος ο κόσμος να χαλάσει, καθώς μέλλει να χαλάσει, σήμερον, αύριον, να μη σας μέλει τι έχει κάμει ο Θεός. Το κορμί σας ας σας το καύσουν, ας το τηγανίσουν, τα πράγματά σας ας σας τα πάρουν· μη σας μέλει· δώσατέ τα· δεν είναι ιδικά σας. Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται»27.
Τι αθάνατα λόγια! «Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται». Πόσες φορές τα ξεχνούμε και βυθιζόμαστε στην φιληδονία μας, στον ναρκισσισμό μας, και έτσι σβήνουμε το χάρισμά μας. Το καθιστούμε ανενέργητο. Τα μυστήρια που τελούμε φυσικά είναι έγκυρα. Αλλά τα τελούμε ξηρά, τυπικά, επαγγελματικά, άψυχα. Τα τελούμε διότι προσδοκούμε υλικά οφέλη ή είμαστε αναγκασμένοι να τα τελούμε λόγω της ιδιότητός μας. Η τοιαύτη όμως επαγγελματική στάση μας παγώνει και φονεύει το θρησκευτικό συναίσθημα των πιστών μας.
Δ΄. Ζήλος, μεράκι, πόθος τελειότητας.
Λέγει ο λόγος του Θεού «Επικατάρατος ο ποιών τα έργα Κυρίου αμελώς»28, και ότι οι ποιμένες πρέπει να ποιμαίνουν το λογικό ποίμνιό τους «μετ’ επιστήμης»29. Συνεπώς τα έργα του Κυρίου πρέπει να τα τελούμε με μεράκι, με ζήλο, με συντονισμό, με επιμονή και υπομονή, με επιστήμη και μέθοδο, και με προσπάθεια να γίνουν όσο το δυνατόν πιο τέλεια.
Την αλήθεια αυτή την τονίζει πολύ ωραία και παραστατικά και ο άγιος Κοσμάς. Παίρνοντας αφορμή από το γεγονός, ότι μέσα στην Εκκλησία γίνονται «λακριντιά» και δημιουργείται θόρυβος, αντί να μαλώσει το λαό, τα βάζει με τους ιερείς. Τους κατηγορεί, ότι αδιαφορούν για το πώς προσφέρουν την λατρευτική τροφή στου πιστούς. Δεν διαβάζουν ευκρινώς και ηχηρώς, με κατάνυξη και συγκίνηση, με παλμό και ζέση. Γι’ αυτό ο κόσμος αδιαφορεί κι αρχίζει τα «λακριντιά».
Και τελειώνει με το εξής χαρακτηριστικό και διδακτικό παράδειγμα. «Ετραγούδησες καμμίαν φοράν, δέσποτά μου; Εγώ είδα μίαν φοράν ένα πόρνον, όπου εδιάβαινε από κάτω από ένα σπίτι υψηλό, και εις το παράθυρον μίαν κόρην. Την είδε ο πόρνος, μα δεν την έβλεπε τόσον καλά. Ανέβηκε εις υψηλότερον τόπον και την έβλεπε καλύτερα. Αρχίνησε και ετραγούδα και έλεγε· Αχ μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια, να είπω και άλλο ένα στου παπά τα παραθύρια. Τι ήτανε ο σκοπός του; Να διώξει τον Χριστόν από την καρδιά της κόρης και να της φέρει τον διάβολον· να διώξει την παρθενίαν και να φέρη την πορνείαν.
»Τώρα δεν πρέπει η αγιωσύνη σου να κάμης ομοίως; Ν’ ανεβείς υψηλά και να λέγεις με κατάνυξη και μεγαλοφώνως· Ελέησον με, ο Θεός, κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου. Και αν ημπορής, να κλαίεις, δια να διώξεις το διάβολο από την καρδίαν των χριστιανών και να φέρεις τον Χριστόν· να διώξεις την πορνείαν και να φέρης την παρθενίαν· να διώξεις την υπερηφάνειαν και να φέρης την ταπείνωσιν. Αν θέλετε, ιερείς, να σωθείτε και να σωθούν και οι χριστιανοί αυτό να κάμετε»30.
Πολύ βαθυστόχαστα και αξιοπρόσεκτα τα λόγια αυτά του αγίου Κοσμά. Δείχνουν ότι, ενώ οι ασεβείς κάνουν το πάν και δουλεύουν μεθοδικά και με ζήλο για να κάνουν τα έργα του διαβόλου, εμείς είμαστε αδιάφοροι, νωχελείς, βαριεστεμένοι. Ο αείμνηστος Τσιριντάνης αναφέρει, ότι κάποτε παρακολούθησε μία πρόβα θεατρικού έργου και παρατήρησε έκπληκτος ότι διάσημη ηθοποιός επαναλάμβανε τη φράση «Μα σου είπα, δεν πρέπει να γίνει αυτό» επί μισή ώρα, κάτω από τις σκληρές και ανελέητες οδηγίες του σκηνοθέτη. Και σκέφθηκε ότι, αν για να ειπωθεί μια μικρή φράση σωστά, από διάσημη ηθοποιό μάλιστα, χρειάσθηκε μισή ώρα, πόσος χρόνος και πόσες εξαντλητικές προσπάθειες χρειάζονται για να ολοκληρωθεί η ετοιμασία για την παράσταση του έργου; Και αν οι άνθρωποι του κόσμου δουλεύουν τόσο σκληρά, ποια δικαιολογία μπορούν να βρουν οι χριστιανοί και μάλιστα οι ιερείς για την αμέλειά τους και για το πρόχειρο των προσπαθειών τους;31
Νομίζω δεν υπάρχει καλύτερος επίλογος στην ενότητα αυτή από ένα τετράστιχο που συνήθιζε να λέγει ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, ένας άνθρωπος που δούλεψε στο χώρο τής τέχνης με πολύ μεράκι, ζήλο και φλόγα·
« Όποιος δεν είναι μερακλής
ας πάει να πεθάνει.
Γιατί στον κόσμο αυτόν εδώ
τον τόπο άδικα τον πιάνει».
Ε΄. Σύνεση- τόλμη.
Άλλα δύο βασικά στοιχεία απαραίτητα, ώστε το ιερατικό μας χάρισμα να προσφέρει τη μέγιστη δυνατή ωφέλεια.
Ας δούμε το πρώτο, τη σύνεση. Ο ιερεύς πρέπει να ξέρει, ποιος είναι ο ίδιος, ποιες είναι οι δυνατότητές του, ποιο είναι το πνευματικό υπόβαθρό του. Και μετά θα πρέπει να αναλογίζεται, ποιος είναι ο σκοπός του, τι μπορεί και πώς μπορεί να το κατορθώσει. Αυτή η σύνεση που πρέπει να μας διακρίνει, ώστε να μπορέσουμε να δράσουμε επωφελώς παρά τις αντίξοες συνθήκες που συναντούμε, φαίνεται στις επιστολές που απευθύνει ο άγιος Κοσμάς σε Τούρκους, προύχοντας των εδαφών στα οποία επρόκειτο να κηρύξει. Αναφέρουμε μία απ’ αυτές·
«Ενδοξότατε και σοφώτατε και πολυχρονεμένε αφέντη κατή, σε ασπάζομαι και παρακαλώ τον Άγιον Θεόν δια την σωματικήν και ψυχικήν σου υγείαν και ευτυχίαν. Εγώ αφέντη μου, ως χριστιανός και ανάξιος δούλος του Αγίου Θεού και ραγιάς του βασιλέως μου Σουλτάν Χαμίτ, προσταζόμενος υπό Πατριαρχών και αρχιερέων μου, περιπατώ και διδάσκω τους χριστιανούς να φυλάγουσι τας εντολάς του Θεού και να πείθωνται εις τας κατά Θεόν βασιλικάς προσταγάς. Πλησιάζοντας δε εδώ εις την επικράτειάς σου, μου εφάνη εύλογον να σας προσκυνήσω με το παρόν μου ταπεινόν γράμμα, και αν ο ορισμός σας, να περπατήσω την επικράτειάν σας. Υγιαίνετε εν Κυρίω. Προσμένω τον ορισμόν σου.
´αψοθ΄.
Δούλος ανάξιος.
Κοσμάς ιερομόναχος»32.
Τι ευγένεια, τι διπλωματικότητα, τι μαεστρία φανερώνει αυτή η επιστολή! Είναι εφαρμογή εκείνου που είπε ο Κύριος· «Γίνεσθε φρόνιμοι ως οι όφεις»33. Οι Τούρκοι δεν τον πείραζαν και δεν του έβαζαν εμπόδια στο έργο του, μάλλον δε τον συμπαθούσαν. Γι’ αυτό και δεν τους πάει κόντρα, αν και στις διδαχές αφήνει αιχμές και γι’ αυτούς. Προέχει για τον Κοσμά, οι Ρωμιοί να μην χάσουν τη γλώσσα τους, τα ήθη και έθιμά τους, και μάλιστα την ψυχή τους και τον Χριστό. Όταν αυτά διασωθούν, τότε θα έλθει σιγά-σιγά και η ημέρα της ελευθερίας.
Όταν όμως ο άγιος Κοσμάς είδε ότι οι Έβραίοι βάζουν να γίνονται τα παζάρια την Κυριακή, και μ’ αυτό τον τρόπο εμποδίζουν εμμέσως τους χριστιανούς από τον εκκλησιασμό, μ’ όλα τα δυσμενή επακόλουθα, τότε επιτίθεται λάβρος· «Εκείνος που συναναστρέφεται με τους Εβραίους, αγοράζει και πωλεί, τι φανερώνει; Φανερώνει και λέει πως καλά έκαμαν οι Εβραίοι και εθανάτωσαν τους προφήτας και όλους τους καλούς. Καλά έκαμαν και κάνουν να υβρίζουν τον Χριστό μας και την Παναγίαν μας. Καλά κάνουν και μας μαγαρίζουν. Λοιπόν μην αγοράζετε τίποτα απ’αυτούς»34. Και σ’ άλλο σημείο των διδαχών του, αφού μίλησε για την κακία των Εβραίων, τα αντίχριστα έθιμά τους και τον μαγαρισμό που προκαλούν στους χριστιανούς, λέγει· «Πώς το βαστά η καρδιά σας να αγοράζετε από τους Εβραίους πραμάτειες; Και τα άσπρα κατόπιν να εξοδεύουν δια εύρουν κανένα Χριστιανόπουλο να το σφάξουν, να πάρουν το αίμα του και με εκείνο να κοινωνούν. Ο διάβολος θέλει να πίνωμεν το αίμα των παιδίων, και όχι ο Θεός»35.
Είναι πολύ τολμηρό αυτό που κάνει ο άγιος Κοσμάς. Κτυπά κατά πρόσωπο τους Εβραίους και συνιστά οικονομικό μποϋκοτάζ στο, τότε και πάντα, πανίσχυρο ισραηλιτικό λόμπυ. Το πόσο επικίνδυνο ήταν, φαίνεται στο ότι, μετά από λίγο, οι Εβραίοι πέτυχαν να θανατωθεί, εξαγοράζοντας τον πρώην θαυμαστή του, τον Κούρτ πασά.
Σύνεση και τόλμη μπορεί να διακρίνει κανείς και σε άλλες δυο ρηξικέλευθες αποφάσεις του αγίου Κοσμά.
α΄. Στο ότι κηρύττει, ότι όποιος παύσει να μιλά αρβανίτικα του συγχωρούνται οι αμαρτίες36, πράγμα που θεολογικά και κανονικά δεν στέκει, πλην όμως ήταν αναγκαίο να κηρυχθεί την εποχή εκείνη.
β΄. Στο γεγονός που μας διασώζει ο Περαιβός37, ότι στην Πάργα συνέστησε περιορισμό των εκκλησιών και ίδρυση σχολείου, διότι οι πολλές εκκλησίες δεν διατηρούν την πίστη μας, εάν οι χριστιανοί δεν ξέρουν γράμματα, για να φωτίζονται από την Γραφή. Στη Χειμάρρα μάλιστα, όπως υποστηρίζουν οι ιστοριοδίφες Ι. Λαμπρίδης και Σπυρ. Λάμπρου38, συνήργησε να γκρεμισθούν κάποιοι ναοί, ώστε να μπορέσουν να κτίσουν σχολείο.
Οι ανωτέρω ενέργειες ξενίζουν και σκανδαλίζουν εκ πρώτης όψεως τους μελετητές του αγίου Κοσμά, δείχνουν όμως ότι ο έχων το ιερατικό χάρισμα, αναμετρώντας το δύσκολο των καιρών και παρατηρώντας και την κατάσταση των χριστιανών, πρέπει κάποτε να προβεί σε κάποιες τομές, σε κάποιες ρηξικέλευθες ενέργειες, γιατί διαφορετικά τα πάντα είναι χαμένα. Φυσικά αυτές οι τομές δεν είναι του οποιουδήποτε ιερέως και πρέπει να γίνονται με φειδώ.
ΣΤ΄. Οργανωτικό πνεύμα.
Η οργάνωση, η μέθοδος, η τάξη, η πρόληψη του κακού είναι αρετές άρρηκτα συνδεδεμένες με την αναζωπύρωση του ιερατικού χαρίσματος. Ο άγιος Κοσμάς, αν και διαρκώς εκινείτο και η επαφή του με τους κατοίκους των διαφόρων περιοχών ήταν ολιγόχρονη, εν τούτοις, και σύστημα διέθετε και μέθοδο και οργάνωση. Δεν έριχνε σκόρπιες ντουφεκιές και ότι γίνει έγινε.
Είχε γενικό κήρυγμα, είχε και ατομικό· προσπαθούσε δε οι πιστοί να αυτοδιδάσκονται. Διασώζονται στις διδαχές του ωραιότατοι διάλογοι, τους οποίους άνοιγε κατά την ώρα του γενικού κηρύγματος, για να κεντρίσει το ενδιαφέρον των ακροατών και να εξατομικεύσει το περιεχόμενο του κηρύγματος. Συνιστούσε στους χριστιανούς, να μαζεύονται μετά την αναχώρησή του και ομάδες-ομάδες να συζητούν και να μελετούν τα νοήματα που τους δίδαξε39. Έκανε επανεπισκέψεις στα μέρη όπου δίδασκε, και στο χρόνο που ήταν μακριά τους τούς έστελνε επιστολές.
Μιμητής των αποστόλων, δεν τοποθετούσε ο ίδιος τους επιτρόπους των σχολείων που ίδρυε, αλλά έβαζε να τους εκλέξει ο κόσμος, και αφού αναχωρούσε, έστελνε μετά επιστολή όπου ανέφερε κάθε τι που αποφασίστηκε, και έτσι κύρωνε με την υπογραφή του τα αποφασισθέντα, ώστε να μη ξεσπάσουν διαμάχες, φιλονικίες και αμφισβητήσεις αργότερα40.
Οξύνους και διεισδυτικός, έχοντας πολύπλευρη μόρφωση και ενημέρωση, φροντίζει όχι μόνο για την βασιλεία των ουρανών αλλά και για θέματα οικονομίας και βελτιώσεως των όρων ζωής. Έτσι συνιστά την δενδροκομία. «Όσοι δεν αγαπούν τα δένδρα και τα φυτά θα ζουν φτωχικά», προπαγάνδιζε41. Αναδεικνύεται με τα κηρύγματά του αυτά πρόδρομος της λεγομένης οικολογικής κινήσεως και δείχνει μέχρι πού μπορεί να επεκταθεί η προσφορά του κληρικού.
Το οργανωτικό πνεύμα του αγίου Κοσμά φαίνεται και στο θέμα της παιδείας. Αντί να το ρίξει στα μοιρολόγια και στις κριτικές και στους ελέγχους κατά παντός υπευθύνου, ο ίδιος άρχισε να ιδρύει σχολεία, και αναπλήρωσε κατά τον επίσκοπό μας « την έλλειψη Υπουργείου Παιδείας κατά τους χρόνους εκείνους της τουρκοκρατίας»42. Σήμερα που υπάρχει μεν Υπουργείο Παιδείας, αλλά η γλώσσα μας συνεχώς καταστρέφεται, η ιστορία μας διαστρέφεται, και η αγωγή αποχριστιανίζεται. Μήπως ήρθε η ώρα, η Εκκλησία της Ελλάδος να μιμηθεί τον άγιο Κοσμά, ιδρύοντας σχολεία πάσης βαθμίδας και αναλαμβάνοντας την διάσωση του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού μας από τους γραικύλους της σήμερον;
* * *
Αυτά σε γενικές γραμμές απορρέουν από την δράση και τη διδασκαλία του αγίου Κοσμά σχετικά με την αναζωπύρωση του ιερατικού χαρίσματός μας. Δεν μένει παρά να ευχηθούμε αλλά και να προσπαθήσουμε, να τα μιμηθούμε και να τα βιώσουμε ο καθένας μας, κατά το μέτρον των δυνατοτήτων μας και «κατά το μέτρον (χάριτος) της δωρεάς του Χριστού»43 μας εις ένα έκαστον εξ ημών.
Παραπομπές
1. Επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, μητροπολίτου Φλωρίνης, Κοσμάς ο Αιτωλός, εκδ «Σταυρός», Αθήναι 1977, σσ. 213-214.
2. Παχωμίου Κοσμικού, Γράμματα στο Ορθόδοξο Κλήρο, εκδ «Τήνος», σσ. 21-22.
3. Αρχιμ. Χριστοφόρου Αθ. Καλύβα, Αδελφικά Γράμματα, εκδ. «Κυψέλη», Αθήνα 1962, σ. 7.
4. Ένθ’ ανωτ. σ. 11.
5. Έργα ι. Χρυσοστόμου, Ε.Π.Ε. τομ. 23, σ. 468.
6. Β΄ Τιμ. 1,7.
7. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σσ. 292-293.
8. Ματθ. 23,2.
9. Β΄Κορ.5,20.
10. Λουκ. 9,62.
11. Ένθ’ ανωτ. 9,60.
12. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σσ. 292-293.
13. Ένθ’ ανωτ. σ.161.
14. Πράξ. 6,2.
15. Α΄ Θεσ. 5,19.
16. Ιω. Χρυσοστόμου, μνημ. έργ. σσ. 466-468.
17. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σ. 215.
18. Ένθ’ ανωτ. σ.161.
19. Ένθ’ ανωτ.
20. Ένθ’ ανωτ. σ. 105.
21. Ένθ’ ανωτ. σ. 161.
22. Ένθ’ ανωτ. σσ.261-262.
23. Μαρκ. 13,17.
24. Λουκ. 17,27.
25. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σσ. 258-259.
26. Ψαλμ. 43,23.
27. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σ.193.
28. Ιερ. 31,10.
29. Ένθ’ ανωτ. 3,15.
30. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ., σ. 253.
31. Α. Ν. Τσιριντάνη, η πίστις ως βίωμα, τόμ. Δ΄, Αθήναι 1983, εκδ. Συζήτησις», σ. 78.
32. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ., σσ. 328-329.
33. Ματθ. 10,16.
34. Φάνης Μιχαλόπουλος, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 1940, σ. 106.
35. Ένθ’ ανωτ.,σ.116.
36. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σ. 274.
37. Φ. Μιχαλόπουλος, μνημ. έργ., σ. 83.
38. Ένθ’ ανωτ., σσ. 98-99.
39. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ. σσ. 129-130.
40. Φ. Μιχαλόπουλος, μνημ. έργ., σ. 108.
41. Ένθ’ ανωτ., σ. 107.
42. Επισκόπου Αυγουστίνου Καντιώτου, μνημ. έργ., σ. 45.
43. Έφεσ. 4,7.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ