Σχόλια εις την Γένεσιν του κόσμου
Ο ΟΥΡΑΝΟΦΑΝΤΩΡ ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ
και 9 ερμηνευτικαί ομιλίαι του εις την Εξαήμερον
Του κ. Κων. Ε. Δεληγιάννη, Δρος Φιλ., Καθηγητού Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης
Συμπληρώθηκαν 1630 χρόνια από την κοίμηση του Μ. Βασιλείου, αφού ανεπαύθη εν Κυρίω το έτος 379 μ.Χ., λίγο πριν συγκληθεί η Β´ Οικουμενική Σύνοδος, αφού είχε προετοιμάσει δεόντως την θεματολογία της.
Ο Μ. Βασίλειος υπήρξε κορυφαία πνευματική προσωπικότητα, συνδυάζοντας πολλά χαρίσματα, στέρεη ελληνική κλασική και ορθόδοξη θεολογική παιδεία, ποιμαντική διακονία, προστασία των αδυνάτων, έλεγχο των ισχυρών, πνευματικό, εκκλησιολογικό, ευχαριστιακό ήθος, απέραντη αγάπη και αφοσίωση στον Κύριο και Λυτρωτή Ιησού Χριστό και ένα τεράστιο συγγραφικό έργο με δογματικά και αντιαιρετικά έργα, ασκητικά, φιλολογικά στους Έλληνες κλασικούς, πλούσιες ερμηνευτικές ομιλίες και 368 επιστολές, που τον καταδεικνύουν σε ευαίσθητο και μεγαλόπνοο εκκλησιαστικό ηγέτη. Η Ορθοδοξία της πίστης ήταν το απόλυτο κριτήριο για την οριοθέτηση της εκκλησιαστικής του αποστολής. Αγωνίστηκε με όλες του τις δυνάμεις να σαρκώσει την Ορθοδοξία μέσα στη ζωή της Εκκλησίας1.
Θα προσπαθήσουμε στη σύντομη αυτή επιφυλλίδα, να σκιαγραφήσουμε σε λίγες γραμμές τις σοφές σκέψεις του Αγίου στην Εξαήμερο, για την δημιουργία του κόσμου, την στιγμή που καλούνται οι ισχυροί της γης να αναλάβουν, άμεσα, δράσεις για την αλλοτρίωσή του. Αυτοί που με τις πολιτικές και την πλεονεξία τους κατέστρεψαν η επέτρεπαν να καταστραφεί η ομορφιά της δημιουργίας, εκλήθησαν στην Κοπεγχάγη να λάβουν μέτρα για να σωθεί ο κόσμος! Ειρωνία των καιρών.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα σχόλια του Μ. Βασιλείου, στη Γένεση ο κόσμος δημιουργήθηκε «λίαν καλός», ωραίος, με τάξη από τον Θεό Δημιουργό, που είναι ο «μέγας Δημιουργός και Τεχνίτης (Εξαήμερος, Βιβλ. Ελλήνων Πατέρων, εκδ. Απ. Διακονίας, τομ. 51, 215) ώστε εκ του κάλλους των ορωμένων τον Υπέρκαλλον εννοώμεθα» (τομ. 51, 194). Ο κόσμος που δεξιώνεται τον άνθρωπο είναι ένα κόσμημα τέτοιο, ώστε «όπου περ αν ευρεθείς και οποιωδήποτε γένει των φυομένων παραστείς ενεργεί, λαμβάνεις του ποιήσαντος την υπόμνησιν» (Εξαήμ. 51, 224). Τα όντα ως φανερώσεις μιας μοναδικότητας και κοσμιότητας είναι «παρουσίες κάλλους». Βεβαίως το «κάλλος προερχόμενο από τον Θεό δεν ορίζεται, ανεξάρτητα από το αγαθόν. Κάθε δημιουργημένο έργο, είναι καλό και ωραίο, εάν και εφόσον εξυπηρετεί την πραγματοποίηση του τέλους, του σκοπού, που ο Θεός έχει θέσει από την αρχή γι’ αυτό2.
Για τον Μ. Βασίλειο το φως είναι η πρώτη αιτία για την εμφάνιση του κάλλους, άμεση συνέπεια της δημιουργίας του φωτός στην Εξαήμερο υπήρξε η διάλυση του σκότους, καθώς και η λάμπρυνση, η χαρίτωση, η φανέρωση της ωραιότητας και του κάλλους της κτίσης3. «Πρώτη φωνή Θεού, φωτός φύσιν εδημιούργησε, το σκότος ηφάνισε, την κατήφειαν διέλυσε, τον κόσμο εφαίδρυνε, πάσαν αθρόως χαρίεσσαν όψιν και ηδείαν επήγαγεν» (Β.Ε. Πατέρων, 51, 201). Το φως δηλαδή καθίσταται εδώ οδός προγνώσεως του θείου κάλλους ως προοίμιο της Δευτέρας Παρουσίας του Θεού, εμφανίζεται ως ενέργεια της νοητής πραγματικότητας και έτσι καθίσταται οδός θεογνωσίας.
Στην προπτωτική παρθενική του ωραιότητα, την ανέγγιχτη από την ύπαρξη του κακού θελήματος, ο φυσικός κόσμος υπήρχε απροστάτευτος, αλλά απολύτως ασφαλής μέσα στο πλαίσιο της θείας ευταξίας.
Η ορατή, θεόδοτη ευταξία του κόσμου συνιστά πρόδηλη εμφάνιση της θείας δύναμης και της έντεχνης σοφίας, «παρήχθημεν εις το είναι, μη όντες. Κατ’ εικόνα του κτίσαντος εγεννήθημεν… και τα κάλλη της κτίσεως εντέχνως καταμανθάνοντες, δι’ αυτών… την μεγάλην του Θεού παρά πάντα πρόνοιαν και σοφίαν αναγινώσκωμεν» (Β.Ε. Πατέρων, 2. 54, 40).
Η εξαήμερος, όπως σοφά την ερμηνεύει ο καππαδόκης πατήρ, συνιστά τον πρώτο αναβαθμό της ιστορίας του κόσμου και του ανθρώπου. Ο τελευταίος ως κορωνίδα τοποθετείται στον ήδη ετοιμασμένο γι’ αυτόν κόσμο, Παράδεισο, που είναι κόσμος ωραιότητος, υπέρτατου κάλλους και αγαθότητος. Δυστυχώς ο κόσμος βρέθηκε σε κατάσταση έκπτωσης —είναι και ο κόσμος της εποχής του Μ. Βασιλείου— από την γνήσια ύπαρξη. Εξαιτίας της πτώσης και παρακοής έχει παρεμβληθεί σ’ αυτόν ο παράγοντας του κακού, που αλλοίωσε τη μορφή του. Αρχίζει, λοιπόν, εύλογα η νόστος ως κυρίαρχη δύναμη τόσο της σκέψης όσο και της δράσης, ολόκληρης της ύπαρξης εκείνου του ανθρώπου, που θέλει να επιστρέψει στην αρχέγονη ωραιότητα, η οποία μέσα από τη διδασκαλία της Εκκλησίας νοείται ως εγγύτητα στον Θεό.
Παρόλο που η αμαρτία, το κάλλος της εικόνος ηχρείωσεν (Λόγος Ασκητικός Β´, 2 Β.Ε. Πατέρων, 53, 378), ο άνθρωπος μπορεί κατά χάριν να αποτελέσει ξανά εικόνα του Θεού: «και πάλιν κατά την Θεού εικόνα εαυτούς καλλωπίσωμεν». Με άριστο παιδαγωγικό τρόπο, προσπαθεί ο Καππαδόκης Άγιος να προτρέψει τον εκπεσόντα άνθρωπο να διατηρήσει, με τη συνδρομή της χάριτος την μετοχή στο αρχετυπικό και γι’ αυτό «πολυπόθητον κάλλος». Προσβλέποντας δηλαδή στον Θεό Λυτρωτή, γνωρίζει την αυθεντική πραγμάτωση της φύσης του, στην οποία αντίκειται το κακό της αμαρτίας αμαυρώνοντας το κάλλος του κατ’ εικόνα.
Κοντολογίς, στο αποτέλεσμα της θείας κοσμοποιΐας αποκαλύπτεται η βούληση του θείου σχεδίου, ο προνενοημένος λόγος της θείας δημιουργίας, που ανάγει τα πάντα και πάλι στο Θεό, επιβεβαιώνοντας τη ρήση ότι «η αλήθεια υπάρχει μόνο κοντά στο Θεό, αλλά και ότι ο παρών κόσμος δεν αποτελεί την έσχατη πραγματικότητα». Ο άνθρωπος οφείλει, αν θέλει να λυτρωθεί, να αναχθεί από το κοσμικό στο θείο κάλλος, ενεργοποιώντας τον κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Θεού σκοπό της δημιουργίας του.
Είναι ευνόητο ότι στον Μ. Βασίλειο, η ωραιότητα δεν χαρακτηρίζεται και δεν εξαρτάται από τα εξωτερικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, αρμονία, συμμετρία κ.λπ., τα οποία θεωρεί ωραία απλώς, αλλά για τον άνθρωπο ειδικά, το αληθινό κάλλος παραπέμπει στην συνειδητή και πνευματική ανέλιξη, που αποσκοπεί στο Θεό, στην πρωτογενή ενότητα της αλήθειας, του αγαθού και της ωραιότητος αφού «τα ίχνη του κάλλους της ψυχής εν τη καταστάσει του αγίου διαφαίνεται» (Β.Ε.Π., τομ. 52, 60).
Κατά τη διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, την οποία πιστά ακολουθεί ο άγιος πατήρ, τούτο δεν μπορεί να νοηθεί μακριά από το Θεό και τον χώρο της Εκκλησίας και της ορθής δράσεως του ατόμου μέσα σ’ αυτήν, γιατί το κάλλος για τον Ουρανοφάντωρα τελικά νοείται περισσότερο ως κατόρθωμα αγίου βίου και άθλημα ηθικό, που ταυτίζεται με την ωραιοπραξία κατά τη ρήση του αποστόλου των εθνών Παύλου «ως ωραίοι οι πόδες των Ευαγγελιζομένων τα αγαθά». Η εκκλησιαστική συνάθροιση, κατά τον Μ. Βασίλειο, αναγνωρίζεται ως μέγιστη σε κάλλος, εξαιτίας της προσευχής, που αναπέμπει αυτή προς το Θεό. Δίκαια ο άγιος Βασίλειος αναγνωρίστηκε Μέγας και Οικουμενικός διδάσκαλος, που η ακτινοβολία της προσωπικότητάς του ξεπέρασε τα στενά όρια της Ανατολής και απλώθηκε σε ολόκληρη τη Δύση. Σοφά ο Μέγας Φώτιος απεφάνθη ότι, όσοι αγαπούν τη ρητορία δεν χρειάζεται να ανατρέξουν στον Δημοσθένη η τον Πλάτωνα, αλλά στο Μέγα Βασίλειο, ο δε άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος τον αποκαλεί: «Στύλον και εδραίωμα της Εκκλησίας, θέλημα Κυρίου και φωστήρα εν κόσμω»5.
Υποσημειώσεις
1. Σ. Παπαδόπουλος, Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία, Αθήνα 1981.Β. Τατάκης, Το αισθητικό στοιχείο στη σκέψη των Καππαδοκών Πατέρων, (χρον. Αισθητικής) Τευχ. 33 (1994), σ. 181 – 189 και Β. Τατάκης, Μελετήματα Χριστιανικής Φιλοσοφίας, Αθήνα 1967. Δ. Αγγελή, Αισθητική Βυζαντινή (εκδ. των Φίλων), Αθήνα 2004, σελ. 29 και εξής.
2. Δ. Αγγελή, ο.π., σελ. 58 και Φλορόφκσυ Γ., Χριστιανισμός και Πολιτισμός, εκδ. Πουρνάρα, Θεσ. 1982.
3. Φλορόφσκυ, Δημιουργία και Απολύτρωση, εδκ. Πουρνάρας, σ. 80.
4. Ρωμ. 10,15.
5. Μητρ. Ναυπάκτου Ιεροθέου, Ομιλία για τον Μ. Βασίλειο στο Συνέδριο του Βουκουρεστίου, περ. «Εκκλ. Παρέμβαση», Νοέμβριος 2009.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ