Ο άγιος Φανούριος έγινε γνωστός από τυχαία εύρεση εικόνας του κατά τον 14ον αιώνα στη Ρόδο, όταν εκεί βρέθηκε κατεστραμμένος ναός με πολλές κατεστραμμένες εικόνες, μεταξύ των οποίων και μία εικόνα καλώς διατηρημένη, πάνω στην οποία ο τότε μητροπολίτης Ρόδου, Νείλος ο Β´ (1355-1369), ανέγνωσε το όνομα άγιος Φανούριος. Τότε ο μητροπολίτης ξανάκτισε τον κατεστραμμένο ναό και τον καθιέρωσε στο όνομα του αγίου Φανουρίου.
Άλλοι υποστηρίζουν ότι ήταν εικόνα του μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, που είχε σβηστεί το όνομά του, και ονόμαστηκε από τον μητροπολίτη Φανούριος, δηλαδή ο άγιος μάρτυρας που φανερώθηκε. Η πρώτη εικόνα του αγίου Γεωργίου με στρατιωτική μόνο στολή, που ο άγιος παρίσταται σαν νεαρός στρατιώτης κρατώντας στο δεξί χέρι του σταυρό, πάνω στον οποίο υπάρχει αναμμένη λαμπάδα και γύρω από την εικόνα τα δώδεκα μαρτύρια του αγίου ταιριάζει με την περιγραφή της εικόνας που βρέθηκε στην Ρόδο. Η εικόνα του αγίου Γεωργίου ως έφιππου που φονεύει τον δράκοντα είναι μεταγενέστερη.
Ο άγιος Φανούριος, στη συνείδηση του λαού, από το όνομά του θεωρείται ότι φανερώνει, αποκαλύπτει χαμένα αντικείμενα ή και τον μελλοντα σύζυγο αγάμων κοριτσιών. Γι’ αυτό και τον τιμούν και κάνουν την λεγόμενη φανουρόπιτα είτε για να ακούσει την προσευχή τους, είτε για να τον ευχαριστήσουν που τους φανέρωσε κάτι.
Το θέμα όμως είναι να μη εξαντλούμε την βοήθεια των αγίων μόνο για υλικούς σκοπούς και μάλιστα για απλά και καθημερινά πράγματα. Ο ρόλος των αγίων είναι κυρίως σωτηριολογικός. Με το παράδειγμά τους μας εμπνέουν και μας εμψυχώνουν να βρούμε τον Κύριο και να βιώσουμε τις εντολές του και με την προσευχή τους μας ενισχύουν και μας στηρίζουν στον αγώνα μας αυτό. Λοιπόν να μη επικαλούμαστε τον άγιο Φανούριο για να βρούμε μόνο υλικά αντικείμενα ή να ικανοποιήσουμε την περιέργεια μας για το ποιος θα είναι ο σύζυγός μας αλλά για να βρούμε τον Χριστό. Αυτός ήταν ο αγώνας και η αγωνία των αγίων· να βρούνε τον Χριστό.
«Ευρήκαμεν τον Μεσσίαν· ο έστι μεθερμηνευόμενον Χριστός (Ιω. 1,42), λέγει ο Ανδρέας στον αδελφό του Πέτρο. Βρήκαμε τον Μεσσία δηλαδή το Χριστό· γιατί αυτό σημαίνει η λέξη Μεσσίας. Είναι αυτός που χρίεται από το Θεό και αποστέλλεται να σώσει το λαό του. Η φράση αυτή του Ανδρέα αποκαλύπτει ότι προϋπήρχε εκ μέρους των μαθητών ενδιαφέρον έρευνα και αναζήτηση για τον ερχομό του Μεσσία. Δεν τους αποκαλύφτηκε ο Χριστός εική και ως έτυχε. Βρήκανε τον Μεσσία γιατί τον ψάχνανε. Ψάχνει ο Χριστός το χαμένο του πρόβατο και χάριν αυτού εγκαταλείπει τα άλλα, αλλά πρέπει και τα λογικά πρόβατα να ψάξουν τον ποιμένα τους. Πρέπει να υπάρχει μία αλληλοαναζήτηση. Οι παραβολές του χαμένου θησαυρού και του κρυμμένου μαργαρίτη το λένε ξεκάθαρα αυτό.
Η αναζήτηση αυτή επιβραβεύεται ακόμη και στους ειδωλολάτρες, όταν είναι αγνοί και ειλικρινείς αναζητητές της αλήθειας. Αυτοί μη έχοντας την βοήθεια των Γραφών έχουν τη φυσική αποκάλυψη. Έτσι οι αστρολάτρες μάγοι, ψάχνοντας και ερευνώντας τα αστέρια οδηγούνται στο μικρό Χριστό. Στον μεγάλο και αληθινό και ουσιαστικό βασιλιά της οικουμένης και ολοκλήρου του σύμπαντος, «ορατού τε και αοράτου».
Στην εύρεση του Χριστού φθάσανε ο Ανδρέας και ο Ιωάννης ο ευαγγελιστής βοηθούμενοι και από τον πνευματικό τους πατέρα τον Τίμιο Πρόδρομο. Εκείνος τους παρουσίασε το Χριστό και επέστησε τη προσοχή τους να τον προσέξουν λέγοντάς τους· «Ίδε ο αμνός του Θεού» (1,36) και από τότε άρχισαν ν’ ακολουθούν τον Ιησού. Συνεπώς χρειάζεται και πνευματικός βοηθός στην έρευνα.
Επίσης χρειάζεται και αλληλοβοήθεια μεταξύ των ερευνητών. «Εις, προς ένα, προς Χριστόν» ήταν το αρχαίο σύνθημα των χριστιανών. Ο Φίλιππος ο οποίος θ’ ακολουθήσει το Χριστό ήταν από την Βηθσαϊδά, την πόλη του Ανδρέα και του Πέτρου (1, 45). Συνεπώς είχε ειδοποιηθεί και πληροφορηθεί απ’ αυτούς για το πρόσωπο του Χριστού. Ήταν προετοιμασμένος και έτοιμος για να συναντήσει το Χριστό.
Ο Πρόδρομος ενημέρωσε τον Ανδρέα και τον Ιωάννη για το Χριστό, ο Ανδρέας ενημέρωσε τον αδελφό του, τον Πέτρο· Ανδρέας και Πέτρος ενημερώσανε τον Φίλιππο και ο Φίλιππος με τη σειρά του έρχεται να ενημερώσει τον Ναθαναήλ.
«Ον έγραψε Μωυσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ (1,46), λέγει ο Φίλιππος στον Ναθαναήλ. Δεν αρκούνταν οι μετέπειτα μαθητές του Χριστού στις υποδείξεις μόνο των άλλων ούτε στην προσωπική τους αναζήτηση. Μελετούσαν συγχρόνως την αγία Γραφή μέρα και νύχτα· εντρυφούσαν στα θεόπνευστα κείμενά της και εξέταζαν ερευνητικά τα νοήματά τους.
Ας θυμηθούμε εδώ αυτό που λέγει ο Αβραάμ, στην αίτηση του πλουσίου να σταλεί ο Λάζαρος στον κόσμο και να ειδοποιήσει τους πέντε του αδελφούς του να μετανοήσουν για να μη βασανιστούν στον Άδη, «έχουν τον Μωυσή και τους προφήτες» αρκούν αυτοί. Δεν χρειάζεται κάποιο έκτακτο θαύμα ή κάτι το συνταρακτικό και πρωτόγνωρο να γίνει. Αν δεν προσέξουν τον Μωυσή και τους προφήτες δεν πρόκειται ν’ ακούσουν ούτε κι αν κάποιος αναστηθεί εκ των νεκρών (Λκ. 16,27-31). Κι αυτό πράγματι έγινε όταν αναστήθηκε ο φίλος του Χριστού ο Λάζαρος. Τότε όχι μόνο δεν πίστεψαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, αλλά και σκέφθηκαν να σκοτώσουν και το Χριστό και το Λάζαρο (Ιω. 11,47-52 και 12,10-11).
Η αξία της μελέτης της Γραφής φαίνεται και στο γεγονός ότι οι μόνοι Ιουδαίοι που δέχθηκαν τον Παύλο, χωρίς να του δημιουργήσουν ζητήματα, ήταν οι Ιουδαίοι της Βεροίας οι οποίοι ερευνούσαν συνέχεια τις γραφές και διαπιστώνανε αν τους λέγει την αλήθεια (Πραξ. 17,11).
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ