Η ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

 

Α´. Να μη διαβάζουμε τη Γραφή με την ανθρώπινη προοπτική και σκέψη.

 

Οι λέξεις, που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να χαρακτηρίσουν τον Θεό, δεν έχουν πάντα την ίδια σημασία με αυτήν που ισχύει για τα δεδομένα του ανθρώπου.

Όταν λέμε π. χ. ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπον παίρνοντας χώμα (Γεν. 2,7), δεν σημαίνει ότι ο Θεός έχει χέρια και έκανε μια χειρωνακτική εργασία. Απλώς η Γραφή αποκαλύπτει, με λόγια απλά και κατανοητά για τον άνθρωπο, ότι ο Θεός τον δημιούργησε προσωπικά και μάλιστα όχι με ένα ξερό πρόσταγμα «είπε και εγεννήθησαν», όπως έγινε με τ’ άλλα δημιουργήματά του, αλλά με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και φροντίδα.

Όταν λέγει η Γραφή ότι ο Θεός ακούει ή βλέπει («Ο φυτεύσας το ους ουχί ακούει ή ο πλάσας τον οφθαλμόν ουχί κατανοεί;» Ψαλμ. 93,9), δεν σημαίνει ότι έχει σώμα, μάτια και αυτιά. Ακούει και βλέπει βέβαια πνευματικά, όπως εκείνος μόνο γνωρίζει και ασύλληπτα περισσότερο απ’ ότι ο άνθρωπος με τα υλικά αισθητήρια.

Όταν ακούσεις θυμό και οργή του Θεού στη Γραφή, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, μη νομίσεις κάτι το ανθρώπινο. Ο Θεός είναι τελείως απαθής και ήρεμος και γαλήνιος. Και η οργή του είναι ανυπόστατος κατά τους πατέρες. Τίποτα το ανθρώπινο δεν τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό στον Ιερεμία (7,10) διευκρινίζει ο Θεός ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να τον νευριάσουν, αλλά μόνο να οργισθούν οι ίδιοι. Τον παρουσιάζει όμως η Γραφή έτσι για να συγκινήσει και να ωφελήσει τους παχύτερους πνευματικά. Το ίδιο κάνουμε κι εμείς, όταν μιλούμε με βαρβάρους, με παιδιά, με διανοητικώς αναπήρους και καθυστερημένους· κατεβαίνουμε στο επίπεδό τους και μιλάμε τη γλώσσα τους. Ψελλίζουμε και συλλαβίζουμε τις λέξεις, όταν μιλούμε στα μωρά, και προσποιούμαστε ότι θυμώνουμε και κουνούμε απειλητικά χέρια και πόδια, για να τα εντυπωσιάσουμε και να τα οδηγήσουμε στο σωστό.

Όταν λέμε ο Χριστός είναι υιός του Θεού, η λέξη υιός δεν σημαίνει το ίδιο με ότι σημαίνει για τον άνθρωπο. Ο υιός στους ανθρώπους δεν έχει ποτέ την ίδια ηλικία με τον πατέρα, αλλά πάντοτε είναι μικρότερος. Και κάποτε, πριν γεννηθεί, ενώ υπήρχε ο πατέρας του, αυτός δεν υπήρχε. Στην Τριαδική όμως Θεότητα ο Υιός είναι συνάναρχος με τον πατέρα. Ανέκαθεν συνυπάρχει και συνευρίσκεται με Εκείνον. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος» (Ιω. 1,1). Συνεπώς, όταν χρησιμοποιούμε λέξεις για να χαρακτηρίσουμε το Θεό, δεν μπορούμε να σκεπτόμαστε με τις ανθρώπινες κατηγορίες σκέψεως.

 

Β´. Σημασία δεν έχουν τα αξιώματα αλλά η αρετή και αγιότητα.

 

Ο Αθανάσιος ήταν μεγάλος γιατί ήταν η ενσάρκωση και η προσωποποίηση της αρετής, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ουσιαστικά όταν επαινείς αυτόν στην πραγματικότητα επαινείς την αρετή. Ήταν ισόπαλος με τους μεγάλους αγίους ή ελάχιστα κατώτερος· μερικούς όμως τους υπερέβαλε. Αυτό ήταν που τον έκανε μεγάλο και όχι το αξίωμά του.

Η ιερωσύνη του δεν ήταν αποτέλεσμα συναλλαγής, αρριβισμού, τυχοδιωκτισμού και ανίερων υποχωρήσεων, αλλά κατόρθωμα αρετής και πηγή και ζωή της Εκκλησίας. Ήταν τόσο ενάρετος, ώστε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ δεν ήταν  επίσκοπος, εν τούτοις ήταν πρώτος ανάμεσά στους επισκόπους και ξεχώριζε και διηύθυνε τις εργασίες της, διότι η προτίμηση και η αξιολόγηση γινόταν τότε με βάση την αρετή και όχι με τους βαθμούς της ιερωσύνης.

Επίσης αργότερα, όταν έγινε επίσκοπος, ήταν και πάλι πρώτος λόγω αρετής και όχι λόγω θρόνου. Διότι η διαφορά της αρετής των επισκόπων κάνει διαφορετικούς τους θρόνους και όχι οι θρόνοι τους επισκόπους. Αυτοί, που δεν είναι ισοστάσιοι στην αρετή των μεγάλων πατριαρχών, δεν μπορούν να κοκορεύονται ότι δήθεν είναι άξιοι, επειδή απλώς ανέβηκαν στους θρόνους, εική και ως έτυχε. Ο Μ. Αθανάσιος πήρε τον θρόνο του ευαγγελιστού Μάρκου επάξια, διότι ήταν ισοστάσιος στην αρετή μ’ αυτόν.

Έλεγε ο αείμνηστος αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ότι όταν ήταν κληρικός ποθούσε να γίνει επίσκοπος όσο το δυνατόν ταχύτερον, γιατί πίστευε ότι με το επισκοπικό αξίωμα θα μπορούσε να επιδράσει βαθύτερα και δυναμικώτερα μέσα στην Εκκλησία. Όταν όμως έγινε, αντιλήφθηκε ότι το επισκοπικό αξίωμα σε γδύνει μάλλον παρά σε ντύνει. Σε ελαχιστοποιεί παρά σε μεγενθύνει. Τονίζει τα λάθη σου μάλλον παρά τις αρετές σου. Αλίμονο αν δεν έχεις πληθωρική αρετή. Θα φανείς κίβδηλος και ανίκανος.

 

Γ´. Το μεγαλύτερο επίτευγμα του ηγέτου το μαρτύριο.

 

Γράφει ο Παύλος στους Εφεσίους· «Παρακαλώ ουν υμάς εγώ ο δέσμιος εν Κυρίω, αξίως περιπατήσαι της κλήσεως ης εκλήθητε» (Εφεσ. 4,1). Ο άγιος Χρυσόστομος ερμηνεύοντας το σημείο αυτό παρατηρεί· «Ο Παύλος ήταν απόστολος, θεόπτης, ουρανοβάμων, γνώστης του παραδείσου απ’ αυτή τη ζωή, θαυματουργός, θεολόγος μέγιστος, είχε όλα τα χαρίσματα του αγίου Πνεύματος στο μέγιστο βαθμό. Κι όμως από αυτά τίποτα δεν μνημονεύει και τίποτα δεν προτάσσει παρά το ότι είναι φυλακισμένος. Διότι γνωρίζει αυτό είναι το ανώτερο και το σπουδαιότερο.

Ο Μέγας Αθανάσιος λοιπόν ήταν μάρτυρας που υπέστη αφάνταστα μαρτύρια και διωγμούς. Πέντε φορές εξορίσθηκε και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιο του στην Αλεξάνδρεια. Εξορίσθηκε επι Μ. Κων/νου, επί Κωνσταντίου (δύο φορές), επι Ιουλιανού του Παραβάτου, και επι Ουάλεντος. Από τα 46 έτη της αρχιερατείας του τα 16 τα διήλθε στην εξορία με φρικτές συνθήκες. Σε κάποιες εξορίες παρέμεινε σε διάφορα κρησφύγετα κοντά στην Αλεξάνδρεια και κατεύθυνε το ποίμνιο του σαν αόρατος αρχιεπίσκοπος. Μάλιστα την εξαετία 356-362, που ήταν τα τελευταία χρόνια της βασιλείας και της ζωής του Κωνσταντίου, ο Αθανάσιος ασκούσε ουσιαστικά τα καθήκοντα του χωρίς να φαίνεται διόλου. Πολεμήθηκε από τους εχθρούς της Ορθοδοξίας όσο ουδείς άλλους. Υπήρξε «ο ηρωϊκώτερος των αγίων και ο αγιώτερος των ηρώων».

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 
Κορυφή