Ο ΕΝΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Βρισκόμαστε στον Άρειο Πάγο της Αθήνας, στο 51 μ.Χ.

Εδώ στα χρόνια των αποστόλων δεν εξετάζονταν μόνο δικαστικές και διοικητικές υποθέσεις, όπως στην αρχαιότητα. Εδώ οι Αθηναίοι του 1ου μ. Χ. αιώνα, οι οποίοι δεν ασχολούνταν με τίποτε άλλο παρά να λένε ή να ακούν κάτι καινούργιο ή κάτι πρωτάκουστο, συζητούσαν επί ώρες για νέες και ξενόφερτες ιδέες. Γι' αυτό και στον τόπο αυτό οδήγησαν τον απόστολο Παύλο, όταν ήρθε στην Αθήνα στην δεύτερη ιεραποστολική του περιοδεία, θέλοντας να εξιχνιάσουν τις «παράξενες» διδασκαλίες του. Ο Παύλος με σοφία κι ευγένεια τους μίλησε γιά τον «άγνωστο Θεό» στον οποίο είχαν αφιερώσει βωμό. «Τον λατρεύετε χωρίς να τον γνωρίζετε», τους είπε. «Δεν είναι άψυχο είδωλο από χρυσάφι ή ασήμι ή πέτρα, ούτε κατοικεί σε χειροποίητους ναούς, ούτε έχει ανάγκη από τις υπηρεσίες μας. Αυτός έδωσε σε όλους πνοή και ζωή και έκανε τους ανθρώπους να έχουν το ίδιο αίμα. Οι άνθρωποι κατάγονται από το δικό του γένος. Την μέχρι τώρα άγνοια σας γι' αυτόν ο Θεός την παραβλέπει. Αλλά τώρα θέλει να τον γνωρίσετε πραγματικά ποιός είναι και να αλλάξετε νοοτροπία για την μέχρι τώρα ζωή σας και σκέψη σας και να μετανοήσετε.

Διότι αυτός ο Θεός, ο αληθινός, θα κρίνει τον κόσμο κάποια μέρα μέσω ενός άνδρα, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς».

Όταν άκουσαν για ανάσταση νεκρών άλλοι μεν χλεύασαν, άλλοι δε είπαν: αρκετά· θα σε ακούσουμε και πάλι για όσα μας εξέθεσες. Έτσι έφυγαν αφήνοντας τον απόστολο Παύλο μόνο κι έρημο.

 

Εκτός όμως από τους πολλούς, που του γύρισαν την πλάτη, ήταν και οι λίγοι που πήγαν κοντά του δείχνοντας ενδιαφέρον γιά τα όσα άκουσαν. Ανάμεσα στους ελάχιστους μερικοί άνδρες και μιά γυναίκα, η Δάμαρις. Αλλά και ένας επώνυμος της αθηναϊκής κοινωνίας, Διονύσιος Αρεοπαγίτης το όνομά του. Όλοι αυτοί συγκινήθηκαν με τον λόγο του αποστόλου Παύλου και πίστεψαν στα λεγόμενά του.

Έτσι στην Αθήνα δεν ιδρύθηκε βεβαίως κάποια ακμαία Εκκλησία ούτε ο Παύλος έστειλε αργότερα επιστολή προς τους Αθηναίους χριστιανούς, όπως έστειλε στους Φιλιππησίους, στους Θεσσαλονικείς, στους Κορινθίους. Η Αθήνα των φιλοσόφων, η Αθήνα του Σωκράτη και του Πλάτωνα, η Αθήνα των Στωϊκών και των Επικουρίων έμεινε αγέρωχη και ψυχρή στο κήρυγμα του Παύλου κι έτσι έχασε την ευκαιρία να αποκτήσει θέση ηγεμονική και δεσπόζουσα στον Χριστιανισμό. Το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο της Ελλάδας αλλά και του κόσμου δεν έπαιξε κανένα σπουδαίο ρόλο στην εξάπλωση του χριστιανισμού ούτε διεκδίκησε θέση μητρόπολης στον χριστιανικό κόσμο. Την εποχή του Ιουστινιανού θα αλλάξει βιαίως, όταν εκείνος διώξειξει όλους τους φιλοσόφους από αυτήν.

 

Ο Παύλος λοιπόν δεν έφυγε χωρίς να αποκτήσει κάποιους μαθητές. Χωρίς να δημιουργήσει κάποιο λείμμα. Ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, η Δάμαρις και κάποιοι άλλοι που προαναφέραμε κράτησαν την σπίθα του ευαγγελίου αναμμένη, ώστε πολύ αργότερα ν' ανάψει και κει το φως του ευαγγελίου.

Μεγάλο το θάρρος του Παύλου να μιλήσει σ' ένα παγωμένο και επηρμένο ακροατήριο. Μεγάλο το θάρρος και του Διονυσίου του Αρεοπαγίτου να αψηφίσει τους χλευασμούς και την ειρωνία του συνόλου σχεδόν της κοινής γνώμης της Αθήνας, που αποφάσισε να ακολουθήσει τον «σπερμολόγο». Μεγάλη η απόφαση να εκτεθεί στους άλλους αρεοπαγίτες και αξιωματούχους της πόλεως.

Σ´αυτούς τους λίγους ή και στον ένα κρέμεται πάντοτε το πνευματικό μέλλον του κόσμου και της παγκόσμιας κοινωνίας.

 

Α´. Εμείς πολλές φορές, βλέποντας ότι «ου πάντων η πίστις» (Β´Θεσ. 3,2) απογοητευόμαστε και μας καταλαμβάνει ένας πεσσιμισμός και μία μοιρολατρία. «Δεν γίνεται τίποτα»· λέμε και αδρανούμε πλήρως.

Μάλιστα μερικές φορές αυτό το κάνουμε χωρίς καμμία δικαιολογία και απαντούμε με κυνισμό και αναίδεια· «Εγώ θα σώσω το Ρωμέικο» ή «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα».

Κι όμως ο άγιος Χρυσόστομος, ο μεγάλος και ακούραστος αγωνιστής, ο ακατάβλητος και ενθουσιώδης δημεγέρτης, ο επίμονος και συστηματικός αναζωπυρωτής του ζήλου των χριστιανών, λέγει κατηγορηματικά·

«Αρκεί εις άνθρωπος ζήλω πεπυρωμένος ολόκληρον διορθώσασθε δήμον»

(Ε.Π.Ε. 31,624).

«Και μάλιστα», συνεχίζει ο ιερός πατήρ, «όταν δεν είναι ένας, ούτε δύο, ούτε τρεις αλλά ολόκληρο πλήθος, τότε να ξέρουμε ότι ο κόσμος χάνεται από την αδιαφορία μας και τον ωχαδελφισμό μας».

 

Ο δε αείμνηστος Ίων Δραγούμης (1878-1920), όταν κι αυτός αγωνιζόταν για ν’ αναστήσει το ενδιαφέρον των Ελλήνων για την Μακεδονία, που χανόταν, και αντιμετώπιζε τον ωχαδελφισμό και την κυνική αδιαφορία της τότε Αθήνας, που εκδηλωνόταν με τις παροιμιώδεις φράσεις που προαναφέραμε και που δυστυχώς συχνά τις χρησιμοποιεί ο νεοέλληνας έλεγε· «Ναι εσύ, εγώ, ο άλλος, όλοι μαζί θα σώσουμε το Ρωμέικο και την Μακεδονία μας, αν όλοι κάνουμε το καθήκον μας, ο καθένας στον τομέα του και στο πόστο που κατέχει».

 

Β´. Εάν όμως η κοινωνία έχει διαφθαρεί σε τέτοιο βαθμό που είναι αδύνατη και η ελάχιστη βελτίωσή της και πάλι οι ζηλωτές επιτυγχάνουν την ανόρθωσή της. Διότι μετά την καταστροφή της, που επέρχεται λόγω της σήψεώς της, δίδουν τη δυνατότητα σε αυτή στο πρόσωπό τους, που εν τέλει διασώζεται, να συνεχίσει την ιστορία και την πρόοδό της.

 

Ας δούμε την περίπτωση ενός, του Νώε,

όπως την παρουσιάζει ο άγιος Χρυσόστομος.

 

Ο Νώε ήταν, λέγει ο άγιος Χρυσόστομος, «μια σπίθα που παραμένει άσβεστη μέσα σε πέλαγος κακίας». Ήταν δίκαιος, τέλειος, αγνός, εγκρατής, πιστός, αφιερωμένος στο Θεό και το θέλημά του. Ενώ ζούσε σε περίοδο φοβερής αμαρτίας και ηθικής σήψεως, περίοδο που οι άνθρωποι είχαν καταντήσει κυριολεκτικά «σάρκες», δηλαδή είχε σβήσει κάθε τι το πνευματικό και θεϊκό μέσα τους, αυτός παρέμεινε σε πείσμα του Διαβόλου ανεπηρέαστος από την εποχή του. Ήταν σπίθα μέσα σε πέλαγος κακίας, που όχι μόνο δεν έσβησε, αλλά όσο περνούσε ο καιρός γινόταν λαμπρότερη.

«Νώε δε εύρε χάριν εναντίον Κυρίου» (Γεν. 6,8).

Ενώ ο Θεός αποφάσισε να κάνει ένα θανατηφόρο μπάνιο για να καθαρίσει την ανθρωπότητα από τη βρωμιά της, γιατί δεν γινόταν αλλιώς να καθαρίσει, ο Νώε βρήκε χάρη.

Έτσι, αν και δεν μπόρεσε να αναπλάσει την κοινωνία της εποχής του, εν τούτοις κατόρθωσε στο πρόσωπό του και στην οικογένειά του να σώσει το ανθρώπινο γένος αλλά και το ζωικό βασίλειο από την ολοκληρωτική καταστροφή και έτσι έδωσε την δυνατότητα να μπορέσει ο άνθρωπος να συνεχίσει να γράφει ιστορία και να προχωρήσει στην λύτρωση που θα του προσφέρει αργότερα ο Χριστός.

 

Πόσο λαμπρή και ωφέλιμη είναι η αρετή

και μάλιστα όταν ανευρίσκεται μόνη της εν μέσω κακίας!

Ο κόσμος πρώτη και μέγιστη και ουσιώδη ανάγκη θα έχει πάντοτε τους δικαίους και αγίους του Θεού. Αυτοί είναι το αλάτι που δεν αφήνει να σαπίσει η οικουμένη ολοσχερώς και στο πρόσωπό τους δίνουν την δυνατότητα στην κοινωνία να αναπλάθεται συνεχώς και αδιαλείπτως.

 

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

 

Κορυφή