“ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἄγιος εἰμι ἐγώ Κύριος”
Λευ. 11,45
Όταν συναντηθεί η σκέψη μας με την έννοια της αγιότητος, αυτομάτως και τελείως αβίαστα, στρέφεται και η ψυχή μας προς συνάντηση του Αγίου. Δηλαδή του Θεού. Γιατί ο όρος «άγιος» κατά πρώτο και κύριο λόγο χαρακτηρίζει τον Θεό. Μας το ανακοινώνει ο ίδιος ο Θεός «ἅγιος εἰμι ἐγώ Κύριος ὁ Θεός ὐμῶν» (Λευϊτ. 11,44). Πιο κάτω πάλι παροτρύνει‧ «καί ἔσεσθε ἅγιοι, ὅτι ἅγιος εἰμί ἐγώ Κύριος». Καλεί ο Θεός τον περιούσιο λαό να τον ακολουθήσει στην αγιότητα. Άλλωστε έναντι των ευεργεσιών του Θεού προς τους Ισραηλίτες, η μόνη ευγνωμοσύνη που μπορεί να υπάρχει είναι η αγιότης των ευεργετηθέντων.
Και κάπως διαφορετικά, τα ιερά λύτρα, προς απελευθέρωση του ανθρώπου από την αιχμαλωσία της αμαρτίας, συλλέγονται μέσω της αγιότητος.
Αυτός είναι ο λόγος, που επιλέγει ο προφήτης Ησαΐας ως κεντρικό θέμα του κηρύγματός του την αγιότητα του Θεού. Να θυμηθούμε όμως ότι ως προφήτης στην Π. Δ. δηλώνεται ο άνθρωπος ο οποίος μιλάει εξ' ονόματος του Θεού και εξαγγέλλει αυθεντικά το θέλημά του. Αυτό προτάσσει ο Θεός στο Δευτερονόμιο (18,18). «Θα θέσω τα λόγια μου στο στόμα του προφήτου μου και θα μιλήσει αυτός, ό,τι εγώ του υποδείξω». Κατ' αυτόν τον τρόπο λοιπόν ο Ησαΐας (6,3) διακηρύσσει‧ «Ἀγιος, Άγιος, Άγιος είναι ο Κύριος ο Παντοκράτωρ». Βάσει των προτέρων, ο ουσιωδέστερος χαρακτήρας του Θεού είναι ο της αγιότητος αυτού, καθότι είναι καθαρός παντός ρύπου. Το απόλυτο δε αυτής της αγιότητος τονίζεται με την εκφορά της λέξης «άγιος», τρεις φορές. Επίσης ο Ησαΐας συχνότατα αποκαλεί τον Κύριο, «ὁ Ἅγιος τοῦ Ἰσραήλ» (1,4). Τριάντα έξ φορές το κάνει αυτό στο κήρυγμά του, εξαίροντας το ηθικό μεγαλείο του Θεού, καθότι είναι αναμάρτητος, έναντι του αμαρτωλού ανθρώπου και ιδίως του ενόχου ιουδαϊκού λαού. Με άλλα λόγια, ως άγιος ο Θεός, διαφοροποιείται από κάθε κοινό και ανθρώπινο, παραμένοντας, παρά την επέμβασή του στην ιστορία, μακριά από την ανθρώπινη αμαρτωλότητα.
Όμως άγιο είναι και κάθε τι που βρίσκεται σε σχέση με το Θεό, όπως οι άγγελοι, αλλά και κάθε τι που αφιερώνεται σε αυτόν, όπως αντικείμενα (άγιο ποτήριο, αγία τράπεζα) ή πρόσωπα.
Ερχόμενοι τώρα στην Κ. Δ., ο εν λόγω όρος χαρακτηρίζει τους χριστιανούς. Αυτοί αποτελούν τον νέο «άγιο λαό». Ας παρακολουθήσουμε τον Πέτρο στην Α΄ επιστολή του (2,5). Μέσω αυτής προσκαλεί «τα νεογέννητα βρέφη» του χριστιανισμού, δηλαδή τους νεοφώτιστους, να χρησιμεύσουν ως ζωντανά λιθάρια στο χτίσιμο του πνευματικού ναού στον οποίο θα υπηρετούν ως ιερατείο άγιο, προσφέροντας θυσίες πνευματικές, ευπρόσδεκτες στον Θεό, διά μέσου του ιερού σφαγίου. Του Ιησού Χριστού!
Όλα όμως τα πρότερα προϋποθέτουν την βίωση της αγιότητος του Θεού, μέσω του σεβασμού στον Θεό. Στον Θεό που έχυσε το αίμα του για να καθαρίσει την αμαρτία, χαρίζοντας την αγιότητα σε όσους την επιθυμούν. Γιατί, «ὅστις θέλει...».
Κάπως έτσι οδοιπόρησε η έννοια της αγιότητος διά μέσου των ατραπών των αιώνων «ἐν ἐρημίαις πλανωμένη καί ὄρεσι και σπηλαίοις καί ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς» και έφθασε να «ξαποστάσει» στα νεώτερα χρόνια.
Αγιότης! Μία έννοια υποδηλούσα την ιερότητα, την οσιότητα, την αγιωσύνη, την ηθική τελειότητα. Κάπως ανάλογα περπάτησε και ο άγιος άνθρωπος. Δηλαδή ο αφοσιωμένος, ο καθιερωμένος στον Θεό. Ο καθηγιασμένος, ο ευσεβής, ο αγνός, ο ανήκων στον Θεό. Το αναγνωρισμένο πρόσωπο, που αξίζει να τιμάται λόγω ιερότητος του βίου του.
Καιρός όμως να μελετήσουμε την αγιότητα όπως εμφαίνεται στις μέρες μας. Ανάγκη επιτακτική να αναζητήσουμε τον «άγιο» με την σωστή του ταυτότητα.
Αν ρίξουμε μία βιαστική και επιπόλαια ματιά τριγύρω μας, θα αναφωνήσουμε εύκολα και καταληκτικά, ότι είναι ανύπαρκτη η αγιότης στις μέρες μας ή ίσως σπανίζει.
Κατά βάση όμως είναι ανύπαρκτος ο ορθός τρόπος σκέψης και θεώρησης των πραγμάτων. Σπανίζει πολύ περαιτέρω η απλότης. Υπερτερεί και κατακυριεύει το μεθύσι της πολυμάθειας και της λογικοκρατίας, που μας ωθεί ναρκωμένους στην αναζήτηση αυθεντιών. Ποιες όμως είναι οι αυθεντίες; Αυτοί που προλογίζουν το όνομά τους οι πηχιαίοι τίτλοι του διδάκτορος, του καθηγητού, του πανοσιολογιωτάτου, του παναγιωτάτου, του διδασκάλου κ.λπ.; Οι άνθρωποι της επιφανείας, που επιδιώκουν να εντυπωσιάσουν με τον πομπώδη τρόπο της «βιτρίνας» τους; Οι αστραφτεροί μαρμάρινοι τάφοι που μέσα περικλείουν σαπίλα, σκουλήκια και δυσοσμία; Αυτοί με τα ποικίλα εξωτερικά σχήματα, με τα «αξιώματά» τους και το οικονομικό υπόβαθρό τους, οι πλουτοκράτες, ενώ την ίδια ώρα έχουν ξεφορτώσει την ευθύνη της ζωής των ανθρώπων πάνω σε αφηρημένες έννοιες ιών, κλιματικών αλλαγών και ό,τι ακόμη σοφισθούν ή μάλλον έχουν καλά προσχεδιασμένο; Αλλά για ποιούς μιλάμε; Για όλους αυτούς που είναι «σάρκες» και αρέσκονται να συγχρωτίζονται με ό,τι αποτελεί την επιφάνεια, αποφεύγοντας το βάθος, γιατί αυτό περικλείει τον επώδυνο τρόπο της αυτογνωσίας; Γιατί τελικά το βάθος μας αναγκάζει όλους μας να καθήσουμε στο εδώλιο της αυτοκριτικής και αυτό απαιτεί ηθική παλικαριά που σπανίζει στα χρόνια μας.
Κάπως έτσι στις μέρες μας, αναζητάται η αγιότητα από τους άσχετους μέσα στις μαγγανείες και λοιπές σκοτεινές διεργασίες. Οπότε “άγιος”, κατήντησε να θεωρείται ο μάντης, ο μάγος, ο φακίρης. Ο κάθε αγύρτης τσαρλατάνος που μπορεί να φοράει και ράσα, ενώ την ίδια ώρα έχει ξεντυθεί από την στοιχειώδη ανθρωπιά.
Αλλά και σε αυτούς που θεωρητικά είναι ενταγμένοι στον κορμό της Εκκλησίας, παραμένοντες όμως ξέμακρα από το σώμα της, υπάρχει μία διαστρέβλωση της εν λόγω λέξης. Γιατί άγιος θεωρείται, αποκλειστικά και μόνο, αυτός που ενεργεί υπερφυσικά και θαυματουργεί. Αυτός που βλέπει οράματα και αγγελοφάνειες. Ο αλάνθαστος, ο τέλειος. Ίσως αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε σπηλιές, απομονωμένος στα όρη. Αυτός που με το εξωτερικό παρουσιαστικό του προσπαθεί να επιβληθεί. Αυτός που προβλέπει τα μέλλοντα άσχετα αν τα εν λόγω τον διαψεύσουν. Αυτός που ενσπείρει τρόμο και πανικό για επερχόμενα δεινά, λες και είναι διαχειριστής του μέλλοντος, χωρίς να έχει θέσει προτεραιότητα και βαρύτητα στην αξιοποίηση και καλλιέργεια του παρόντος.
Κι' όμως Κάποιος άλλος, ο δημιουργός της επαύριον, μιλάει για «ἐπιούσιον», «σήμερον», «μή οὖν μεριμνήσητε εἰς τήν αὔριον», γιατί «φθάνει ἡ στενοχώρια τῆς ἡμέρας» (Ματ. 6,11·34). Και μιλάει αυτός που κρατάει στιβαρά στα χέρια του το αόρατο μέλλον για εμάς, αλλά το γνωστότατο γι' αυτόν, καθότι ανήκει σε αυτόν.
Μήπως τελικά, είναι πιο ωφέλιμο ψυχικά, να αντικρύσουμε την έννοια της αγιότητος και από κάποια άλλη, διαφορετική γωνία; Μήπως αυτή η ενόραση μας οδηγήσει σε ένα άλλο τρόπο ζωής, αφού πρώτα διορθώσει την σκέψη μας και μας οδηγήσει πιο κοντά στην αγιότητα;
Πρέπει να αντιληφθούμε πλέον, ότι «ο πραγματικά άγιος, αποτελεί μία επίσκεψη Θεού πάνω στη γη και καθώς βηματίζει, πάνω σε αυτή, αφήνει πίσω του αχνάρια θεϊκά. Με τον τρόπο της ζωής του, το παράδειγμά του και όχι με χοντρά λόγια που πάχυναν την σταβλισμένη κοινωνία σωματικά, καταντώντας την παχύσαρκη, αλλά και την αποδυνάμωσαν ψυχικά. Ο προαναφερόμενος είναι ο γνήσιος άγιος, που έχει την δύναμη και κρατάει τον Θεό πάνω στη γη, χωρίς να τον επιτρέπει να «αναληφθεί». Γιατί είναι απλός, τρυφερός, πτωχός και έχει μόνο ένα όνομα, το μικρό του, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμούς και επισημάνσεις. Είναι με λίγα λόγια η εικόνα Εκείνου... Το σπουδαιότερο, προσφέρει με την υπόστασή του ένα είδος τροφής καθαρής και αγνής, χωρίς τα καρυκεύματα των ποικίλων «ειδωλοθύτων». Γιατί συνήθως τα τελευταία προστίθενται σε τροφές άνοστες και άνευ θρεπτικής αξίας, σε νοθευμένες, για να θέλξουν τον λιμοκτονούντα άνθρωπο.
Σύμφωνα λοιπόν με τα ανωτέρω, την αγιωσύνη ας προσπαθήσουμε να την ανιχνεύσουμε όπως το χρυσάφι, δηλαδή με κόπο και ιδρώτα, γιατί κρύβεται σε σπήλαια καινούργιων Βηθλεέμ. Εκεί μέσα καταφεύγει να γεννηθεί, να μεγαλώσει και να μεγαλουργήσει πνευματικά. Μέσα σε χωριά, αλλά και μέσα σε πόλεις. Ακόμη και μεγαλοπούλεις κοντά στα θεμέλια των ουρανοξυστών, κρυμμένη καλά όμως μέσα σε καρδιές απλοϊκών ανθρώπων. Γιατί αγιότης εν τέλει σημαίνει απλότης. Οι εν λόγω καρδιές λοιπόν τελούν ευαίσθητες στα ποικίλα θεϊκά αγγίγματα με αποτέλεσμα να αντανακλούν και οι ίδιες την θεϊκή προσέγγιση και στους πέριξ με ένα ξέχωρο τρόπο. Τέτοια αγγίγματα δέχτηκαν πάμπολλα οι μεγάλοι γέροντες της εποχής μας, π. Πορφύριος, π. Παΐσιος, π. Εφραίμ κ.α. Με αποτέλεσμα να τα μεταδίδουν και οι ίδιοι με τον τρόπο τους στους απλούς ανθρώπους. Τους διψασμένους για το θεϊκό ύδωρ και τους πεινασμένους για το θεϊκό μάνα.
Αλλά αυτοί ήταν γνωστοί μόνο με τα μικρά τους ονόματα, με αυτά που τους φώναζαν οι μανάδες τους και φυσικά ξέμακρα από ποικίλες άλλες τιτλοφορίες και ύποπτες τηλεθεάσεις και λοιπές δημοσιότητες. Με αυτή τους την στάση και τον τρόπο ζωής όμως ποτέ δεν κατήντησαν κλόουν για να ψυχαγωγούν το λαίμαργο κοινό του άρτου και του θεάματος. Αυτόν τον ρόλο τον επωμίσθηκαν κάποιοι άλλοι, ειδικά στις πονηρές μέρες του κορωνοϊού, και φυσικά τον έπαιξαν επιτυχέστατα, χωρίς όμως να γνωρίζουμε αν ικανοποιήθηκε ο όχλος.
Κάπως έτσι λοιπόν, κοντά στους προτέρους γνήσιους αγίους, κατατάσσονται και άλλοι σύγχρονοι απλοί και αφανείς βιοπαλαιστές που πολιορκούν με μανία τον Άγιο Θεό, με στόχο να αποσπάσουν μέρος της αγιότητος του. Πώς; Εκτελώντας απλά τις εντολές του, διαφυλάσσοντας την συνείδησή τους ήσυχη και ήρεμη και προπάντων εκφράζοντας την ευγνωμοσύνη τους στον Θεό για όλες τις δωρεές του πάνω στη γη. Ως ελάχιστο μέρος αυτών, μπορούν να καταγραφούν στις μέρες μας άνδρες και γυναίκες, μυημένοι στο μυστήριο του γάμου, που αγωνίζονται σκληρά μέσα στο σπήλαιο της οικογενειακής τους Βηθλεέμ. Αγωνίζονται να φέρουν στον κόσμο τα παιδιά τους όσα τους χαρίσει ο Κύριος και να τα γαλουχήσουν πνευματικά. Μέσα σε νέα κρυφά σχολεία, γιατί έξω παραφυλάει «ο Ηρώδης» με τις αρρωστημένες αντιλήψεις του, κατάλοιπα της τέφρας των Σοδόμων και της Γομόρρας. Οι σύγχρονοι αυτοί «άγιοι» όμως με την βοήθεια του Θεού θα αναχωρούν πάντοτε δι άλλης οδού, προκειμένου να διαφυλάξουν τα νήπιά τους αλώβητα από την λαίλαπα της ανωμαλίας του μανιώδους καίσαρα. Πρέπει να κρατηθούν ανέπαφα από τις μολυσματικές νόσους των χρόνων μας, ώστε να χαρίσουν μεγαλώνοντας, ψυχική υγεία στην άρρωστη και πυοροούσα κοινωνία.
Φυσικά το πλήθος των συγχρόνων αγίων είναι ατελείωτο. Μπορεί ο καθένας μας με λίγη προσπάθεια να εξορύξει πλάι του το πολύτιμο αυτό πετράδι.
Αρίσταρχος