Η Σοφία “η καρεκλού” ήταν μια ταπεινή, γραφική θα έλεγε κανείς, παρουσία στην περιοχή. Σε κάποιους έδινε την ευκαιρία να εκφράσουν τη φιλάνθρωπη συμπάθεια και την κατανόησή τους, ενώ σε άλλους –αρκετούς δυστυχώς– να εκδηλώνουν την περιφρονητική και απαξιωτική συμπεριφορά τους και τα μικροπρεπή τους αισθήματα.
Μέλος φτωχής οικογένειας, μετά το θάνατο του πατέρα της, είχαν έλθει από το νησί τους, την Κάρπαθο, στην 'Ανω Κηφισιά με τη μητέρα της και τ' αδέλφια της, έναν αδελφό και μια αδελφή. Η αδελφή της έκανε οικογένεια στον Πειραιά και ο αδελφός της παντρεύτηκε και ζούσε στα Μελίσσια με τη γυναίκα του και την κόρη τους. Η Σοφία έμεινε με τη μητέρα της και για να κερδίζουν τα προς το ζειν είχαν μάθει την τέχνη να πλέκουν καρέκλες με ψάθα, που πριν από τον πόλεμο και αρκετά χρόνια μετά ήταν το είδος που χρησιμοποιούσαν κυρίως στους ιερούς ναούς, στα λαϊκά σπίτια και σε διάφορους δημόσιους χώρους (καφενεία κ.λπ.). Γύριζαν και μάζευαν καρέκλες που ήταν για επισκευή απ' όπου τις καλούσαν και ύστερα τις επέστρεφαν έτοιμες. 'Εκαναν πολύ καλή δουλειά και εξυπηρετούσαν τίμια τις ανάγκες των κατοίκων που τις γνώριζαν και τις καλούσαν όποτε χρειαζόταν.
'Οσο ήταν πιο νέα και όμορφη η Σοφία δεν είχε παντρευτεί, κανείς δεν ξέρει για ποιό λόγο, ίσως ήταν υπερβολικά επιλεκτική, ίσως και επειδή δεν είχε βρεθεί ο κατάλληλος, και η ηλικία είχε περάσει. 'Ηταν περίπου σαρανταπέντε ετών όταν ήλθαν στην περιοχή και είχε έντονη την επιθυμία να γνωρίσει “ένα καλό νέο”, όπως έλεγε, και να παντρευτεί. 'Ηταν σοβαρή και ηθική, αυστηρών αρχών και η ίδια αλλά και η μητέρα της που δεν την άφηνε στιγμή μόνη της αλλά πάντα ήταν μαζί, και αποτελούσαν μια γνώριμη και οικεία εικόνα στους δρόμους της Κηφισιάς. Φορτωμένες το ψαθί και τις καρέκλες, αγωνίζονταν έντιμα γιά τον επιούσιο με την τέχνη τους και τον κόπο των χεριών τους. Επίσης ήξεραν να φτιάχνουν ωραίο μοσχοθυμίαμα που το πουλούσαν για να συμπληρώνουν το πενιχρό τους εισόδημα.
Δεν ήταν αδιάφορες για τον περίγυρο. Ποτέ δεν έβλαψαν κανένα ούτε προκάλεσαν προβλήματα. 'Οταν μπορούσαν έκαναν το καλό. Μια φορά μάλιστα κάποιες τσιγγάνες έκλεψαν ένα αγοράκι φτωχής πολύτεκνης οικογένειας και έφευγαν βιαστικά. Η Σοφία και η κυρα-Μαρία, η μητέρα της, που το γνώρισαν, έβαλαν τις φωνές, το πήραν και το πήγαν πίσω στους δικούς του. Δεν ξεχνούσαν τις θρησκευτικές εορτές της Εκκλησίας μας, ούτε τις ονομαστικές γιορτές των γειτόνων και πάντα πήγαιναν μ' ένα μικρό δωράκι να εκφράσουν εγκάρδια τις ευχές τους και γενικά συμμετείχαν διακριτικά στις κοινωνικές εκδηλώσεις του τόπου. 'Ηταν παρούσες στις χαρές και τις λύπες του μικρού οικισμού και συμπεριφέρονταν πάντα με ειλικρίνεια και αγνές προθέσεις.
Ο κόσμος της γειτονιάς γενικά τις έβλεπε με συμπάθεια. Κάποιοι όμως τις χρησιμοποιούσαν ως αφορμή προκειμένου να ικανοποιούν κάποιες τάσεις τους να χλευάζουν τους πιο αδύναμους συνανθρώπους τους και πολλές φορές αυτοί και τα παιδιά τους έκαναν κοροϊδευτικά σχόλια στο πέρασμά τους, αποκαλώντας τις υποτιμητικά “καρεκλούδες”, ενώ ορισμένοι άλλοι κατ'επανάληψη της έκαναν δήθεν συνοικέσια με διάφορους νέους της περιοχής που δεν είχαν ίδέα, για να κοροϊδεύουν κακόβουλα την επιθυμία της Σοφίας για γάμο, που μετά κατέληγε σε απογοήτευση που της προκαλούσε η ματαίωσή της. Αυτό επαναλαμβανόταν πολλές φορές με διάφορα πρόσωπα, της δημιουργούσαν ψεύτικες ελπίδες και όνειρα για μια δική της οικογένεια που όμως ποτέ δεν εκπληρώθηκαν.
Παρ' όλα αυτά η Σοφία είχε γνήσιο ήθος και ακόμα και αν προσωρινά εξέφραζε τη δυσαρέσκειά της για συγκεκριμένες συμπεριφορές, δεν κρατούσε κακία αλλά πάντα συναλλασσόταν με τιμιότητα στη δουλειά της και στην κοινωνία. Την πλήγωναν όμως οι άνθρωποι με διάφορους τρόπους και στενοχωρούσαν αυτή και τη μητέρα της, σε σημείο που πολλές φορές έκλαιγε με παράπονο.
'Ηταν αγνές και πιστές νησιώτισσες. Πήγαιναν στην Εκκλησία και είχαν την ελπίδα τους στη βοήθεια του Θεού. Η μητέρα της είχε φέρει μια εικόνα της αγίας Βαρβάρας που ευλαβούνταν ιδιαίτερα και όσο βρισκόταν στη ζωή, κάθε χρόνο την παραμονή της μνήμης της, έκαναν ολονυκτία στο μικρό τους σπίτι και καλούσαν τους γείτονες να προσευχηθούν μαζί τους. Η αλήθεια είναι ότι υπήρχε ανταπόκριση στην πρόσκληση, δυστυχώς όμως όχι με καλές προθέσεις από τους περισσότερους. Επειδή μάλιστα τα χρόνια εκείνα ήταν περιορισμένες οι ευκαιρίες για διασκέδαση, έβρισκαν αφορμή την ολονυκτία για να γελούν μεταξύ τους κάνοντας ειρωνικά σχόλια για τη Σοφία, να της απευθύνουν πειράγματα και κακόγουστα αστεία πίσω από την πλάτη της που όταν τα αντιλαμβανόταν την πίκραιναν. Ακόμα και τα παιδιά της γειτονιάς μαζεύονταν για να “σπάσουν πλάκα”, έκαναν θόρυβο και προκαλούσαν αναστάτωση την ώρα της προσευχής.
Πέρασαν τα χρόνια και η υπέργηρη πλέον μητέρα της ταξίδεψε για την αιωνιότητα. Η Σοφία έμεινε μόνη της και συνέχισε την τίμια εργασία της. Τώρα όμως είχε γίνει πιο ευάλωτη και κάποιοι συνέχισαν με τις επινοήσεις τους για δήθεν γαμπρούς να της δημιουργούν ελπίδες που κατέληγαν πάντα σε απογοήτευση. Καθώς έφθανε σε μεγάλη ηλικία, αυξάνονταν και τα προβλήματα. Δεν μπορούσε πια να εργάζεται, ούτε υπήρχε πλέον ζήτηση για ψάθινες καρέκλες, ο αδελφός της που τις βοηθούσε πέθανε πρόωρα και η αδελφή της που ήταν πιο μακριά είχε οικογενειακές υποχρεώσεις. Η Σοφία δεν είχε οικονομική βοήθεια. Μια λύση βρέθηκε που, ενώ αρχικά τη στενοχώρησε, της απέφερε ένα μικρό μηνιαίο έσοδο. 'Εγινε αναγκαστική απαλλοτρίωση ενός τμήματος του οικοπέδου της που μείωσε τον κήπο που αγαπούσε, με τα χρήματα όμως που εισέπραξε, μπορούσε να καλύπτει κάποιες βασικές της ανάγκες. Αγαπούσε τα λουλούδια και τα δέντρα. Παρακάλεσε στο Δήμο και φύτεψαν δέντρα στο πεζοδρόμιο μπροστά στο σπίτι της, τα πότιζε με επιμέλεια και χαιρόταν με την ανάπτυξή τους.
Η ζωή της όμως γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Η μοναξιά της τη στενοχωρούσε, και πιο πολύ τις μεγάλες κρύες νύχτες του χειμώνα και ιδιαίτερα όταν έπεφτε πυκνό χιόνι και προσπαθούσε να ζεστάνει το δωμάτιό της με μια ξυλόσομπα που όμως κάπνιζε και δημιουργούσε αποπνικτική ατμόσφαιρα. Η ηλικία και η ελάττωση των σωματικών της δυνάμεων είχαν ως αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να φροντίζει την καθαριότητα και ζούσε σε συνθήκες απαράδεκτες. Τα τελευταία χρόνια είχε μαζί της γατάκια για συντροφιά και η μυρωδιά όταν έμπαινε κανείς ήταν αφόρητη. Μερικές καλές γυναίκες από την ενορία προσπαθούσαν να της πηγαίνουν φαγητό και φάρμακα και να καθαρίζουν υποτυπωδώς, όμως γενικά η κατάσταση δεν βελτιωνόταν.
'Οταν πια δεν ήταν σε θέση να φροντίσει πλέον τον εαυτό της και έμενε διαρκώς στο κρεβάτι ενώ οι γάτες την περιτριγύριζαν, οι κόρες της αδελφής της που είχε πεθάνει, την πήραν για να την πάνε δήθεν σε γιατρό και την έβαλαν σε οίκο ευγηρίας. Κάποιοι αναρωτήθηκαν αν αυτό θα ήταν η χαριστική βολή για τη Σοφία που είχε μάθει να έχει ένα διαφορετικό τρόπο ζωής. 'Ομως οι ανησυχίες αυτές δεν επαληθεύθηκαν. Κάποιοι από την περιοχή που την επισκέφθηκαν, διαπίστωσαν ότι η Σοφία ήταν ήρεμη και ευχαριστημένη με την περιποίηση και το καθαρό περιβάλλον που ζούσε και τη συντροφιά που βρήκε στο ίδρυμα. Ρωτούσε με αγάπη και ενδιαφέρον για τους γείτονες και δεν εξέφραζε παράπονο για κανένα.
Η ημέρα του θανάτου της συνέπεσε (τυχαία;) με τη μνήμη της αγίας Βαρβάρας που τόσο αγαπούσε. Μακάρι η αγία να την υποδέχθηκε την άδολη και ταπεινή ψυχή της Σοφίας και να αναπαύεται πλέον γαλήνια στη Βασιλεία του Κυρίου μας, απαλλαγμένη από τις άδικες συμπεριφορές που τη στενοχωρούσαν και την πλήγωναν.
Κ. Ρ.