'Οταν ήλθε με σύμβαση στην υπηρεσία, τη σύστησαν ως Σάντυ. “Κυριακή με έχουν βαπτίσει, είπε δειλά, αλλά από μικρή με φώναζαν Σάντυ και μου έμεινε. Μπορείτε να με λέτε όπως σας αρέσει”. Δίνοντας τις πρώτες πληροφορίες για τον εαυτό της, ενημέρωσε ότι ήταν διαζευγμένη και είχε ένα γιό.
'Ηταν μια γυναίκα σαρανταπέντε με πενήντα ετών, ξανθιά, με όμορφα, αγγελικά θα' λεγε κανείς, χαρακτηριστικά. Εξέπεμπε μια γλυκύτητα και μια σεμνότητα. Χαμογελούσε ήρεμα, κάπως λυπημένα, και από την πρώτη στιγμή προσπάθησε ώστε η παρουσία της στο χώρο να είναι όσο γίνεται πιό διακριτική. “Επειδή δεν γνωρίζω τα θέματα”, πρόσθεσε σιγά, “αν έχετε την καλοσύνη να μου λέτε σε τι μπορώ να βοηθήσω”.
Δεν φαινόταν να έχει ιδιαίτερες γνώσεις, ούτε απαιτήσεις. Ευγενική και πρόθυμη, χωρίς ίχνος εγωισμού και διάθεση αυτοπροβολής, δεν ήθελε να ενοχλεί ή να κουράζει. Μιλούσε τόσο σιγά οταν σήκωνε το τηλέφώνο, ώστε δεν ακουγόταν σχεδόν από τους γύρω της, σε βαθμό που κάποιοι να νομίζουν ότι έλεγε μυστικά.
Η προκατάληψη και η τάση κριτικής κάποιων συναδέλφων, καθώς και η διαστροφική συνήθεια να παρεξηγούνται ακόμη και οι πιό αγνές προθέσεις, τους έκαναν να τη χαρακτηρίσουν ως “σιγανοπαπαδιά”. Και μάλιστα να βγάλουν το συμπέρασμα ότι ο ρόλος της είναι ν' ακούει, να μαθαίνει γεγονότα και να τα μεταφέρει στην πολιτική διοίκηση. “'Ισως να είναι το καρφί κάποιου εκλεγμένου”, άφησαν να κυκλοφορήσει. Κι έτσι μετέδωσαν την καχυποψία τους, με αποτέλεσμα η ειλικρινής διάθεση και η προθυμία για συνεργασία της Σάντυ αντιμετωπίστηκε με επιφυλακτικότητα ή αδιαφορία, ένα είδος περιφρόνησης και, το χειρότερο, με κλειστές τις καρδιές.
Η δική της συμπεριφορά δεν φάνηκε να επηρεάζεται από την έλλειψη ανταπόκρισης. Ρωτούσε πάντα ταπεινά τι θα ήθελαν να κάνει και έδειχνε να νοιάζεται για τα προβλήματα των συναδέλφων. 'Οταν π.χ. η διπλανή της παραπονέθηκε για πονοκέφαλο και πόνο στον αυχένα, σηκώθηκε και της έκανε απαλό μασάζ με επιδέξια χέρια, μέχρι εκείνη να παραδεχθεί ότι πραγματικά την ανακούφισε και ότι πρόκειται για ιδιαίτερο χάρισμα..
'Ενα άλλο πρωί άφησε διακριτικά στα τρία γραφεία από ένα δεματάκι, λέγοντας: “Επιτρέψτε μου να σας προσφέρω λίγα χειροποίητα ζυμαρικά που έφερε η θεία μου από το χωριό. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο αλλά είναι νόστιμα, φτιαγμένα με αγνά υλικά. Αν θέλετε, να τα δοκιμάσετε”.
Η προκατάληψη πάλι δεν άφησε πολύ χώρο για εκτίμηση της ευγενιικής χειρονομίας. “Θέλει να μας καλοπιάσει”, ψιθύρισε η μιά υπάλληλος. Ποιός ξέρει τίνος ρουσφέτι είναι η πρόσληψή της;”.
'Οταν μια μέρα σύστησε το γιό της, όλοι ξαφνιάστηκαν. 'Ηταν ένα αγόρι, γύρω στα εικοσιπέντε, μάλλον άσχημο, με μια ιδιαίτερη νευρικότητα, με κάποια ίσως νοητική στέρηση, που δεν της έμοιαζε καθόλου. “Μοιάζει στον πατέρα του”, εξήγησε η Σάντυ. 'Ηταν εργάτης στην ίδια υπηρεσία, κι αυτός με σύμβαση. Η ίδια φαινόταν περήφανη για το παιδί της, του έδειχνε με κάθε τρόπο την τρυφερότητα και την αγάπη της και δεν φάνηκε να ενοχλείται από την αρνητική εντύπωση που προκάλεσε η παρουσία του.
Σε λίγο καιρό χρειάστηκε να τη στείλουν να βοηθήσει σε κάποιο άλλο γραφείο της υπηρεσίας αλλά αυτό δεν στενοχώρησε τις προηγούμενες συναδέλφους, αφού, παρά τις προθέσεις της, δεν είχε κατορθώσει να τους γίνει απαραίτητη. Σε λίγες μέρες ακούστηκαν σχόλια ότι η προϊσταμένη του τμήματος που τώρα υπηρετούσε, την εκτιμούσε ιδιαίτερα και αναφερόταν στο πρόσωπό της με σεβασμό, μάλιστα την καλούσε στο σπίτι της τα Σαββατοκύριακα. Και πάλι όμως αυτό δεν επηρέασε θετικά και δεν βοήθησε να αναιρεθούν κάπως οι αρνητικές ιδέες. Αντίθετα, κάποιες παρατήρησαν ότι δήθεν με πονηρία φρόντιζε να της ανανεώσουν τη σύμβαση.
Είχε δημιουργηθεί ένα τμήμα γυμναστικής για όσες ήθελαν να κάνουν χρήση μετά το ωράριό τους και μια μέρα ρώτησε αν μπορούσε να συμμετάσχει. Δεν υπήρξε αντίρρηση κι αυτό της έδωσε την ευκαιρία να συνδεθεί κάπως περισσότερο με δυο-τρεις συναδέλφους. Μίλησε λίγο για τον εαυτό της και τις δύσκολες συνθήκες που είχε αντιμετωπίσει από τον δύστροπο πρώην συζυγό της, την αγάπη που της έδειχναν οι δικοί του συγγενείς, ότι είχε χάσει πρόσφατα και τους δυο της γονείς και ότι το σπίτι που της είχαν κτίσει καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά. Τώρα είχε επιστρέψει στο παλιό πατρικό της σπίτι και προσπαθούσε να συνεχίσει τη ζωή της μαζί με το γιό της, προσπαθώντας να επουλώσει τις πληγές από τις οδυνηρές καταστάσεις που είχε ζήσει. Συγχρόνως στο γραφείο συνέχιζε πάντα με τον ίδιο τρόπο, με το χαμόγελο και την ευγένειά της, να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε, χωρίς ποτέ να εκφράσει οποιοδήποτε παράπονο ή αρνητικό σχόλιο για συναδέλφους.
Σιγά-σιγά και αθόρυβα άρχισε να κερδίζει την εκτίμηση και τη συμπάθεια αρκετών υπαλλήλων. Αποδείκνυε καθημερινά ότι η συμπεριφορά της και το ενδιαφέρον της ήταν γνήσια και ειλικρινή, χωρίς την παραμικρή διάθεση επίδειξης. Αξιοπρεπής, με αγνές προθέσεις, δεν ήθελε να κουράζει ούτε να πιέζει. Μόνο έδειχνε ότι ήταν πάντα εκεί, πρόθυμη και εξυπηρετική σε ό,τι τη χρειάζονταν.
Μιά μέρα ήλθε με μάτια κόκκινα και πρισμένα από το κλάμα. Σε σχετική ερώτηση απάντησε ότι διαγνώστηκε καρκίνος στο γιό της και έπρεπε να κάνει μια σειρά από χημειοθεραπείες.
Το αντιμετώπισε με υπομονή. 'Εκανε προσπάθεια να χαμογελά όπως πάντα, και μόνο ορισμένες φορές τα μάτια της δάκρυζαν. 'Ομως αυτό δεν επηρέαζε την προθυμία και την ευγένειά της. Σ' αυτές που την είχαν πλησιάσει περισσότερο ζητούσε δειλά να κάνουν μιά προσευχή για το παιδί της.
Αφού ολοκληρώθηκε ο κύκλος της θεραπείας, φάνηκαν θετικά αποτελέσματα. 'Οπως βεβαίωσαν οι γιατροι, το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε. Η Σάντυ ένιωσε μεγάλη ανακούφιση. 'Ομως, παρόλη τη χαρά στο βλέμμα της, κάτι αρρωστημένο άρχισε να φαίνεται στο πρόσωπό της. Κάποιος επίμονος πόνος την οδήγησε να υποβληθεί σε εξειδικευμένες εξετάσεις. Το αποτέλεσμα δεν ήταν καλό. Μεταστατικός καρκίνος. 'Επρεπε να υποβληθεί άμεσα σε σοβαρή επέμβαση για προσωρινή παράταση της ζωής της. Το δέχθηκε χωρίς παράπονο. Η μόνη της έννοια ήταν να μείνει το παιδί της στη δουλειά και να υπάρξουν άνθρωποι να του συμπαρασταθούν.
Μπήκε με θάρρος στο νοσοκομείο. Τη συνόδευσε μιά στενή της φίλη και δυο-τρεις συνάδελφοι που όψιμα είχαν αρχίσει να καταλαβαίνουν το μεγαλείο της ψυχής της. Μετανιωμένες γιά την αρχική προκατάληψή τους, αισθάνονταν θαυμασμό για την αγωνίστρια τωρινή φίλη τους και προσπάθησαν να βρίσκονται όσο περισσότερο μπορούσαν κοντά της όσες μέρες νοσηλεύθηκε αλλά και όταν γύρισε στο σπίτι.
'Ηλθαν πολύ κοντά όλο αυτό το διάστημα. Τους μίλησε περισσότερο για τις δοκιμασίες που είχε στη ζωή της, χωρίς όμως καμμιά μεμψιμοιρία ή αίσθηση αδικίας. Η γλυκύτητα στο πρόσωπό της είχε πλέον δώσει κάτι το μαρτυρικό στη μορφή της. Φάνηκε πιά σε όλο της το μέγεθος η γνησιότητα του εξαιρετικού χαρακτήρα της. Δεν παραπονέθηκε καθόλου για τον εαυτό της. Μοναδικό της μέλημα ο γιός της και η ανάγκη του για συμπαράσταση.
Τις τελευταίες μέρες φαινόταν να έχει δυνατούς πόνους. Η καρτερικότητά της ήταν υποδειγματική. Δεν ήθελε να κουράζει κανένα. Το χαμόγελό της έδειχνε την προσπάθειά της να μη στενοχωρεί τους άλλους. Τη Μεγάλη Εβδομάδα η θέλησή της ξεπέρασε την αδυναμία της και κατάφερε να βρεθεί στη θεία λειτουργία της Μεγάλης Πέμπτης και να κοινωνήσει των Αχράντων Μυστηρίων. 'Οταν γύρισε, η λάμψη στο βλέμμα της έδειχνε τη χαρά της. Είπε στις φίλες της πόση ευγνωμοσύνη αισθανόταν που ο Θεός την αξιωσε να μπορέσει να μεταλάβει.
Λίγο μετά το Πάσχα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με σοβαρή επιδείνωση της υγείας της. Λόγος αρνητικός δεν βγήκε από το στόμα της. Ευγενική όπως πάντα, χωρίς απαιτησεις από το νοσηλευτικό προσωπικό. Ευχαριστούσε για οποιαδήποτε προσπάθεια να την ανακουφίσουν.
Την τελευταία μέρα της επίγειας ζωής της, αγκάλιασε τις φίλες της με βλέμμα γεμάτο αγάπη. Κανένα παράπονο για τον εαυτό της. Θερμή παράκληση μόνο υπέβαλε στον επικεφαλής της υπηρεσίας που ήλθε δίπλα της, να μη σταματήσει από τη δουλειά το παιδί της. Και στις συναδέλφους να το βοηθήσουν αν έχει κάποια ανάγκη.
Μέχρι το τέλος ακολούθησε υπάκουα και αδιαμαρτύρητα τις εντολές των γιατρών και δέχθηκε με υπομονή τη βοήθεια των φίλων της να την ανεβάσουν στο κρεββάτι του ακτινολογικού θαλάμου για μια τελευταία ακτινογραφία, άσκοπη ίσως διαδικασία που προβλεπόταν στο νοσοκομείο. Ενώ τα μάτια της ήταν στραμμένα στην εικόνα του Χριστού στον απέναντι τοίχο, τα χέρια της άρχισαν να παγώνουν. Παρέδωσε την ψυχή της μ' ένα αναστεναγμό και στο πρόσωπό της φάνηκε η γλυκύτητα ενός αγγέλου. Πέταξε για τον ουρανό αθόρυβα και διακριτικά, όπως ήταν και η προηγούμενη ζωή της.
“Πόσο ανάξιες είμαστε και πόσο αργήσαμε να καταλάβουμε το πέρασμα μιας αγίας που έζησε ανάμεσά μας”, ψιθύρισε μια από τις φίλες της, ενώ απομακρύνονταν δακρυσμένες. “Ενός επίγειου αγγέλου”, συμπλήρωσε μια άλλη. “Τώρα βρίσκεται στο περιβάλλον που της ταιριάζει”.
Κ. Ρ.