Ο δυναμισμός θεωρείται κυρίως στοιχείο του ανδρικού χαρακτήρα. Υπάρχουν όμως γυναίκες που υπερτερούν σε μεγάλο βαθμό των ανδρών, όσον αφορά το στοιχείο αυτό.
Μια τέτοια δυναμική παρουσία ήταν η κυρία Ευαγγελία. 'Εξυπνη, δραστήρια, εργατική, αποφασιστική, σταθερή στις αρχές της και προ παντός ακλόνητη στην πίστη της.
Γεννημένη στην Κάρπαθο, είχε τη γνήσια λεβεντιά της αγνής νησιώτισσας και έφερε στην ψυχή της παραδόσεις που πήρε από προηγούμενες γενιές. Δεν έπαυε να διηγείται την ιστορία της γιαγιάς της που άναβε κάθε μέρα το καντήλι στο εκκλησάκι του αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και, αν καμιά φορά δεν πήγαινε επειδή είχε κάποιο πρόβλημα ή ήταν δύσκολες οι καιρικές συνθήκες, ο άγιος της χτυπούσε την πόρτα και της υπενθύμιζε την υποχρέωση που είχε αναλάβει. Ακόμα θυμόταν ότι της έλεγαν οι γονείς της ότι, όταν ήταν μωρό δυο μηνών περίπου, αρρώστησε βαριά και οι προβλέψεις όλων ήταν ότι δεν είχε ζωή αλλά ο θάνατός της ήταν θέμα ωρών. Την πήγαν τότε στην εκκλησία των αγίων Αναργύρων και προσευχήθηκαν θερμά και οι άγιοι έκαναν το θαύμα τους. Γιατρεύτηκε τελείως και από τότε ήταν γερή και σκληραγωγημένη, ικανή να επιβιώνει ακόμα και σε δύσκολες συνθήκες.
Μετά από λίγα χρόνια η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Είχε άλλες δύο μικρότερες αδελφές κι εκείνη, σαν μεγαλύτερη, αναλάμβανε τις περισσότερες ευθύνες. Στο σχολείο ήταν πρώτη μαθήτρια. Πανέξυπνη, με δημιουργικό μυαλό. Δεν ξεχνούσε ποτέ τους εξαιρετικούς δασκάλους που είχε στο Δημοτικό που, εκτός από τα μαθήματα, φύτευαν στην ψυχή των μαθητών την πίστη στο Θεό. Ο πρώτος, ο Σταύρος Γκατσόπουλος, κάθε Κυριακή παρακολουθούσε μήπως κάποιο παιδί απουσίαζε από την εκκλησία και, αν συνέβαινε αυτό, επισκεπτόταν τους γονείς του για να μάθει την αιτία. Ο δεύτερος, ο Νικόλαος Ψαρουδάκης, που έπαιζε και βιολί, τους μετέδιδε παράλληλα αξίες και ιδανικά.
'Οταν ήλθε η Γερμανική κατοχή με τα φοβερά της προβλήματα, κρατώντας τη μικρή αδελφή της στην αγκαλιά της, περίμενε υπομονετικά στην ουρά για το πενιχρό συσσίτιο. Βοηθούσε τον πατέρα της, τραβώντας το καρότσι με ξύλα που έκοβαν από τη Πεντέλη, για να τα πουλήσουν στο Σύνταγμα και πρόθυμα πήγαινε με τα πόδια να ποτίσει το κτήμα που είχαν στο Μαρούσι.
Μεγαλώνοντας έγινε μια πανέμορφη κοπέλλα. Είχε δυνατό χαρακτήρα και δεν υπέκυπτε στους πειρασμούς. 'Ηταν επίσης προικισμένη με μελωδική φωνή και τραγουδούσε τραγούδια του τόπου της. 'Οταν την άκουσαν από την Εταιρεία “Columbia”, της έκαναν πρόταση για συνεργασία με εξαιρετικούς όρους, επειδή όμως φοβήθηκε ότι το περιβάλλον ήταν αντίθετο με τις αρχές της, απέρριψε αποφασιστικά τις προτάσεις τους. Εκτός από το σπινθηροβόλο πνεύμα που διέθετε, είχε και στιχουργικό ταλέντο. Μπορούσε κατά περίπτωση να συνθέσει μαντινάδες και πολύ ωραία εμπνευσμένα στιχάκια.
Λαχτάρα της ήταν να σπουδάσει, όμως οι γονείς της δεν συμφωνούσαν, θεωρώντας ότι τα κορίτσια δεν χρειάζονταν μεγάλη μόρφωση. Γι' αυτό όταν της προτάθηκε να φοιτήσει στη Σχολή Κοπανέλη, δέχθηκε και πήρε την απόφαση να γίνει όσο το δυνατό καλύτερη μοδίστρα. Κι έτσι έγινε.
Δεν ήθελε να εμποδιστούν και οι αδελφές της να συνεχίσουν στο Γυμνάσιο και το Πανεπιστήμιο και έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της να τις στηρίξει για να τους δοθεί η δυνατότητα να προχωρήσουν στις σπουδές τους. Ακόμα κι όταν αργότερα αδικήθηκε από τους γονείς της κατά τη διανομή της περιουσίας τους, δεν θεώρησε σωστό να διεκδικήσει τα δικαιώματά της δικαστικά και τους συγχώρησε γι' αυτή τους την πράξη.
Ο σύζυγός της ήταν τίμιος και εργατικός και παρόλο που αρχικά δεν ήταν κοντά στην Εκκλησία, με τις προσπάθειες και τις προσευχές της, τελικά κατόρθωσε να φύγει από τη ζωή μετανοημένος και αναπαυμένος. Συμβούλευε πάντα και το μονάκριβο γιό της που υπεραγαπούσε να βρίσκεται στο δρόμο του Θεού και με τη συνεχή προσευχή της αξιώθηκε να τον καμαρώσει με πολύ ωραία οικογένεια.
'Εχοντας πάρει τις βάσεις της πίστης της στο Θεό από τα κηρύγματα του πνευματικού της π. Ιγνατίου, μετέπειτα Μητροπολίτη 'Αρτας, και στη συνέχεια του π. Μάρκου Μανώλη στο Διόνυσο, στάθηκε βράχος που στήριξε την οικογένειά της και στις αντιξοότητες της ζωής. Την περίοδο που η κυβέρνηση απαγόρευσε τη λειτουργία των λατομείων της Πεντέλης και ο σύζυγός της βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αφού έκλεισε και το δικό του, η μακαριστή Ευαγγελία, εκτός από τα όπλα της πίστης και της προσευχής, είχε και ένα άλλο, υλικό και πρακτικό: τη βελόνα της. Μ' αυτή κατόρθωσε όχι μόνο ν' ανταποκριθεί στις οικογενειακές υποχρεώσεις, αλλά και ν' αποκτήσει καλόγουστη τριώροφη κατοικία, η οποία έγινε με την επίβλεψη και φροντίδα της. Σταδιακά, επειδή η ραπτική τέχνη της ήταν άψογη, απέκτησε πελατεία από τις πλέον εύπορες κυρίες της Κηφισιάς, τις οποίες όμως χρέωνε πάντα με τιμιότητα και χωρίς ίχνος εκμετάλλευσης.
'Ηταν αυτό που λέμε “χρυσοχέρα”. Εκτός από ράψιμο, ήξερε να κεντάει, να πλέκει και να φτιάχνει κομποσχοίνια. Και όλα αυτά ήθελε να μην έχουν κανένα ελάττωμα. Της άρεσε ν' αγωνίζεται τα εργόχειρά της να είναι τέλεια. 'Οσο για τα πρόσφορα που έφτιαχνε, ήταν η χαρά των ιερέων που τα επιζητούσαν.
Η ίδια μπορούμε να πούμε ότι ζούσε ασκητικά. “Εγώ είμαι παιδί της κατοχής”, έλεγε “και μπορώ να επιβιώνω και με τα ελάχιστα”. 'Ηταν αυστηρή και απόλυτη στον εαυτό της και αυτό είχε ως συνέπεια να είναι αυστηρή και με τους άλλους. Θλιβόταν για τα ήθη των νέων της εποχής μας, που τα θεωρούσε απαράδεκτα, και έλεγε ότι, επειδή οι νέοι δεν ακολουθούν τις εντολές του Θεού, γι' αυτό τα μάτια τους είναι τόσο θλιμμένα και τους λείπει η γνήσια χαρά.
Είχε μεγάλο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους γύρω της. Δεν ήθελε να χαθεί καμιά ψυχή. Γι' αυτό προέτρεπε όλους τους γνωστούς και φίλους να παρακολουθούν ψυχωφελή κηρύγματα και κυρίως να μην παραλείπουν τη συμμετοχή τους στα μυστήρια της εξομολόγησης και Θείας Κοινωνίας και βοήθησε πολλούς ν' αλλάξουν πορεία.
Επειδή, λόγω και του επαγγέλματός της είχε κριτική ματιά, ιδιαίτερα στο ντύσιμο των γυναικών, στενοχωριόταν όταν έβλεπε κακόγουστη και άσεμνη ενδυμασία στον ιερό ναό και πολλές φορές έκανε σχετικές παρατηρήσεις, που μερικές παρεξηγούσαν και αντιδρούσαν αρνητικά. Δεν ήθελε το κακό κανενός. Οι προθέσεις της ήταν πάντα να βοηθήσει ενημερώνοντας τους άλλους που έβλεπε ότι ήταν ακατήχητοι και να τους φέρει στο σωστό δρόμο. Βέβαια υπήρξαν και κάποιες περιπτώσεις που έφθανε σε υπερβολές και το αποτέλεσμα δεν ήταν το επιδιωκόμενο. 'Ομως έκανε την αυτοκριτική της όταν φίλοι της έλεγαν ότι δεν πρέπει να υπερβαίνει κάποια όρια.
Την εξέφραζε το βιβλίο του π. Νεκταρίου, Μητροπολίτη 'Αργους “Υπεύθυνοι για όλα”, το οποίο εφάρμοζε στη ζωή της. Δεν άφηνε να πηγαίνει χαμένη καμμιά ευκαιρία για δράση. 'Οταν σταμάτησε λόγω ηλικίας να ράβει επαγγελματικά, έπαιρνε πρωτοβουλίες σε κάθε τομέα που μπορούσε να βοηθήσει. 'Εραβε ιερατικά άμφια, δραστηριοποιήθηκε για την ανέγερση ενοριακού ναού στην περιοχή της, δημιούργησε δική της δανειστική βιβλιοθήκη για να βοηθήσει να έλθουν σε επαφή με τη θεία διδασκαλία όσο περισσότεροι άνθρωποι ήταν δυνατό. Οργάνωσε βοήθεια για την 'Ενωση Πολυτέκνων, διαθέτοντας χώρο στο σπίτι της για τη συγκέντρωση ρουχισμού που της έφερναν, αφού είχε ενημερώσει ευρέως γι' αυτό. 'Επλεκε σκουφιά για μοναχούς και τα έστελνε σε διάφορες ορθόδοξες μονές όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στο εξωτερικό. Επίσης είχε αναλάβει να μοιράζει κάθε Κυριακή την εφημερίδα “Ορθόδοξος Τύπος” στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Δημητρίου.
Δεν λύγιζε μπροστά στα προβλήματα της ζωής, τις δυσκολίες και τις αρνητικές καταστάσεις. Προσευχόταν, όχι μόνο για τα δικά της θέματα, αλλά και για κάθε άλλον που βρισκόταν σε δυσάρεστη θέση. “Κάνω κομποσχοίνι για σένα”, έλεγε. “Μη φοβάσαι, όλα θα πάνε καλά”. Και καθημερινά έδειχνε το ενδιαφέρον της μέχρι να περάσει η μπόρα. Πρόθυμη να βοηθήσει με όποιον τρόπο μπορούσε, συγκινούσε με την ειλικρινή της διάθεση να προσφέρει. Απέδειξε το μέγεθος της πίστης της όταν συνέβη ατύχημα στο αγαπημένο της παιδί και πάλι με την προσευχή της στάθηκε δίπλα του μέχρι την πλήρη ανάρρωσή του.
'Εφυγε για τον ουρανό, σε ηλικία ενενήντα τριών χρόνων, μετά από ολιγοήμερη ασθένεια. Τώρα μπορεί να παρακολουθεί με ικανοποίηση την πρόοδο της οικογένειας του γιού της που άφησε πίσω της και που ακολουθεί το παράδειγμά της, τηρώντας τις θείες εντολές και συνεχίζοντας τη δική της παράδοση.
Κ. Ρ.