Οι γυναίκες των προηγούμενων χρόνων δεν έμοιαζαν τόσο με τις σημερινές. 'Οχι όλες, βέβαια, αλλά υπήρχαν πολλές που ο καθημερινός τους αγώνας ήταν απίστευτος με τα τωρινά δεδομένα.
Μια απ' αυτές ήταν η Κυρα-Λένη. Γεννημένη σ' ένα χωριό της Πελοποννήσου, ήλθε στην Κηφισιά πολύ νέα κοπέλλα, για να εργαστεί ως εσωτερική σε μια πλούσια οικογένεια. Κουραζόταν κάθε μέρα πολύ, αλλά περίμενε την Κυριακή να χαρεί τη Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια το μάθημα του Κατηχητικού. Εκεί γνωρίστηκε με δυο άλλες σοβαρές νέες που επίσης εργάζονταν σε άλλες οικογένειες εκεί κοντά. Είχαν και οι τρεις τις ίδιες αρχές κι έτσι με τον καιρό έγιναν στενές φίλες και η συντροφιά της καθεμιάς ήταν πολύτιμη για τις άλλες. Μοιράζονταν τις ανησυχίες τους για τους γονείς και τ' αδέλφια τους στο χωριό και μερικές φορές και τα παράπονά τους για την άδικη συμπεριφορά των κυριών τους.
Κάποια στιγμή, κι ενώ είχε περάσει τα τριάντα, της έκαναν συνοικέσιο μ' έναν ντόπιο κάτοικο της Κηφισιάς, ιδιοκτήτη ταβέρνας–εστιατορίου και, βλέποντας ότι περνούσαν τα χρόνια, αποφάσισε να δέσει τη ζωή της μαζί του.
Δεν άργησε όμως να καταλάβει ότι ο σύζυγός της μάλλον χρειαζόταν υπηρετικό προσωπικό για το κατάστημά του, καθώς και νοσοκόμα για άρρωστο συγγενή του. Παρά την απογοητευτική της διαπίστωση, ανταποκρίθηκε με προθυμία στα νέα της καθήκοντα. Στα τραπέζια του εστιατορίου σερβιρίζονταν καλομαγειρεμένα φαγητά πάνω σε πεντακάθαρα σιδερωμένα τραπεζομάντηλα πλυμένα καθημερινά στη σκάφη. Κι όταν τελείωναν αυτές οι “επαγγελματικές” υποχρεώσεις, έπρεπε να φροντίσει τον άρρωστο μέχρι αργά τη νύχτα και μετά να προλάβει κι αυτή να κλείσει για λίγες ώρες τα μάτια της και να αναπαύσει το κατάκοπο κορμί της.
'Οσο για τη συμπεριφορά του συζύγου της, αυτή κι αν ήταν μαχαιριά στην καρδιά της. Σκληρή, αυταρχική, όλο διαταγές και απαιτήσεις. Αντίστοιχη κι αυτή των άλλων μελών της οικογένειάς του που της φέρονταν με περιφρόνηση. 'Ομως προσπαθούσε να κάνει υπομονή,και να σκύβει το κεφάλι προσπαθώντας να καλύπτει τις παράλογες απαιτήσεις τους.
Είχε μεγάλη πίστη στο Θεό και ιδιαίτερη αγάπη στην Παναγία Ελευθερώτρια. Σ' αυτήν έλεγε τον πόνο της και ζητούσε τη βοήθειά της για το κάθε τι. Πιο πολύ την παρακαλούσε να της χαρίσει παιδιά που λαχταρούσε και υπεραγαπούσε, γιατί, όπως διαπίστωσε, υπήρχε πρόβλημα και φαινόταν αδύνατο να τεκνοποιήσει.
Και η στοργική μητέρα του Κυρίου μας που αγαπάει όλους τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τους ταπεινούς, είδε τα δάκρυα της Ελένης και άκουσε τις δεήσεις της. Και με τρόπο που καμμιά επιστήμη δεν θα μπορούσε να εξηγήσει, έγινε μητέρα δυο φορές. Απέκτησε ένα αγόρι και ένα κορίτσι, που ήταν ο θησαυρός της. Δεν παρέλειπε ποτέ, μέχρι το τέλος της ζωής της, να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της προς την Θεοτόκο και να λέει: “Αυτά είναι δώρα της Παναγίας της Ελευθερώτριας”.
Πέρασαν τα χρόνια με καθημερινό αγώνα μεταξύ μαγαζιού και σπιτιού και την προσπάθεια να κάνει ό,τι καλύτερο για τα παιδιά της. Κάποτε ο άντρας της αρρώστησε. Τον φρόντισε κι αυτόν με προθυμία και δεχόταν υπομονετικά τις εκδηλώσεις του δύστροπου χαρακτήρα του, καθώς και τους προσβλητικούς και απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς του προς το πρόσωπό της, μέχρις ότου η αρρώστια του τον οδήγησε στο θάνατο.
'Ηδη το εστιατόριο είχε κλείσει και τα παιδιά της ήταν σε ηλικία που δεν ήταν απαραίτητη η συνεχής παρουσία της στο σπίτι. Αυτό της έδινε τη δυνατότητα να βρίσκεται περισσότερο κοντά στην αγαπημένη της Παναγία Ελευθερώτρια και να συμμετέχει με ευλάβεια στις ακολουθίες που τελούνταν στον ιερό ναό της. Η καλή της καρδιά τρεφόταν από τα ιερά μυστήρια και εκδήλωνε με κάθε τρόπο την αγάπη της προς τους συνανθρώπους της.
Η χαρά των άλλων ήταν και δική της χαρά. Το ίδιο και η λύπη και η ανάγκη τους αποτελούσαν δικό της μέλημα και πρόβλημα. 'Οταν για παράδειγμα μάθαινε για το γάμο κάποιων νέων γνωστών της, ακόμα κι αν δεν ήταν καλεσμένη, πήγαινε στην εκκλησία και δεν παρέλειπε να δώσει το δώρο της, να προσευχηθεί για την ευτυχία τους και να τους δώσει τις εγκάρδιες ευχές της. Το ίδιο έκανε και στις δύσκολες περιστάσεις του περιβάλλοντός της. 'Οταν αρρώστια ή θάνατος κτυπούσαν κάποια οικογένεια, ήταν παρούσα να βοηθήσει.
Δεν ξεχνούσε ποτέ τις ονομαστικές γιορτές των φίλων. Και, κάτι που ποτέ δεν έλεγε αλλά μαθευόταν κάποτε από στόμα σε στόμα, έκανε μεγάλες προσπάθειες να φέρει στο δρόμο του Θεού κάποιες ψυχές που είχαν παραστρατήσει και υπήρχε φόβος να χάσουν την ψυχή τους.
Είχε ένα καροτσάκι για ψώνια και όταν στον κήπο της άνθιζαν ανοιξιάτικα λουλούδια, έφτιαχνε ευωδιαστά μπουκέτα και συνήθως, μαζί με γλυκά ή ένα καλόγουστο δωράκι, τα πρόσφερε με χαρά σε φίλους και σε ανθρώπους που της είχαν προσφέρει ακόμα και την πιο ασήμαντη βοήθεια. Δεν έπαψε ποτέ να εκφράζει την ευγνωμοσύνη της για την οποιαδήποτε εξυπηρέτηση της έκανε κάποιος και να δίνει ευχές για υγεία και χαρά στην οικογένειά του.
Από τα χείλη της έβγαινε πάντα καλός λόγος. Μονο καμιά φορά στο στενό περιβάλλον φίλων, της ξέφευγε το παράπονο για την άδικη συμπεριφορά του άντρα της αλλά και πάλι πρόσθετε: “Η Παναγία να τον οδηγήσει σε καλό προορισμό”.
Συμβούλευε τους μικρότερους σε ηλικία να προσέχουν πολύ και να αποφεύγουν τη συναναστροφή με κόλακες. “Αυτοί”, έλεγε, “είναι οι πιο επικίνδυνοι άνθρωποι. Σε μαγεύουν με τις ψεύτικες κολακείες τους και χωρίς να το καταλάβεις σε παρασύρουν εκεί που θέλουν”. Αντίθετα εκτιμούσε τους ευθείς και ειλικρινείς χαρακτήρες.
Καθώς τη βάραινε η ηλικία, εκτός από τη συσσωρευμένη κούραση που εκδηλώθηκε με πόνους στα πόδια, μια ανεπιτυχής επέμβαση καταρράκτη είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια της όρασης από το ένα μάτι και μετά από λίγα χρόνια από κάποιο άλλο πρόβλημα άρχισε η σταδιακή μείωση της οπτικής ικανότητας στο άλλο μάτι, ώσπου έβλεπε μόνο σκιές και μετά τυφλώθηκε τελείως. Παράλληλα υπήρχε μειωμένη ακοή που κατέληξε σε απώλεια και μπορούσε να συνεννοηθεί μόνο με τη χρήση ακουστικών.
Οι συνθήκες που επικρατούσαν στον τόπο κατοικίας της ήταν ιδιαίτερα δύσκολες και με τα διαρκώς επιδεινούμενα προβλήματα δεν ήταν δυνατό να παραμείνει χωρίς συνεχή φροντίδα. Γι' αυτό τα καλά της παιδιά φρόντισαν να βρουν τον καλύτερο οίκο ευγηρίας για να της προσφέρουν την άνεση που της ήταν απαραίτητη στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Μάλιστα, για να μη στενοχωριέται ότι τα επιβαρύνει, την άφησαν μέχρι τέλους να πιστεύει ότι τα για τα έξοδα ήταν αρκετή η σύνταξή της, ενώ στην πραγματικότητα αυτή κάλυπτε μόνο ένα μικρό μέρος της δαπάνης και τα υπόλοιπα τα πλήρωναν τα παιδιά της.
Δυο-τρία χρόνια πριν φύγει από τη ζωή ένα κάταγμα από πτώση την άφησε τελείως ανήμπορη να σηκωθεί και έμενε πλέον μόνιμα στο κρεββάτι, χωρίς να βλέπει και με πολύ μικρή ακουστική ικανότητα. 'Ομως το μυαλό και η μνήμη της έμειναν αμείωτα. Πέρασε μεγάλη θλίψη όταν στερήθηκε τη συντροφιά και τη βοήθεια της αγαπημένης μικρότερης αδελφής της που είχε ακόμα δυνάμεις και τη φρόντιζε αλλά έφυγε από τη ζωή μετά από μια ολιγοήμερη ασθένεια. Αλλά τα παιδιά της βρίσκονταν καθημερινά κοντά της, ώστε να μην την παραμελεί το προσωπικό του ιδρύματος.
'Εδειχνε μεγάλη χαρά κι ευγνωμοσύνη όταν την επισκέπτονταν δικοί της άνθρωποι που ήταν ελάχιστοι, γιατί δεν είχε γνωστοποιήσει τη νέα της διεύθυνση σε όσους θα πήγαιναν μόνο από τυπική υποχρέωση. Αλλά και τους πραγματικούς της φίλους δεν ήθελε να τους κουράζει και μετά από λίγο τους έλεγε να μην παραμελούν τις δικές τους υποχρεώσεις για να διαθέτουν χρόνο για εκείνη. Οι ευχές και οι ευχαριστίες της συνόδευαν τον επισκέπτη μέχρι έξω και κυρίως η διαβεβαίωση ότι δεν τον ξεχνάει ποτέ στις προσευχές της που ήταν πια η μόνιμη ασχολία της.
Παρ' όλη την υπομονή και την προσπάθειά της να μη στενοχωρεί κανένα, τον τελευταίο καιρό, κουρασμένη από την κατάστασή της, ζητούσε με ευγένεια από τους επισκέπτες: “Παρακαλώ προσευχηθείτε στην Παναγία την Ελευθερώτρια να με πάρει στον προορισμό μου”.
Η Παναγία μας και πάλι της έκανε το χατήρι και την πήρε λίγες μέρες πριν από την πανδημία του κορωνοϊού,σε ηλικία 98 ετών, απαλλάσσοντάς την απο τις δύσκολες συνθήκες που θα επικρατούσαν την επόμενη περίοδο και θα της στερούσαν την παρουσία των παιδιών της.
Καθένας που τη γνώρισε έχει την ανάμνηση μιας απλής πιστής γυναίκας με μεγάλη καρδιά και αγάπη. Η ζωή της ήταν ένας διαρκής αγώνας πρόθυμης και ταπεινής προσφοράς, που βασιζόταν στην πίστη της στο Χριστό και την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο της Παναγίας μας.
Καλό Παράδεισο Κυρα – Λένη!
Κ. Ρ.