Εάν θελήσει κάποιος ν’ ασχοληθεί με το πρόσωπο του ι. Αυγουστίνου, συναντά μια δυσκολία. Έχει κάποιο πρόβλημα. Γιατί ο ι. Αυγουστίνος δεν είναι μια συνηθισμένη προσωπικότητα, δεν είναι ένας απλός άγιος της Εκκλησίας μας. Αλλά είναι μια πολύεδρη προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα με πολλές πλευρές, με πολλά χαρίσματα, κι όταν θελήσει κάποιος να τη δει δεν ξέρει από πού ν’ αρχίσει και που να τελειώσει. Και τι δεν ήταν· σοφός, φιλόσοφος, θεολόγος, συγγραφεύς, επίσκοπος, αγωνιστής κατά των αιρετικών, ρήτωρ και άλλα πολλά. Αναρίθμητες οι ιδιότητες και αναρίθμητα τα χαρίσματά του. Αλλά ο κάθε άνθρωπος κι ο κάθε άγιος έχει κάτι το κεντρικό, κάτι το χαρακτηριστικό. Έχει κάτι που μόνο αυτός το έχει σ’ αυτό το βαθμό. Και νομίζω ότι στο ι. Αυγουστίνο ένα είναι το σημείο που πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας και να το δούμε πολύ βαθειά. Και αυτό το σημείο είναι η επιστροφή του ι. Αυγουστίνου. Η μετάνοια του αγίου.
Η επιστροφή από την κοσμική σοφία στη θεία· η επιστροφή από την ακόλαστη κ’ έκλυτη ζωή στην ενάρετη· η επιστροφή από την πλάνη της αιρέσεως στην αλήθεια της Ορθοδοξίας. Η επιστροφή αυτή δεν ήταν κάτι το εύκολο. Δεν ήταν έστω μια δύσκολη ανοδική πορεία αλλά που να συνεχιζόταν σταθερά. Ήταν ένα πέρασμα μέσα από λαβύρινθο. Ήταν ένα συνεχές σκαμπανέβασμα. Ο Αυγουστίνος μια χτυπούσε την πόρτα του Θεού, μια την πόρτα του διαβόλου. Μια πατούσε στην κορυφή, μια βούλιαζε στα έλη. Μια τον καθοδηγούσαν τ’ άστρα, μια τον σέρναν οι δαίμονες. Η μεταστροφή του δεν ήταν τύπου Σαούλ, που το άκτιστο φως πέφτει όλο μονομιάς και σέρνει την ψυχή προς τον Θεό, αλλά ήταν συγκέντρωση ακτίνων σε πολύ αργό ρυθμό στο ίδιο μέρος, μέχρις ότου ανάψει η θεία πυρκαγιά.
Σ’ αυτή τη συγκέντρωση των ακτίνων, μέχρι ν’ ανάψει η πυρκαγιά της θείας χάριτος, συντέλεσαν και συνέβαλαν πολλοί παράγοντες. Ας τους αναφέρουμε και ας τους σχολιάσουμε, γιατί έτσι θα κατανοήσουμε δια πόσων μέσων και τρόπων κατεργάζεται ο Θεός το έργο της μετανοίας και επιστροφής εις Αυτόν.
Α΄. Οι θλίψεις και τα κτυπήματα της ζωής.
Η πρώτη σύγκρουση του Αυγουστίνου με το περιβάλλον ήτανε στα έξη του χρόνια, όταν τον πήγανε στο σχολείο. Αυτός ο κατόπιν λόγιος, στις αρχές έτρεφε μίσος για τα βιβλία· με αποτέλεσμα ο δάσκαλός του να τον τιμωρεί με βιτσιές. Αυτό τον έθλιβε και τον ταπείνωνε αφάνταστα. Αυτό το ξύλο ωστόσο του άνοιξε τον δρόμο της προσευχής. Έπεφτε στα γόνατα και παρακαλούσε το Θεό να του τις βρέχουν λιγώτερες. Ήτανε προσευχές βέβαια παιδικές, μια ευλάβεια εγωιστική και χοντροκομμένη, πάντως ήτανε προσευχές· άρχιζε να νιώθει πως σ’ αυτό τον κόσμο δεν είχε άλλο σύμμαχο και άλλη ελπίδα από το Θεό.
Επίσης, ενώ ήτανε έφηβος, μια μέρα έπεσε στο κρεβάτι με δυνατή θέρμη, από ένα πόνο στο στήθος. Πίστευαν, πως δεν θα γλύτωνε το θάνατο. Ευθύς ζήτησε φλογερά να τον βαφτίσουν. Απρόοπτα όμως σε λίγο έγινε καλά και η μητέρα του, που έβλεπε το άστατο του χαρακτήρα του, δεν τον άφησε να βαπτισθεί, για να μη μολύνει το βάπτισμα με τις αμαρτωλές απερισκεψίες του.
Άλλο επεισόδιο που δείχνει την ωφέλεια των θλίψεων στο να προσεγγίσουμε το Θεό είναι το εξής. Είκοσι ετών γυρίζει από σπουδές στην Καρχηδόνα, στην πατρίδα του την Ταγάστη. Είναι μορφωμένος, έχει φίλους, οικονομική άνεση, αλλά είναι δούλος στην ματαιοδοξία, στον μανιχαϊσμό, στην αστρολογία. Ολοένα και βυθίζεται πιο πολύ στην πλάνη.
Στην πατρίδα του συνάντησε έναν από τους παιδικούς του φίλους, που τώρα είχε πάρει στην καρδιά του την πρώτη θέση. Δεν ζούσανε παρά ο ένας για τον άλλο. Ο φίλος του αυτός ήτανε χριστιανός αλλά παρασύρθηκε από τον Αυγουστίνο στο μανιχαϊσμό. Ξαφνικά αρρώστησε βαρειά και έχοντας χάσει τις αισθήσεις του οι γονείς του τον βάφτισαν. Ο Αυγουστίνος αντιμετώπισε ειρωνικά το γεγονός. Το είδε σαν μια κωμωδία, σαν μια φάρσα θρησκόληπτων ανθρώπων. Όταν όμως ο φίλος του ανέρρωσε και προσπάθησε να τον ενημερώσει γι’ αυτή την κωμωδία, εκείνος με σκληρό βλέμμα και πάνινα χείλη τον επέπληξε λέγοντας· «Αν θες να μείνουμε φίλοι, πάψε να μιλάς έτσι γι’ αυτό».
Ήτανε μια επίπληξη του Θεού μέσα από τα χείλη του φίλου. Ο θάνατος όμως δεν έφυγε και ο φίλος του σε λίγο πέθανε. Η ψυχή του Αυγουστίνου σπαράχτηκε, μάτωσε, διαλύθηκε από τον πόνο. Δεν έχουμε άλλες λεπτομέρειες για το γεγονός αυτό, αλλά είναι σίγουρο ότι ο θάνατος του φίλου του, όπως και η απάντησή του, ήταν ένα από τα πολλά γεγονότα που βοήθησαν τον ι. Αυγουστίνο να επιστρέψει στο Θεό. Και πράγματι για να διασκεδάσει τον πόνο του φεύγει στη Καρχηδόνα, αργότερα στη Ρώμη και μετά στα Μεδιόλανα, όπου συλλαμβάνεται από το Θεό.
Λέγει ο άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, ότι ο άνθρωπος μετά την πτώση «προς μεν την ηδονήν την όλην έσχεν ορμήν, προς δε την οδύνην την όλην αποφυγήν· της μεν κατά πάσαν υπεραγωνιζόμενος δύναμιν, την δε κατά πάσαν σπουδήν καταγωνιζόμενος». Κι όμως βασικό στοιχείο της επιστροφής του ανθρώπου προς τον Θεόν είναι ο πόνος και η θλίψις. Όπως λέγει ο ίδιος ο Χριστός, ο πόνος και η θλίψις είναι οδός που οδηγεί εις θεογνωσίαν· «Ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε οι γονείς αυτού, αλλ’ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ» (Ιωάν. 9,3) απάντησε στους μαθητές του, όταν εκείνοι αντίκρυσαν τον εκ γενετής τυφλόν. Και ο ι. Αυγουστίνος, εάν γνώρισε τον Θεό και επέστρεψε σ’ Αυτόν, πολύ συνετέλεσε ο πόνος.
Β΄. Η φιλοσοφία.
Πολύ περίεργος θα φανεί εκ πρώτης όψεως ο παράγων αυτός. Θα γελάσουν μερικοί και θα καγχάσουν στην ιδέα, ότι η θύραθεν γνώση οδηγεί εις μετάνοια. Και όμως αυτό συμβαίνει στον ι. Αυγουστίνο. Υπάρχουν δυο συγγραφείς, ο Λούκιος Απουλήιος και ο Κικέρων, που επέδρασαν πολύ στο ψυχικό του είναι. Ο πρώτος Αφρικανός φιλόσοφος και λόγιος, μυστικοπαθής συγγραφεύς, έχει γράψει τις «Μεταμορφώσεις», τον «Χρυσό όνο», «Απολογία για τη μαγεία», κ.ά.. Σαχλά και ανόητα πράγματα για μας τους χριστιανούς. Όμως για τον Αυγουστίνο την εποχή εκείνη ο Απουλήιος ήταν ο πρώτος που τον απάλλαξε από την θεοποίηση του λογικού. Ο Αυγουστίνος τον μνημονεύει συχνά στο «De Civitate Dei».
Ο δεύτερος συγγραφεύς, ο Κικέρων, έγραψε ένα έργο χαμένο τώρα, τον «Ορτένσιο», το οποίο γνωρίζουμε από σχετικά χωρία του Αυγουστίνου. Ήταν ένας διάλογος για την αληθινή φιλοσοφία. Ο ρήτορας Ορτένσιος υπεραμυνόταν της ρητορικής τέχνης και της παντοδυναμίας του λόγου. Οι άλλοι λέγαν, ότι η θεία σοφία είναι πολύ ανώτερη από τον καθαρό λόγο. Ο Αυγουστίνος ως τότε πίστευε, όπως και ο Ορτένσιος, πως η κυριαρχία του λόγου ήταν ο πιο υψηλός σκοπός του πνευματικού ανθρώπου. Ο Απουλήιος του είχε δώσει από καιρό την υποψία ενός άλλου κόσμου, μα χωρίς να του αλλάξει τις σκέψεις. Ο Κικέρων τώρα τον έσπρωχνε προς αυτόν. Ο Αυγουστίνος, επηρεασμένος από τον «Ορτένσιο» αρχίζει να διαβάζει Αγία Γραφή.
Τι βλέπουμε εδώ; Ότι ο Θεός κρύβεται πολλές φορές· βάζει τις παγίδες του, βάζει τα δόκανά του, σε πράγματα που πολλές φορές είναι εκτός Εκκλησίας. Ας θυμηθούμε την περίπτωση των μάγων που προσκύνησαν τον Χριστό. Τι τους οδήγησε εκεί; Ένα αστέρι περίεργο. Ένα αστέρι που δεν ήταν σαν τ’ άλλα τ’ αστέρια. Έλαμπε και την ημέρα· πιο πολύ και από τον ήλιο, για να μπορούν να το βλέπουν οι μάγοι και να το ακολουθούν. Στέκονταν οι μάγοι για να ξεκουραστούν, στεκόταν και τ’ αστέρι. Πετούσε πολύ χαμηλά, για να τους δείχνει το δρόμο. Και στο τέλος πήγε και στάθηκε πάνω από την οικία που γεννήθηκε ο Χριστός. Ας προσέξουμε· οι μάγοι ήρθαν στο Χριστό, γιατί ήταν αστρολάτρες μεν αλλά αγνές ψυχές. Και συγκαταβαίνει ο Κύριος να έρθουν κοντά Του με οδηγό την ατελή πίστη τους.
Λέγει ο Νίτσε στον «Ζαρατούστρα» του·
«Ακαθόριστε! Κρυμμένε! Τρομερέ!
Συ, κυνηγέ, πίσω από τα σύννεφα ρίχνεις σαν αστραπή
το βλέμμα περιπαικτικά, που από τα σκοτάδια με θεωρεί
έτσι πέφτω χάμω, λυγίζω, στριφογυρίζω
βασανισμένος απ’ όλα τα αιώνια μαρτύρια
χτυπημένος από σένα, πετρόκαρδε κυνηγέ.
Άγνωστε συ Θεέ».
Ο Μ. Αντώνιος παραπονείται για τις παγίδες του σατανά που τις βλέπει απλωμένες παντού. Και ο Νίτσε όμως παραπονείται που βλέπει τις παγίδες του Θεού παντού μα παντού. Μας πολιορκεί η αμαρτία, μας πολιορκεί και η χάρις. «Ού επλεόνασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις» (Ρωμ. 5,20). Μας κυνηγά ο διάβολος, μας κυνηγά και ο Θεός συνεχώς, χωρίς να καταργεί βέβαια την ελευθερία μας. Μέσα από αστρολογίες, μαγείες, φιλοσοφίες· μέσα στο σκυλάδικο, στη ντισκοτέκ, στο πορνείο· παντού-παντού. Όχι ότι πρέπει να πάμε εκεί· αλλά ποτέ να μη μας πιάνει μια απόγνωση, μια λύπη, μια ηττοφοβία τι θα γίνουμε και πως θα σωθούμε. Παντού ο διάβολος, παντού κι ο Θεός· και στα πιο απίθανα μέρη.
Γ΄. Τα δάκρυα της μητέρας του.
Είναι γνωστό το περιστατικό εκείνο, που πήγε η αγία Μόνικα σ’ ένα επίσκοπο και του είπε· «Σε παρακαλώ έλα να μιλήσεις με το παιδί μου. Είναι μανιχαίος, είναι ακόλαστος, το έχω χάσει εντελώς». Κι ο επίσκοπος δεν ήθελε. Δεν ξέρουμε γιατί· ίσως ήταν πολυάσχολος ή αδιάφορος ή τεμπέλης. Πάντως ό,τι κι αν συνέβαινε δεν ήθελε. Η Μόνικα πάντως δεν ησύχαζε και συνέχεια πήγαινε και τον ενοχλούσε. Οπότε μια μέρα εκνευρισμένος ξεσπά επάνω της και της λέγει· «Άσε με ήσυχο, δεν μπορεί ένα παιδί τόσων δακρύων να χαθεί· ο Θεός κάποια μέρα θα το επιστρέψει». Και πράγματι έτσι κ’ έγινε.
Πολύ διδακτικό και ψυχωφέλιμο το γεγονός αυτό. Δείχνει ότι βασικός παράγων για τη μεταστροφή του αμαρτωλού είναι η αγάπη και το ενδιαφέρον, που δείχνουν οι άλλοι χριστιανοί προς αυτόν.
Έτσι βλέπουμε στο Ευαγγέλιο να μεταφέρουν ένα παραλυτικό πάνω στο κρεβάτι τέσσερις άνθρωποι και να μη μπορούν να προσεγγίσουν το σπίτι, όπου ήταν μέσα και κήρυττε ο Χριστός. Κι ανεβαίνουν πάνω στη στέγη, βγάζουν τις πλάκες, κι από κει τον κατεβάζουν. «Ιδών δε ο Ιησούς την πίστιν αυτών λέγει τω παραλυτικώ· τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου… έγειρε άρον τον κράβαττόν σου και ύπαγε εις τον οίκο σου» (Μαρκ. 2,5-11). Τι φοβερό χωρίο αυτό! Παρουσιάζει το Χριστό να χαρίζει υγεία ψυχική και σωματική, έχοντας ως αφορμή τις ικεσίες των γνωστών του παραλυτικού. Βέβαια λέγουν οι θεολόγοι ότι και ο παραλυτικός είχε πίστη, διότι δεν θα δεχόταν να τον ανεβάσουν εκεί· και ίσως εκείνος να τους παρακάλεσε και έτσι υπήρχε και η προσωπική συνεργασία. Διότι το τονίζει ο Θεός στην Π. Διαθήκη ότι, όταν δεν υπάρχει η προσωπική θέληση, δεν ακούει τις προσευχές των αγίων υπέρ των αμαρτωλών· «Και συ μη προσεύχου περί του λαού τούτου και μη αξιού του ελεηθήναι αυτούς και μη εύχου και μη προσέθης μοι περί αυτών, ότι ουκ εισακούσομαι» (Ιερ. 7,16) και «Εάν στή Μωυσής και Σαμουήλ πρό προσώπου μου, ουκ έστιν η ψυχή μου προς αυτούς» (Ιερ. 15,1). Εν τούτοις όμως στην περίπτωση του παραλυτικού ο Χριστός, ξεκάθαρα, παίρνει αφορμή για να δώσει άφεση από την προσπάθεια που κατέβαλαν οι συνοδοί του.
Ας θυμηθούμε και τη Χαναναία, τη τόσο όμορφη ψυχικά και τόσο θαυμαστή ηρωίδα της Κ. Διαθήκης. Βλέπει το Χριστό και κραυγάζει· «Ελέησόν με» (Ματθ. 15,22). Δεν λέει ελέησον την κόρη μου, αλλά «ελέησόν με». Γιατί είναι η σάρκα της, είναι η προέκταση του εαυτού της, είναι το αίμα της. Αλλά και γιατί είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού. Μη το ξεχνάμε αυτό· δεν σωζόμαστε από μόνοι μας· δεν σωζόμαστε ως αυθύπαρκτες οντότητες, σαν ξεχωριστά σώματα, αλλά ως μέλη της Εκκλησίας, δείχνοντας ενδιαφέρον και αγάπη ο ένας για τον άλλον. Πρέπει ο πόνος του άλλου να είναι και δικός μας πόνος, και η χαρά του άλλου και δική μας χαρά. Ποτέ μην πούμε τα ψυχρά και άκαρδα λόγια του Κάιν, όταν τον ρώτησε ο Θεός πού είναι ο αδελφός σου κ’ εκείνος απάντησε· «Ου γινώσκω· μη φύλαξ του αδελφού μου ειμί εγώ;» (Γεν. 4,9). Πρέπει να προσέξουμε πολύ αυτό που λέγει η Γραφή ότι την εποχή του αντίχριστου δεν θα υπάρχει αγάπη. «Δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη των πολλών» (Ματθ. 24,12) και «τότε σκανδαλισθήσονται πολλοί και αλλήλους παραδώσουσι και μισήσουσιν αλλήλους» (Ματθ.24,10). Κι αυτό που λέγει ο Παύλος στους Κορινθίους, οι οποίοι εκαυχώντο για τα χαρίσματά τους και πίστευαν ότι έχουν φθάσει σε μεγάλα ύψη πνευματικότητας. Κορίνθιοι, «έτι σαρκικοί εστέ. Όπου γάρ εν υμίν ζήλος και έρις και διχοστασίαι, ουχί σαρκικοί εστε και κατά άνθρωπον περιπατείτε;» (Α΄ Κορ. 3,2).
Σήμερα, αν δεν υπάρχει μετάνοια ένας σημαντικός λόγος είναι ότι γέμισε ο κόσμος από «πνευματικούς» ανθρώπους με κομποσκοίνια, με λιβάνια, με αγρυπνίες, λιτανείες, αλλά που μέσα στην καρδιά τους κυριαρχεί το μίσος και η διαίρεση.
Δ΄. Το έργο της Εκκλησίας.
Βασικός και τελευταίος παράγων που επέστρεψε ο ι, Αυγουστίνος στον Θεό είναι το έργο της Εκκλησίας. Το έργο της Εκκλησίας είναι διπλής μορφής και ενεργείας.
Στην πρώτη φάση ενεργεί ο ίδιος ο Χριστός αυτοπροσώπως. Ο Ιωάννης ο Θεολόγος, όπως μας περιγράφει η Αποκάλυψη, βλέπει όραμα στην Πάτμο. Βλέπει τον Χριστό «εν μέσω των επτά λυχνιών», να έχει «εν τη δεξιά χειρί αυτού αστέρας επτά, και εκ του στόματος αυτού ρομφαία δίστομος εκπορευομένη» (Αποκ. 1,13·16) Τι συμβολίζει το όραμα αυτό; Ότι ο Κύριος ευρίσκεται εν μέσω της Εκκλησίας και ενοικεί εν αυτή. Είναι παρών κατά δυναμικό και όχι στατικό τρόπο. Κάνει κουμάντο, εποπτεύει, διοικεί, δίνει διαταγές. Αυτό που λέγει στο τέλος του κατά Ματθαίον ευαγγελίου, «Ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος αμήν» (Ματθ. 28,20), δεν είναι κάτι αφηρημένο, κάτι φιλοσοφικό, κάτι νεφελώδες, αλλά εκφράζει την αλήθεια ότι ο Χριστός οντολογικά είναι μέσα στη Εκκλησία του και κρατά στο χέρι του τους επτά αστέρες, τους επισκόπους, οι οποίοι πρέπει να κάνουν ότι εκείνος θέλει, να είναι «του χεριού του»· και αλλοίμονο αν δεν είναι.
Διοικεί λοιπόν ο Χριστός αυτοπροσώπως και πολλές φορές ενεργεί απ’ ευθείας ο ίδιος. Έτσι τον Αυγουστίνο τον καλεί τον Ιούλιο του 386 σε ηλικία 32 ετών με ουράνια κλήση. Όπως κάλεσε τον Παύλο, όπως κάλεσε τον Μ. Κωνσταντίνο, έτσι και τον ι. Αυγουστίνο. Κάποτε, ένα δειλινό που βρισκόταν μαζί με τον φίλο του Αλύπιο, άκουσε μια φωνή· «Πάρε και διάβασε». Πήρε τις επιστολές του Παύλου και ανέγνωσε· «Η νύξ προέκοψε, η δε ημέρα ήγγικεν, αποθώμεθα ούν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός. Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω…» (Ρωμ. 13,12-13). Αυτό ήταν· τα δάκρυα του ι. Αυγουστίνου ήρθαν να συμπληρώσουν το έργο των δακρύων της αγίας Μόνικας.
Ανέφερα στην αρχή ότι το έργο της Εκκλησίας είναι διπλής μορφής. Στη μια μορφή, όπως είδαμε, ενεργεί ο ίδιος ο Χριστός αυτοπροσώπως· στην άλλη, μέσω των αντιπροσώπων του. Διπλούς στη φύση ο Χριστός, Θεός και άνθρωπος. Διπλή και η δράσις της Εκκλησίας, θεία και ανθρωπίνη.
Ο Ησαΐας στο 6ο κεφ. της προφητείας του βλέπει το εξής όραμα. Βλέπει το Θεό να κάθεται στο θρόνο, να περιστοιχίζεται από τα σεραφίμ και να είναι γεμάτος ο ναός από τη θεία δόξα. Κ’ ενώ είναι τόσο ένδοξος και ευτυχισμένος, τον ακούει να εκφράζει ένα παράπονο· «Τίνα αποστείλω, και τις πορεύσεται προς τον λαόν τούτον;». Ο Θεός, που κάνει κουμάντο προσωπικά ο ίδιος στην Αποκάλυψη, τώρα ζητά συνεργάτες. Και ο Ησαΐας απαντά· «Ιδού εγώ ειμι· απόστειλόν με» (Ησ. 6,8).
Στο παράπονο όμως του Θεού δεν απάντησε μόνο ο Ησαΐας αλλά και αμέτρητοι κληρικοί ανά τους αιώνας. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Αμβρόσιος, επίσκοπος Μεδιολάνων. Το θερμό κήρυγμά του προηγήθηκε της θείας κλήσεως και ετοίμασε την ψυχή του Αυγουστίνου να πει το ναι στο κάλεσμα του Θεού. Πόσο μεγάλο το έργο των εν τω κόσμω κληρικών! Είναι όργανα της χάριτος. Είναι «υπηρέται Χριστού και οικονόμοι μυστηρίων Θεού» (Α΄Κορ. 4,1). Συνεχίζουν εις τους αιώνας το έργο των αγίων αποστόλων. Κηρύττουν Χριστόν εσταυρωμένον και αναστάντα, διδάσκουν μετάνοια και χορηγούν άφεση αμαρτιών. Με το έργο τους οδηγούν πλήθος ανθρώπων εις την ανέσπερον βασιλείαν του Θεού
Στο παράπονο του Θεού προς τον Ησαΐα απάντησε και ο επίσκοπός μας. Θαυμαστής και μιμητής των πατέρων της Εκκλησίας μας, κηρύττει συνεχώς την μετάνοια πάνω από μισό αιώνα. Κηρύττει συνεχώς χωρίς ανάπαυση, παντού και πάντοτε. Με λόγια, με έργα, με συγγράμματα. Όλοι του οι πόθοι, όλα του τα όνειρα, όλες του οι επιδιώξεις, τα σχέδια, οι ενέργειες εις τούτο κατατείνουν. Είναι πολύ χαρακτηριστικό αυτό που διηγείται ο προσωπικός του ιατρός κ. Δ. Τσαντήλας, ότι κατά την εγχείρηση που υπεβλήθη πρό ετών και ενώ ήταν ζαλισμένος από την νάρκωση, άρχισε να μιλά και να αποκαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο. Διότι, ως γνωστόν, το ασυνείδητο του ανθρώπου μένει καλά καμουφλαρισμένο όσο ο άνθρωπος είναι εν εγρηγόρσει. Άλλοι είμαστε και άλλοι φαινόμαστε. Τα προσωπεία που βάζουμε δεν αφήνουν να καταλάβουν οι άνθρωποι το πραγματικό πρόσωπό μας. Στο λήθαργο όμως της ναρκώσεως που η συνείδηση παύει να λειτουργεί, αφήνεται ελεύθερο να εκφρασθεί το ασυνείδητο και να ξεχυθεί ο εσωτερικός μας κόσμος. Τι έλεγε τότε ο π. Αυγουστίνος; Κήρυττε, και μάλιστα για το υπ’ αριθμόν ένα αμάρτημα του Ελληνικού λαού, την αποφυγή της τεκνογονίας. Για το αμάρτημα που στέλνει κάθε χρόνο 500.000 έμβρυα στο μαχαίρι των ασυνείδητων γυναικολόγων, των γιατρών που δέχονται ελαφρά τη συνειδήσει να κάνουν αμβλώσεις και εκτρώσεις. Λέγει ο κ. Τσαντήλας· «Τότε άκουσα τα ωραιότερα κηρύγματα πάνω στο θέμα των αμβλώσεων».
Σεβασμιώτατε· πολλά πράγματα έχει κανείς να θαυμάσει και να ιστορήσει στη ζωή σας, αλλ’ αυτό το τελευταίο είναι το χαρακτηριστικώτερο.
«Δώη σοι Κύριος κατά την καρδίαν σου και πάσαν την βουλήν σου πληρώσαι» (Ψαλ. 19,5).
Μνησθείη Κύριος του κόπου σας, του αγώνος σας, του μαρτυρίου σας και της αγάπης σας προς αυτόν και την Εκκλησία του.
Σεβασμιώτατε, να χαίρεστε την βασιλείαν σας.
(Ομιλία που εκφωνήθηκε στο μητροπολιτικό ναό της Φλώρινας, κατά τον εσπερινό της 14-6-1994, ενώπιον του εορτάζοντος επισκόπου, του τότε Φλωρίνης, π. Αυγουστίνου Καντιώτου).
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ