ΑΓΙΑ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ

Η Οσία Ευφροσύνη έζησε τον 5ο αιώνα μ. Χ, ήταν δε μοναχοκόρη. Ο πατέρας της Παφνούτιος ήταν ο πλουσιότερος της Αλεξάνδρειας και μαζί με τη σύζυγο του δια­κρίνονταν για τη θερμή πίστη τους στο Θεό. Δώδεκα χρονών η Ευφροσύνη έμεινε ορφανή από μητέρα και ο πατέρας της έμεινε χωρίς την συμπαράσταση και την ποι­κίλη φροντίδα της συζύγου του. Και των δύο η ζωή υπέστη μεγάλο πλήγμα. Ο πα­τέρας της τότε φρόντισε να αναπληρώσει το κενό που άφησε η μητέρα της και αφο­σιώθηκε στην επιμέλεια της κόρης του. Συνδέθηκε έτσι πολύ περισσότερο μαζί της, όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις.

Όταν η Ευφροσύνη έφθασε στο δέκατο όγδοο έτος της ηλικίας της, ο πατέρας της θέλησε να την παντρέψει με ένα νέο υψηλής κοινωνικής τάξης. Να αποκατασταθεί και αυτή και αυτός να χαρεί κοντά της την οικογενειακή ζωή που τόσο γρήγορα την στερήθηκε. Να γίνει παππούς και με τα εγγόνια του να αποκτήσει νέα ενδιαφέροντα η ζωή του. Όμως την ψυχή της Ευφροσύνης είχε καταλάβει ο θείος έρωτας και ήθελε να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στον Θεό. Δεν ήθελε να τον μοιράζεται με κανένα. Κα­τάλαβε ότι ο πατέρας της, που είχε συνδεθεί μαζί της πολύ στενά, λόγω του θανάτου της μητέρας της, δεν θα την άφηνε να γίνει μοναχή και γι' αυτό έφυγε κρυφά. Για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα την έβρισκε, αφού μεταμφιέστηκε κατάλληλα σε άνδρα, κα­τέφυγε σε ανδρικό μοναστήρι, για να ζήσει ως μοναχός με το όνομα Σμάραγδος. Ήταν εποχή που υπήρχε ο θεσμός των ευνούχων και ήταν σύνηθες να βλέπει κανείς άνδρες χωρίς τη συνηθισμένη γενειάδα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ανδρός. Αυτό το εκμεταλλεύτηκε η Ευφροσύνη και παρουσιάστηκε στον ηγούμενο ως ευνού­χος του βασιλιά. Έμεινε στο μοναστήρι για τριάντα οκτώ χρόνια και λίγο πριν το τέλος της ζωής της συνάντησε τον πατέρα της που ήλθε και αυτός να γίνει μοναχός στο ίδιο μοναστήρι, βρίσκοντας έτσι στο τέλος της ζωής του την πολυαγαπημένη κόρη του.

Από την σύντομη αυτή εξιστόρηση της ζωής της αγίας Ευφροσύνης θα πάρου­με αφορμή για να τονίσουμε κάποια σημεία που μας ωφελούν πνευματικά.

Α´. Η αγία Ευφροσύνη μας αποδεικνύει και μας υποδεικνύει ότι εάν κάποιος επι­θυμεί και θέλει πραγματικά να ζήσει κατά Χριστόν, δεν υπάρχει τίποτα στον κόσμο που να μπορεί να τον αποτρέψει. Θα κάνει οτιδήποτε χρειάζεται για να πετύχει τον σκοπό του. Το πιο τολμηρό, το πιο ριψοκίνδυνο, το πιο απίθανο. Σίγουρα, βέβαια, θα συναντήσει πειρασμούς και δυσκολίες, θα έλθει αντιμέτωπος με πρόσωπα και κατα­στάσεις πολύ αντίξοες, εάν όμως αγαπά αληθινά την πνευματική ζωή, με τη βοήθεια του Θεού θα κάνει υπομονή και θα φθάσει στον σκοπό του. Η αγάπη προς τον Θεό «πάντα ελπίζει, πάντα υπομένει», και μηχανεύεται απίθανους τρόπους για να εκφρα­στεί.

Β´. Οι γονείς πολλές φορές επιμένουν να επιβάλουν στα παιδιά τους τις δικές τους αποφάσεις, τις οποίες λαμβάνουν εκείνοι για λογαριασμό των παιδιών τους. Φαίνεται ότι ενδιαφέρονται για την ευτυχία τους, αλλά θέλουν αυτοί να καθορίσουν πως θα την πετύχουν. Δεν σκέφτονται την προσωπικότητα των παιδιών τους με τα δικά της οράματα και σχέδια, αλλά λαμβάνουν υπόψη τους την δική τους προσωπικότητα, την δική τους θέληση, το δικό τους όραμα και πρόγραμμα. Και το χειρότερο λένε ό,τι κάνουν το κάνουν από αγάπη. Αγάπη όμως που δεν αφήνει τον άλλο ελεύθερο να πραγματοποιήσει τα όνειρά του και τις εφέσεις της ψυχής του είναι μία δικτατορία και μια καταπίεση.

Αναγκάζουν πολλές φορές οι γονείς τα παιδιά τους στην προσπάθεια τους να χει­ραφετηθούν από τις επιθυμίες των γονέων τους να κάνουν πράγματα που υπό κανονι­κές συνθήκες δεν θα τα έκαναν και που πολλές φορές είναι και αθέμιτα και παράνο­μα. Η αγία Ευφροσύνη αναγκάζεται να υποκρίνεται τον άνδρα, να φορά ανδρικά ρούχα, να ζει μέσα σε ένα ανδρικό περιβάλλον με κίνδυνο κάποτε να αποκαλυφθεί και να γίνει αιτία σκανδάλου αλλά και δικού της διασυρμού. Κι όλα αυτά για να μπο­ρέσει να πραγματοποιήσει τους θείους πόθους της.

Το κακό είναι ότι στην περίπτωση αφιερώσεως των νέων οι γονείς τους, που κάποιες φορές είναι άνθρωποι της Εκκλησίας και υποτίθεται ενδιαφέρονται για το θέλημα του Θεού και όχι για το δικό τους, κάνουν πράγματα που είναι όχι απλώς μη σωστά αλλά εντελώς βλάσφημα και ασεβή. Κάποιος ευσεβής πατέρας όταν ο γιος του έφυγε για μοναχός στο Άγιο Όρος του είπε «να έχεις τις κατάρες των 318 θεο­φόρων πατέρων τις πρώτης οικουμενικής συνόδου». Είναι δυνατόν οι πατέρες της πρώτης οικουμενικής συνόδου να καταραστούν κάποιον, που πήγε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Κύριο; Ασφαλώς όχι. Τον ευλόγησαν, και μάλιστα τόσο, που σε λίγα χρόνια ο πατέρας του πήγε στο Άγιο Όρος και έγινε και ο ίδιος μοναχός και μάλιστα υποτακτικός στο παιδί του.

Ας θυμηθούμε την περίπτωση του Αβραάμ, που ο Θεός του είπε να φύγει από τη χώρα του και τους δικούς του και να πάει εκεί που εκείνος θα του υποδείξει και του υποσχέθηκε, αν το κάνει αυτό, ότι θα τον κάνει πατέρα μεγάλου έθνους, θα δοξάσει το όνομά του και θα τον ευλογήσει τόσο, που όσοι τον ευλογούν θα τους ευλογήσει και όσοι τον καταριούνται θα τους καταραστεί. Με άλλα λόγια οι φίλοι του Αβραάμ θα είναι και φίλοι του Θεού και οι εχθροί του Αβραάμ θα είναι εχθροί του Θεού. Και το σπουδαιότερο μέσα από αυτόν θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης, εφόσον βέβαια πιστεύσουν σε Αυτόν που πίστευσε ο Αβραάμ.

Ο Αβραάμ υπάκουσε στην εντολή και το σχέδιο του Θεού και έφυγε από τους δι­κούς του, με πολλές περιπέτειες έφθασε στην Παλαιστίνη και ζώντας συνεχώς μια δύσκολη και αγωνιστική ζωή πέρασε είκοσι πέντε χρόνια χωρίς όμως να αποκτήσει παιδί. Εβδομήντα πέντε ετών ήταν, όταν του μίλησε ο Θεός, και τώρα είχε φθάσει τα εκατόν. Πόσες φορές θα σκέφθηκε άραγε πότε θα κάνει ο Θεός αυτό που μου είπε, αλλά δεν δυσανασχέτησε ποτέ ούτε και απίστησε. Στα εκατό του χρόνια απέκτησε εν τέλει παιδί και είδε την υπόσχεση του Θεού να πραγματοποιείται, όταν βιολογικώς ήταν αδύνατο αυτό. Το παιδί μεγάλωσε, έγινε παλικαράκι και τότε ακριβώς ο Θεός του ζητά να το θυσιάσει! Και ο Αβραάμ χωρίς να πει τίποτε ούτε στο Θεό ούτε στους δικούς του πηγαίνει να τον θυσιάσει. Τι μεγάλη δοκιμασία! Τι φοβερός πειρασμός! Να περιμένει είκοσι πέντε χρόνια να αποκτήσει μωρό και αρκετά άλλα για να μεγαλώσει και, όταν ήταν στις χαρές του που μεγάλωνε, τότε ο Θεός του το ζητά να το θυσιάσει προς χάρη του. Λένε οι πατέρες ότι ο Θεός δεν ζητά μόνο τις αμαρτίες μας ως θυσία προς αυτόν αλλά και τους πιο αγίους πόθους μας. Αυτό είναι αγιότητα.

Ας συγκρίνουμε τον εαυτό μας με τον Αβραάμ. Εμείς δυσανασχετούμε αν κάποιο παιδί μας γίνει μοναχός ή κληρικός, δυσανασχετούμε αν κάποιο πεθάνει και μάλιστα ενώ έχουμε τις περισσότερες φορές και άλλα παιδιά. Αν το είχαμε ένα όπως ο Αβρα­άμ και μας ζητούσε ο Θεός να το θυσιάσουμε τότε τι θα κάναμε;

Πάντως και ο πατέρας της Ευφροσύνης πέρασε κι αυτός μεγάλη δοκιμασία. Τριάντα οκτώ χρόνια την θρηνούσε σαν χαμένη ή και πεθαμένη από κάποιο κακό, αφού δεν την βρήκε. Πόσο μεγάλη δοκιμασία! Γιατί άραγε την επέτρεψε ο Θεός; Γιατί όπως λένε κοσμικοί συγγραφείς αλλά και άγιοι τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν μας καλ­λιεργεί τόσο όσο ο πόνος. Όσο η via dolorosa. Ο δρόμος του μαρτυρίου. Ο δρόμος του σταυρού. Ο πατέρας της και πόνεσε και στο τέλος οδηγήθηκε κι αυτός εις το να γίνει μοναχός. Έτσι η αφιέρωση της κόρης του συνετέλεσε και στην δική του αφιέρωση. Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν.

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

Κορυφή