Ὅταν ἀναφερόμαστε στὸν ἅγιο Δημήτριο, ὁνοῦς μας πηγαίνει στὸ μαρτύριό του καὶ τὸν ὀνομάζουμε μεγαλομάρτυρα. Ἐὰν διαβάσει ὅμως κανείς, τὰ ἀρχαία συναξάρια καὶ μάλιστα λόγους πατέρων καὶ ἁγίων της Ἐκκλησίας μας ποὺ ἐκφωνήθηκαν στὴ μνήμη του, βλέπει ὅτι τονίζουν τὴν ποικίλη ἀρετὴ καὶ κατὰ Θεὸ δραστηριότητα τοῦ ἁγίου Δημητρίου.
Ἔτσι ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς(1296-1359), ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, μιλώντας στὴ μνήμη του, λέγει ὅτι ὁ ἅγιος Δημήτριος ὑπῆρξε φίλος τοῦ Θεοῦ καὶ τέλειος ἐνώπιόν του. Εἶναι αὐτὸς ποὺ «ποίησε καὶ δίδαξε»(Μάτθ. 5,19). Εἶναι αὐτὸς ποὺ φαίνεται σὰν μέγας φωστῆρας ἀνάμεσα στ’ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι αὐτὸς ποὺ δὲν κοσμεῖται ἀπὸ τὴν δόξα τῆς πατρίδας του καὶ τῆς οἰκογενείας του καὶ τῆς ἀνατροφῆς του, ἀλλὰ ὁ ἴδιος κοσμεῖ τὴν πατρίδα, τὸ γένος, τὴν οἰκογένεια. Ὁ ἴδιος δίνει τὴν σωστὴ καὶ τέλεια ἀνατροφὴ στοὺς πιστοὺς καὶ στοὺς κατηχουμένους. Εἶναι αὐτὸς ποὺ κράτησε τὸ βάπτισμα ἀμίαντο! Τί μεγάλο κατόρθωμα αὐτό! Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι λερώνουν τὸ βάπτισμά τους ἀπὸ ἀπροσεξία, ἀπὸ ἀμέλεια, ἀπὸ ἀκηδία, ἀπὸ ἔλλειψη ἀσκήσεως καὶ ἀγῶνος, ἢ ἀπὸ δαιμονικὴ ἐπίθεση καὶ ἐνέδρα. Οἱ περισσότεροι ἔρχονται στιγμὲς ποὺ συντάσσονται μὲ τὸν σατανᾶ καὶ ἀποτάσσονται τὸν Χριστό. Ξεχνοῦν καὶ παραβαίνουν τὶς ὑποσχέσεις ποὺ ἔδωσαν στὸ βάπτισμα. Καὶ χρειαζόμαστε τότε τὸ δεύτερο βάπτισμα, τὴν μετάνοια, γιὰ νὰ καθαρισθοῦμε καὶ νὰ ἀναζωπυρώσουμε τὴ χάρη τοῦ βαπτίσματος. Γι’ αὐτό, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, συνιστᾷ σὲ κάποια ὁμιλία του, κάθε μέρα ἐνῷ ἑτοιμαζόμαστε νὰ βγοῦμε ἀπὸ τὸ σπίτι μας γιὰ τὶς δουλειές μας, νὰ ἐπαναλαμβάνουμε· «ἀποτάσσομαι σοὶΣατανᾶ καὶ συντάσσομαι σοὶ Χριστέ». Καὶ αὐτὸ ποὺ λέμε λεκτικὰ καὶ τὸ σκεφτόμαστε διανοητικά, νὰ ἀγωνιζόμαστε νὰ τὸ ἐφαρμόσουμε καὶ στὴ πράξη.
Ἦταν παρθένος στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴ ψυχή. Ὁ Μέγας Βασίλειος λέγει· «καὶ γυναῖκα δὲν γνωρίζω καὶ παρθένος δὲν εἶμαι», γιὰ νὰ δείξει πόσο δύσκολο εἶναι τὸ νὰ εἶσαι παρθένος καὶ στὴν ψυχή. Διότι ἕνας φευγαλέος λογισμός, μιὰ πρόσκαιρη ἐπιθυμία, μιὰ νοερὰ συγκατάβαση στὴν ἡδονή, μολύνει τὴν ψυχὴ καὶ παύει νὰ εἶναι παρθένος. Κι ὅμως ὁ ἅγιος Δημήτριος τὸ εἶχε πετύχει αὐτὸκαὶ ἐνῷ ἦταν ὅμοιος στὶς ἀρετὲς μὲ τοὺς δικαίους της Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐν τούτοις ἦταν ἀνώτερος ἀπ’ αὐτοὺς λόγω παρθενίας. Ἔμοιαζε μὲ τὸν Θεὸ ποὺ κι αὐτὸς εἶναι παρθένος· μὲ τὴν παναγία μητέρα του ποὺ κι αὐτὴ ὑπῆρξε ἀειπάρθενος καὶ παναμώμητος· μὲ τὸν τίμιο Πρόδρομο, τὸν Ἰωάννη τὸν Θεολόγο, καὶ ὅλους τους ἁγίους ἐκείνους ποὺ πέτυχαν τὴν ἀπόλυτη καὶ τέλεια παρθενία. Τὴν παρθενία τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Σήμερα σπάνια βρίσκεται παρθένος ὄχι μόνο στὴν ψυχὴ ἀλλὰ καὶ στὸ σῶμα. Ἡ ἁγνότητα εἶναι ἡ πιὸ σπάνια ἀρετή. Ζοῦμε σ’ ἕνα ἀπάρθενο κόσμο. Σὲ μία κοινωνία ποὺ τὸ ἰδανικό της εἶναι ἡ ἀνηθικότητα, ὁ φθηνὸς αἰσθησιασμός, ἡ τυχαία καὶ ἄνευ λόγου καὶ μὴ κατὰ Θεὸ συνεύρεση.
Ἦταν ὡραῖος ὄχι μόνο ἐξωτερικὰ ἀλλὰ καὶ ἐσωτερικά. Ἦταν ὡραῖος ὄχι μόνο στὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ στὴ ψυχή. Εἶχε νοερὸ καὶ ἀθέατο κάλλος. Πόσο ἐπιζητοῦμε τὴν αἰσθητὴ καὶ φανερὴ σωματικὴ ὀμορφιὰ καὶ πόσο ἀδιαφοροῦμε γιὰ τὸ νοερὸ καὶ πνευματικὸ καὶ ἀθέατο κάλλος. Κι ὅμως αὐτὸ εἶναι πού μας καθιστᾷ ἀξιαγάπητους καὶ ἀξιέραστους στὸ Θεό. Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἑλκύει τὴν προσοχὴ καὶ τὴν εὔνοιά του.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος ὡς ἀθέατο κάλλος εἶχε τὴν ἀκαθαίρετη πίστη, τὴν ἀπειρόδωρη χάρη, καὶ τὸν θεῖο καὶ ἀναφαίρετο πλοῦτο τῶν ἀρετῶν. Αὐτὰ ἦταν τὰ μεγάλα ἐγκώμια καὶ τὰ μεγάλα παράσημα τοῦ ἁγίου. Ἦταν ἁπαλὸς νεανίας κι ὅμωςσυγχρόνως ἦταν συνετὸς καὶ ἡλικιωμένος κατὰ Θεό. Διότι, ὅπως λέγει ὁ Σολομῶν, τὰ γεροντικὰ μαλλιὰ εἶναι ἡ σύνεση καὶ γεροντικὴ ἡλικία ὁ ἀκηλίδωτος βίος(Σόφ. Σόλ.4,9). Εἶχε φόβο Θεοῦ καὶ δὲν φοβόταν τοὺς ἀνθρώπους ὅσο ἰσχυροὶ καὶ δυνατοὶ νὰ ἦταν. Γι’ αὐτὸδὲν φοβήθηκε τὸν Λυαῖο καὶ τὶς μεγαλοστομίες του καὶ τοὺς κομπασμούς του καὶ ἔδωσε τὴν εὐλογία του στὸν μαθητὴ τοῦ Νέστορα νὰ τὸν ἀντιμετωπίσει, προφητεύοντας ὅτι θὰ τὸν νικήσει. Ἔτσι ταπείνωσε καὶ κατήσχυνε τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ἔδωσε θάρρος καὶ ἀναψυχὴ καὶ ἐλπίδα στοὺς χριστιανούς. Ἦταν ἀσκητὴς καὶ ὅσιος πρὶν ἀναφανοῦν οἱ ἀσκητές. Δὲν χρειαζόταν ἀρώματα καὶ μυρωδικά, γιατί δὲν μύριζε ἄσχημα τὸ σῶμα του, ἀλλὰ ἀντίθετα ἔβγαζε ὁ ἴδιος τὸ μύρο τῶν ἀρετῶν καὶ τῆς ἁγιότητας καὶ μετὰ θάνατο καὶ τὸ μύρο τὸ αἰσθητὸ σὰν ἐπιβράβευση τῆς ἁγίας ζωῆς καὶ τοῦ μαρτυρίου του.
Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει, ὅτι ὁ ἅγιος Δημήτριος ὑπῆρξε ἀποστολικῆς καὶ διδασκαλικῆς διακονίας ἐργάτης. Ὅτι εἶχε ἀποκτήσει προφητικὴ χάρη. Μὲ τὸ κήρυγμα, τὴ διδασκαλία, τὴν παράκληση, τὴν κατήχηση, καλλιεργοῦσε τοὺς πιστοὺς καὶ τοὺς κατηχουμένους, καὶ στερέωνε καὶ ἐνίσχυε τὴν Ἐκκλησία, ν’ ἀντιμετωπίσει τοὺς διωγμοὺς καὶ τὴν πλάνη τῶν εἰδωλολατρῶν. Ἔτσι κατέστη ἡ καταφυγὴ τῶν χριστιανῶν ποὺ ἐπιζητοῦσαν στὸ πρόσωπό του τὴν ἀσφάλεια, τὴν ἐνίσχυση τοῦ φρονήματος καὶ τῆς πίστεώς τους, καὶ τὴν κατὰ Θεὸ αὔξηση καὶ πρόοδό τους. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ τόπος ποὺ συναθροιζόταν ν’ ἀκούσουν τὸν ἅγιο οἱ χριστιανοὶ ὀνομάσθηκε «Καταφυγή». Ἦταν ὑπόγεια στοὰ κοντὰ στὴ Παναγία τῶν Χαλκέων. Ὁ Θεὸς θέλησε ὁ ἅγιος προτοῦ γίνει μάρτυς νὰ χρηματίσει καὶ προφήτης καὶ ἀπόστολος. Διότι καὶ αὐτὸς σὰν τὸν ἀπόστολο Παῦλο ὑπῆρξε «σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ βαστᾶσαι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἐνώπιον ἐθνῶν καὶ βασιλέων, υἱῶν τὲ Ἰσραήλ»(Πράξ. 9,15).
Τέλος ὁ ἅγιος Δημήτριος ὑπῆρξε μάρτυς καὶ μάλιστα μεγαλομάρτυς. Λογχίσθηκε πολλὲς φορὲς μὲ μανία ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες γιὰ νὰ ἀναπληρώσει «ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ»(Κόλ. 1,24). Πολλαπλασιάσθηκε σ’ αὐτὸν τὸ πάθος τῆς πλευρᾶς τοῦ Σωτῆρος. Καὶ τόσο διαφλεγόταν νὰ χύνει συνεχῶς τὸ αἷμα του, ὥστε ὅταν ἔπαυσε αὐτὴ ἡ δυνατότητα, ὁ Θεὸς ποὺ ἤξερε τὸν πόθο τῆς ψυχῆς του, τοῦ ἔδωσε τὴν δυνατότητα νὰ χύνει μύρο. Τὸ μύρο εἶναι μία ἄλλη μορφὴ τοῦ ἁγίου αἵματός του. Ὅσες πληγὲς τοῦ ἄνοιξαν οἱ λόγχες, τόσες βρύσες μύρου ἔγιναν. Οἱ λύκοι τοῦ διαβόλου ποὺ ἔπεσαν νὰ κατασπαράξουν τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου, μὲ τὰ δαγκώματά τους ἄνοιξαν πηγὲς μὲ τὶς ὁποῖες ἀρδεύεταιμὲ μύρο ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ προσφορὰ τοῦ ἁγίου Δημητρίου μεγάλη, τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς. Ἰσχύει γι’ αὐτὸν ὅ,τι λέγει ὁ θεῖος Παῦλος γιὰ τὸν Χριστό· ἐνῷ δηλαδὴ ἐμεῖς ἤμασταν ἀσεβεῖς, αὐτὸς πέθανε στὸ κατάλληλο καιρὸ ὑπὲρ τῶν ἀσεβῶν(πρβλ. Ρώμ. 5,6), κατὰ χάρη βέβαια καὶ μίμηση τοῦ Δεσπότου. Ἡ πόλη διὰ τοῦ θανάτου τοῦ συμφιλιώθηκε μὲ τὸν Θεό. Ἡ Θεσσαλονίκη χάρις στὸ μαρτύριό του, τὰ θαύματά του, τὸ μύρο του, ἔγινε χριστιανική. Σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ἡ κρυφὴ καὶ δύσκολη λατρεία. Ναοὶ ἠγέρθησαν μεγαλοπρεπεῖς. Οἱ βασιλεῖς σεμνύνονται γιὰ τὴν εὐσέβεια μᾶλλον παρὰ γιὰ τὴ βασιλεία. Καὶ τὸ σπουδαιότερο ὁ μάρτυς εἶναι συνεχῶς κοντά μας. Μὲ τὶς πρεσβεῖες του, τὰ θαύματά του, τὸ λείψανό του, τὴ χάρη του.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ