ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΠΕΙΩΝ ΜΙΑΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ

ag_xrysostomos.jpg

  Τὸ387μ.Χ. ἐξερράγη μεγάλη ἀνταρσία τῶν κατοίκων τῆς Ἀντιοχείας, ἐναντίον τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου, ὁ ὁποῖος ἐπέβαλε νέους καὶ ὑπερβολικοὺς φόρους. Ἡ ἀνταρσία ἦταν καθολική. Οἱ γερουσιαστὲς τῆς πόλεως, μόλις ἀνακοινώθηκε τὸ διάταγμα, πέταξαν τὰ ἐμβλήματα τοῦ ἀξιώματός τους καὶ βγῆκαν στοὺς δρόμους κραυγάζοντας, ὅτι ὁ Θεοδόσιος θέλει νὰ καταστρέψει τὸν λαὸ τῆς Ἀντιοχείας. Ὁ λαὸς ἔγινε ἀνάστατος. Οἱ ἄνεργοι καὶ ὅλα τὰ παράσιτα στοιχεῖα, ἐξερέθισαν περισσότερο τὴν κατάσταση, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀντίδραση νὰ ξεφύγει ἀπὸ κάθε ἔλεγχο καὶ σύνεση. Ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως μόλις ξέφυγε τὸ θάνατο, τὰ δὲ ἀγάλματα τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκογενείας συνετρίβησαν ἀπὸ τὸν ἀφηνιάσαντα λαὸ καὶ μὲ βρισιὲς καὶ μὲ κατάρες ρίχτηκαν στὸν ποταμὸ Ὀρόντη. Οἱ βιαιοπραγίες ἄρχισαν νὰ αὐξάνονταικαὶ ἡ κατάσταση νὰ ἐπιδεινώνεται πρὸς τὸ χειρότερο.

  Ἡ ἀπάντηση τῆς ἐξουσίας ἦταν ἄμεση. Αὐτοκρατορικὸς στρατὸς ἔφθασε στὴν Ἀντιόχεια καὶ ἄρχισαν μαζικὲς συλλήψεις, φυλακίσεις καὶ ἀνακρίσεις. Οἱ δὲ ἀνακρίσεις τότε γινόταν μὲ βασανιστήρια καὶ ἄνευ ἐλέους. Ἐπακολούθησαν δημεύσεις περιουσιῶν καὶ σφραγίσματα σπιτιῶν καὶ καταδίκες σὲ θάνατο. Ἡ κατάσταση ἀπέβη φρικτή. Τὸ πλῆθος, ἔξαλλο ἀπὸ ἀγωνία καὶ φόβο γιὰ τὴν τύχη του, ἄρχισε νὰ φεύγει στὰ ὅρη καὶ τὶς ἐρημιές. Ἡ Ἀντιόχεια, ποὺ ἔσφυζε ἀπὸ κίνηση καὶ βομβοῦσε ὅπως μία πολυάριθμη κυψέλη, νεκρώθηκε. Ἡ ζωὴ καὶ ἡ κίνηση τῆς πόλεως ἔπαυσε. Κενὰ τὰ σπίτια, κενὴ ἡ ἀγορά, μόλις δυὸ ἢ τρεῖς ἔμψυχοι νεκροὶ περιφερόταν. Τὰ λείψανα τῆς πόλεως μαζεύτηκαν στὶς θύρες τῶν δικαστηρίων, γιὰ νὰ δοῦν τί θ’ ἀπογίνουν οἱ συλληφθέντες. Καὶ ἐντὸς τῶν δικαστηρίων βασανιζόταν οἱ κρατούμενοι καὶ ἐκτὸς τῶν δικαστηρίων βασανιζόταν χειρότερα οἱ δικοί τους, μαθαίνοντας τί γινόταν μέσα καὶ ἀγωνιώντας τί θὰ ἀπογίνουν. Πέντε μέρες διάρκεσαν οἱ ἀνακρίσεις, οἱ συλλήψεις, καὶ οἱ βασανισμοί. Ἀναμενόταν δὲ γενικὴ τιμωρία τῆς πόλεως.

  Ὁ λαὸς περίτρομος κατέφυγε στοὺς ναοὺς ζητώντας τὴν θεία προστασία. Μόνο ἕνα θαῦμα θὰ τοὺς ἔσῳζε. Στὴν Ἀντιόχεια τότε, ζοῦσε καὶ δροῦσε ὡς ἱερεὺς ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καὶ ἐπίσκοπος ἦταν ὁ Φλαβιανὸς ποὺ ἕνα χρόνο πρὶν τὸν εἶχε χειροτονήσει ἱερέα. Ἀφοῦ ἄφησε, ὁ Χρυσόστομος, νὰ περάσει μία βδομάδα παρακολουθώντας τὶς ραγδαῖες καὶ ἀναπάντεχες καὶ ἄνευ προηγουμένου ἐξελίξεις, ἀνέβηκε στὸν ἄμβωνα καὶ εἶπε' «Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ μιλήσω; Ἡ παροῦσα κατάσταση εἶναι γιὰ δάκρυα καὶ ὄχι γιὰ λόγια' γιὰ θρήνους καὶ ὄχι γιὰ ὁμιλίες' γιὰ προσευχὴ καὶ ὄχι γιὰ δημηγορίες. Ποιός μας βάσκανε καὶ ἔγινε αὐτὸ τὸ κακό…Τίποτα δὲν εἶναι πιὸ γλυκὺ ἀπὸ τὴν γενέτειρα πατρίδα μας' τώρα ὅμως ἔγινε ὅτι πιὸ πικρό. Ὅλοι τὴν ἐγκαταλείπουν, ὅπως φεύγουν κάποιοι ἀπὸ καταστροφικὴ παγίδα καὶ ὅλοι ἀπομακρύνονται ἔξαλλοι καὶ ἀλλόφρονες, ὅπως ὅταν κινδυνεύουν νὰ καοῦν». Ὁ Χρυσόστομος προσπάθησε νὰ τοὺς δώσει κουράγιο, τοὺς κατήχησε μὲ πλούσια ἠθικὰ διδάγματα, ἐπωφελούμενος τὴν ψυχολογική τους κατάσταση, καὶ τοὺς προέτρεψε νὰ ἐλπίζουν στὸ Θεὸ καὶ στὴν πρόνοιά του. Τὴν ἑπόμενη μέρα τοὺς ἀνάγγειλε, ὅτι ὁ ἐπίσκοπος Φλαβιανὸς ἀποφάσισε νὰ μεταβεῖ στὴν Κῶν/πόλη, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν αὐτοκράτορα καὶ νὰ τὸν ἐξευμενίσει. Ὁ ἐπίσκοπος, ἂν καὶ γέρων, ἔχοντας ἀδελφὴ ἑτοιμοθάνατη, ἐνῷ ἦταν χειμῶνας, καὶ ἐνῷ πλησίαζε ἡ γιορτὴ τοῦ Πάσχα, ἀνέλαβε αὐτὴ τὴν ἐπικίνδυνη προσπάθεια. Δὲν ὑπολόγισε τίποτα παρὰ μόνο τὴ σωτηρία τοῦ ποιμνίου τοῦ' ἀλλὰ καὶ τὴ σωτηρία τῶν ἀλλοεθνῶν καὶ ἀλλοθρήσκων κατοίκων τῆς Ἀντιοχείας. Ἡ Ἀντιόχεια ἐκείνη τὴν ἐποχὴ εἶχε200.000 κατοίκους, ὄχι μόνο χριστιανούς, ἀλλὰ καὶ εἰδωλολάτρες καὶ Ἰουδαίους.

  Ἐν τούτοις, ὁ αὐτοκράτωρ ὅταν ἔμαθε τὰ συμβάντα, ἔδωσε αὐστηρὲς διαταγὲς νὰ τιμωρηθοῦν ἀμείλικτα οἱ δρᾶστες ποὺ στασίασαν καὶ συνέτριψαν τοὺς ἀνδριάντες τῆς οἰκογενείας του. Ἄρχισαν νέες συλλήψεις καὶ κάποια μέρα διαδόθηκε ἡ φήμη ὅτι θὰ κατασκαφθεῖ ὁλόκληρη ἡ πόλη. Ἡ φρίκη τοῦ λαοῦ ἔφθασε στὸ ἀπερίγραπτο' ἀλλόφρων πῆγε στὸ ναὸ ἐνῷ ὁ Χρυσόστομος ἀπουσίαζε. Ὁ διοικητὴς τῆς πόλεως, ἂν καὶ εἰδωλολάτρης, ὅταν εἶδε τὴν κατάσταση τοῦ λαοῦ καὶ προφανῶς φοβούμενος μήπως ἡ ἀπόγνωσή του βρεῖ νέα ἐπιθετικὴ διέξοδο, πῆγε στὸ ναὸ καὶ προσπάθησε νὰ τοὺς καθησυχάσει. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Χρυσόστομός τους εἶπε' «Εὐχαριστῶ καὶ ἐπαινῶ τὸν ἄρχοντα γιὰ τὸ ἐνδιαφέρον του, ντρέπομαι ὅμως γιὰ λογαριασμό σας. Χρειασθήκατε τὸ λόγο ἀπίστου γιὰ νὰ πάρετε κουράγιο μετὰ ἀπὸ μακροὺς καὶ πολλοὺς δικούς μου λόγους. Εὐχόμουν ν’ ἀνοίξει ἡ γῆ καὶ νὰ μὲ καταπιεῖ, ὅταν τὸν ἄκουγα μία νὰ σᾶς ἐμψυχώνει, καὶ μία νὰ σᾶς κατηγορεῖ γιὰ τὴν ἄκαιρη καὶ ἄλογη δειλία σας…Μὲ τί μάτια θ’ ἀντικρύσουμε τοὺς ἀπίστους, ἔτσι ψοφοδεεῖς καὶ δειλοὶ ποῦ εἴμαστε;»

  Κι ὅμως οἱ συλλήψεις ἐξακολουθούσανε καὶ οἱ φυλακὲς γέμισαν καὶ πάλι. Κι ὁ μὲν διοικητὴς καθησύχασε τὸν λαὸ, ἀλλὰ συνέχιζε νὰ ψάχνει γιὰ τοὺς πρωταιτίους τῆς στάσεως. Τὰ συνηθισμένα παιχνίδια τῆς ἐξουσίας, ἡ ὁποία ἀνακουφίζει προσωρινὰ γιὰ νὰ σὲ βασανίσει ἀργότερα, μέχρι νὰ κάμψει τὴν ἀντίστασή σου. Ἡ ἡμέρα τῆς δίκης τῶν συλληφθέντων πλησίαζε. Τότε συνέβη κάτι τὸ ἀπροσδόκητο. Πλῆθος μοναχῶν κατέβηκε ἀπὸτὰ κοντινὰ βουνὰ τῆς Ἀντιόχειας, καὶ ἀφοῦ διέσπασαν τὸν κλοιὸ τῆς φρουρᾶς, περικύκλωσαν τοὺς δικαστὲς καὶ ἄρχισαν νὰ διαμαρτύρονται γιὰ τὶς διώξεις. Μὲ αὐταπάρνηση δήλωσαν ὅτι δέχονται νὰ διωχθοῦν καὶ νὰ τιμωρηθοῦν αὐτοί, ἀντὶ τῶν Ἀντιοχέων. Εἶπαν δὲ μὲ θάρρος καὶ σθένος πρὸς τὸν διοικητή' «Στεῖλτε μας στὸν αὐτοκράτορα, γιὰ νὰ τοῦ ὑπενθυμίσουμε, ὅτι εἶναι χριστιανὸς καὶ πρέπει νὰ φερθεῖ χριστιανικά». Ἕνας δὲ μοναχός, ὁ Μακεδόνιος, ἅρπαξε τὸν αὐτοκρατορικὸ ἐπίτροπο πάνω στὸ ἄλογό του καὶ τὸν ταρακούνησε τόσοβίαια, ποὺ κόντεψε νὰ τὸν ρίξει κάτω. «Πὲς στὸν βασιλιὰ –τοῦ φώναξε- ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καὶ δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ φονεύει ἀνθρώπους. Καὶ τὰ μὲν κατακερματισθέντα ἀγάλματα μπορεῖ καὶ πάλι νὰ τὰ κατασκευάσει' δὲν μπορεῖ ὅμως οὔτε μία τρίχα ἀνθρώπου νὰ δημιουργήσει». Πρέπει νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ ὅτι τὸ376, δηλαδὴ11 χρόνια νωρίτερα, ὅταν αὐτοκράτωρ ἦταν ὁ ἀρειανὸς Οὐάλης, εἶχε κηρύξει διωγμὸ ἐναντίον τῶν μοναχῶν της Ἀντιοχείας. Τότε πολλοὶ Ἀντιοχεῖς, ὄχι μόνο ἐθνικοὶ ἀλλὰ καὶ χριστιανοί, ὀνείδιζαν, ἔβλαπταν, καὶ πρόδιδαν τοὺς μοναχοὺς στὶς ἀρχές. Μάλιστα, κοκορευόταν, ὅτι πρῶτοι αὐτοὶ πρόδωσαν τὸν τάδε μοναχό, ἐπέφεραν πληγὲς στὸν ἄλλον, παρόξυναν τοὺς δικαστὲς ἐναντίον τους, καὶ ἄλλα ἐλεεινὰ καὶ φρικτὰ πράγματα. Καὶ τότε, ὁ Χρυσόστομος, γιὰ νὰ στηρίξει τὸν μοναχικὸ θεσμὸ, ἀναγκάσθηκε νὰ γράψει τρεῖς πραγματεῖες'

ἅ')πρὸς τοὺς πολεμοῦντας τὸν μοναχικὸ βίο,

β')πρὸς ἄπιστο πατέρα, καὶ

γ')πρὸς πιστὸ πατέρα. Κι ὅμως παρὰ τὴν ἐλεεινὴ διαγωγὴ τῶν Ἀντιοχέων τὸ376, τώρα τὸ387, οἱ μοναχοὶ κατέβηκαν νὰ τοὺς ὑπερασπισθοῦν.

  Ἀμέσως, μετὰ τοὺς μοναχούς, ᾖρθε καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἱερεῖς τῆς Ἀντιοχείας. Κατέλαβε τὶς θύρες τοῦ δικαστηρίου καὶ εἶπε στοὺς δικαστές, ὅτι δὲν θὰ περάσουν μέσα παρὰ μόνο ἂν πατοῦσαν πάνω στὰ πτώματά τους. Συγχρόνως δέ, μαζὶ μὲ τὸν λαό, ἐκλιπαροῦσαν γονατιστοί τους δικαστὲς ν’ ἀναβάλουν τὴν δίκη. Οἱ δικαστὲς ὅμως, βοηθούμενοι ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες, κατόρθωσαν νὰ διασχίσουν τὸ πλῆθος καὶ νὰ εἰσέλθουν στὸ δικαστήριο.

  Ὡς ἐπιστέγασμα τῶν ὅλων ἀντιδραστικῶν ἐνεργειῶν συνέβη τὸ ἑξῆς. Μιὰ μητέρα, μὲ λυμένα τὰ μαλλιά της, ἅρπαξε τὰ χαλινάρια τοῦ ἀλόγου ἐνὸς δικαστικοῦ καὶ μπῆκε μαζί του στὸν περίβολο τοῦ δικαστηρίου. Βλέποντας ἐκεῖ τὸν υἱὸ τῆς δεμένο τὸν ἀγκάλιασε καὶ μὲ σπαρακτικὲς φωνὲς ζητοῦσε νὰ φονευθεῖ μαζί του. Ἡ δραματικὴ αὐτὴ σκηνὴ ἦταν τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀντιδράσεως καὶ προκάλεσε φοβερὴ ἐντύπωση. Ὁ αὐτοκρατορικὸς ἐπίτροπος κάμφθηκε ἐπιτέλους, δέχθηκε νὰ ἀναβληθεῖ ἡ δίκη, καὶ νὰ μεταβεῖ πρεσβεῖα ἀπὸ μοναχοὺς στὸν αὐτοκράτορα γιὰ διευθέτηση τοῦ θέματος. Ἐπειδὴ ὅμως, οἱ μοναχοί, πολλοὶ ἤσαν γέροντες καὶ ἐν καιρῷ χειμῶνος θὰ βράδυναν νὰ φθάσουν, ἔγραψαν γράμμα καὶ ἐπελέγη κάποιος Καισάρειος νὰ σπεύσει καὶ νὰ προλάβει τὸν ἐπίσκοπο Φλαβιανό, ὥστε μαζὶ νὰ ἐπισκεφθοῦν τὸν αὐτοκράτορα. Ἡ ἀναβολὴ τῆς δίκης, ὑπῆρξε τὸ πρῶτο χαρούμενο γεγονὸςποὺ ἁπάλυνε τὴν φρικτὴ κατάσταση τῶν Ἀντιοχέων. Θὰ ἐπακολουθοῦσε ὅμως καὶ δεύτερο.

Συνέχεια

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 
Κορυφή