Δεν μπορώ ν’ αλλάξω ζωή, δεν μπορώ να μετανοήσω. Δεν μπορώ να σταματήσω τον κατηφορικό δρόμο και ν’ αρχίσω τον ανηφορικό. Δεν μπορώ να γλιτώσω από τη λάσπη και το βούρκο που έχω βουλιάξει και που συνεχώς με τραβάει προς τα κάτω. Καλός ο δρόμος του ευαγγελίου, καλός ο δρόμος της χριστιανικής ζωής, καλός ο δρόμος των αγίων, τον θαυμάζω και με συγκινεί. Αλλά δεν είναι για μένα. Είναι γι’ αυτούς, που από μικροί ακολούθησαν την αρετή και την έκαναν αχώριστο σύντροφο της ζωής τους.
Αυτά και άλλα πολλά λέμε και σκεπτόμαστε, όταν κάποιο κήρυγμα ή κάποια συζήτηση ή κάποια ανάγνωση της Γραφής μας υπενθυμίσει την εντολή του Θεού «άγιοι γίνεσθε ότι εγώ άγιος ειμί». Τώρα, αν έχουμε δίκαιο όταν λέμε αυτά ή αν σκεπτόμαστε ορθά, θα το αντιληφθούμε, εάν μελετήσουμε τη ζωή του ευαγγελιστού Ματθαίου, τη μνήμη του οποίου γιορτάζει η Εκκλησία μας την 16η Νοεμβρίου.
Ποιος ήταν ο ευαγγελιστής και απόστολος Ματθαίος; Αυτό μας το αναφέρουν οι τρεις συνοπτικοί ευαγγελιστές (Ματθ. 9,9· Μαρκ. 2,14 και Λουκ. 5,27). Λεγόταν Ματθαίος αλλά και Λευί και τον πατέρα του τον έλεγαν Αλφαίο. Καταγόταν από την Γαλιλαία και ήταν εγκαταστημένος στην Καπερναούμ δίπλα στη θάλασσα της Γαλιλαίας. Η Καπερναούμ ήταν και η πόλη που είχε ως ορμητήριο και κέντρο της δράσεώς του και ο Χριστός μας, όταν άρχισε το κηρυκτικό του έργο.
Το επάγγελμα του Ματθαίου ήταν τελώνης. Η λέξη δεν έχει καμμία σχέση με το επάγγελμα όσων εργάζονται σήμερα σε τελωνεία. Τελώνης στον καιρό της Καινής Διαθήκης ήταν αυτός που συγκέντρωνε τους φόρους. Αλλά και πάλι το επάγγελμα του δεν έχει καμμία σχέση μ’ αυτό του σημερινού εφοριακού.
Τελώνης τότε ήταν ένας επιχειρηματίας που νοίκιαζε τους φόρους. Υπολόγιζε το κράτος πόσους φόρους έπρεπε να πάρει από μία περιοχή και έκανε δημοπρασία, ποιος επιχειρηματίας θα πρόσφερε το ποσό αυτό και όσο μπορούσε περισσότερο. Αυτός που κέρδιζε στην δημοπρασία προπλήρωνε το ποσό αυτό στο κράτος και αγόραζε τους φόρους της περιοχής για πέντε χρόνια. Έπειτα όμως δεν μάζευε ο ίδιος τους φόρους αλλά τους πουλούσε σε άλλους επιχειρηματίες, σε μικρότερα γεωγραφικά τμήματα της περιοχής που αγόρασε, και κείνοι σε άλλους. Όλοι αυτοί έπρεπε να συγκεντρώσουν τους φόρους, αλλά και να κερδίσουν οι ίδιοι όσο το δυνατόν περισσότερα. Έτσι το αρχικά υπολογιζόμενο ποσό από το κράτος πολλαπλασιαζόταν αφάνταστα κι ενώ ο κάθε φορολογούμενος έπρεπε να δώσει 10% π.χ. από το εισόδημά του, στο τέλος καταντούσε να δίδει 30% και 40%. Και αν η σοδειά δεν ήταν όπως υπολόγισε το κράτος αλλά λιγώτερη κι αν οι τελώνες κάνανε μεγάλες καταχρήσεις κατά την είσπραξη των φόρων, οι άνθρωποι στο τέλος δίνανε όλη τη σοδειά στους τελώνες και αυτοί πεθαίνανε από την πείνα.
Η δε σκληρότητα των τελωνών ήταν αφάνταστη και απερίγραπτη. Αναφέρεται ότι, όταν κάποτε φθάσανε σ’ ένα μέρος για να εισπράξουν τους φόρους και μάθανε ότι ένας φορολογούμενος είχε πεθάνει πριν από λίγο, διέταξαν να τον ξεθάψουν κι άρχισαν να μαστιγώνουν το νεκρό σώμα. Όταν κάποιος τους είπε γιατί το κάνουν αυτό, αφού ο άνθρωπος είναι νεκρός και δεν πρόκειται να τους δώσει κάτι, εκείνοι απάντησαν ότι το κάνουν για να λυπηθούν οι συγγενείς και να δώσουν εκείνοι τα οφειλόμενα! Γι’ αυτό, όταν ρώτησαν κάποιον ποια είναι τα χειρότερα θηρία, εκείνος απάντησε οι αρκούδες στα βουνά και οι τελώνες στις πόλεις! Αν δε σκεφθούμε ότι οι φόροι την εποχή εκείνη μαζευότανε για τους Ρωμαίους, που ήταν οι κατακτητές της χώρας, τότε καταλαβαίνουμε πόσο μισητοί και σιχαμεροί ήτανε για το λαό οι τελώνες. Ήταν οι βδέλλες που πίνανε το αίμα του λαού συνεργαζόμενοι με τους κατακτητές.
Τελώνης ήταν λοιπόν και ο Ματθαίος. Ήταν μέλος μιας τελωνικής εταιρείας, που εκμεταλλευότανε την Καπερναούμ, την πόλη που όπως προαναφέραμε κατοικούσε ο Χριστός τον περισσότερο καιρό. Και πρέπει να ήταν σε γραφείο. Γραμματεύς ή ταμίας ή διαχειριστής. Ανήκε κι αυτός στην ελεεινή αυτή τάξη που όλοι τους ήταν άρπαγες, πλεονέκτες, καταπιεστές, έννομοι ληστές, χειρότεροι από τους άλλους ληστές. Διότι οι άλλοι ξέρουν ότι κλέβουν, ότι είναι άνθρωποι του υποκόσμου, που ζουν στο περιθώριο της κοινωνίας και κανένας δεν τους εκτιμά. Ενώ οι τελώνες ήταν μεγάλα και υψηλά πρόσωπα, κατείχαν σημαντική θέση στην τότε ιεραρχία της κοινωνίας και το κράτος τους τιμούσε και τους θεωρούσε πολύτιμους συνεργάτες του.
Κι όμως αυτός ο άρπαγας, αυτός ο έννομος ληστής, αυτός ο καταπιεστής και εκμεταλλευτής, αυτός ο εχθρός του λαού έγινε ευαγγελιστής και απόστολος. Πως και με τι τρόπο μας το λέγει το ευαγγέλιο. Μια μέρα, από τις πρώτες μέρες του κηρύγματος του Χριστού, ο Χριστός μέχρι το μεσημέρι είχε κάνει πολλά θαύματα και μίλησε πολλές φορές στο λαό. Για μια στιγμή που περνούσε μπροστά από το τελωνείο, βλέπει τον Ματθαίο, καρφώνει επάνω του το βλέμμα του και του λέει· «Ακολούθει μοι». Και ο Ματθαίος, που έβλεπε τόσο καιρό τα θαύματα του Χριστού και άκουγε την διδασκαλία του και προφανώς είχε επηρεασθεί από αυτά, παρατάει τη δουλειά του, τα τεφτέρια του, τα λεφτά του, την εταιρεία του, τις ανέσεις του, εγκαταλείπει μονομιάς όλο του το παρελθόν και ακολουθεί τον Χριστό.
Πόσο μεγάλος αμαρτωλός ήταν! Αλλά και πόση μετάνοια έδειξε! Τι μεταστροφή παρουσίασε. Έκανε στροφή 180ο . Και ας προσέξουμε το εξής. Και οι άλλοι μαθητές του Χριστού είχαν εγκαταλείψει τα πλοία και τα ψάρια τους. Αλλά αυτοί ήταν ευσεβείς καλλιεργημένοι. Έπειτα δεν τα είχαν πουλήσει, τα είχαν οι γονείς τους. Μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να γυρίσουν και να ξαναρχίσουν το επάγγελμά τους. Ενώ ο Ματθαίος από τη στιγμή που εγκατέλειψε τη θέση του και ακολούθησε τον Χριστό έσβησαν όλα, γιατί τη θέση του την κατάλαβε άλλος.
Τι δύναμη είχε ο λόγος του Χριστού! Τον πήρε και από δούλο της αμαρτίας τον έκανε υπηρέτη της αρετής. Τον πήρε χώμα και τον έκανε χρυσό. Αλλά και τι καρδιά και τι θέληση είχε ο Ματθαίος. Αμέσως βγήκε από το βούρκο, αμέσως τ’ άφησε όλα. Η μετάνοια του υπήρξε τόσο ραγδαία, που τον πήρε από τα βάθη της πονηρίας και τον ανέβασε στην κορυφή της αρετής. Δεν μετάνοιωσε απλώς ούτε έκλαψε μόνο για τις αμαρτίες του, όπως ο άλλος ο τελώνης που προσευχόταν στο ναό μαζί με τον Φαρισαίο, αλλά προχώρησε στην εφαρμογή του ψαλμικού «διδάξω ανόμους τας οδούς σου, και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι». Διότι κύριο συστατικό της μετανοίας είναι και η ιεραποστολή σ’ αυτούς που παραμένουν στην ανομία.
Λοιπόν κανείς ας μη απελπίζεται για την σωτηρία του. Η πονηριά η κακία, η διαφθορά δεν είναι κάτι το φυσικό στον άνθρωπο. Έχουμε προικισθεί και τιμηθεί με θέληση και με ελευθερία. Λέγει ο ιερός Χρυσόστομος· «Είσαι άρπαγας σαν τον Ματθαίο, μπορείς να γίνεις ευαγγελιστής. Είσαι διώκτης της Εκκλησίας σαν τον Παύλο, μπορείς να γίνεις απόστολος. Είσαι ληστής σαν αυτόν που σταυρώθηκε δίπλα στον Χριστό, μπορείς να κατακτήσεις τον παράδεισο. Είσαι μάγος, μπορείς να προσκυνήσεις τον Κύριο. Είσαι φονιάς και μοιχός σαν τον Δαυίδ, μπορείς να μετανοήσεις και να γίνεις ο καλύτερος φίλος του Θεού. Είσαι αρνητής του Χριστού όπως ο Πέτρος, μπορείς να γίνεις ομολογητής, απόστολος και μάρτυρας».
Δεν υπάρχει αμαρτία που να μη τη σβήνει η μετάνοια. Γι’ αυτό και μεγάλοι αμαρτωλοί γίνανε μεγάλοι άγιοι. Διότι όπως η φωτιά πέφτει στα αγκάθια και τα καίει, έτσι και η χάρη του Θεού καίει τις αμαρτίες μας με το πυρ της μετανοίας. Ο Θεός που μας έκανε εκ του μηδενός παίρνοντας χώμα και πλάθοντάς μας, αυτός μπορεί να μας αναπλάσει και ψυχικά και να μας κάνει αγίους. Από το ναδίρ της αμαρτίας μπορεί να μας φέρει στο ζενίθ της αρετής. Εμείς οι άνθρωποι, που είμαστε ατελείς και αδύναμοι, παίρνουμε τα άγρια δένδρα τα εμβολιάζουμε και τα μετατρέπουμε σε οπωροφόρα. Πολύ περισσότερο ο Θεός έχει τη δύναμη να εμβολιάσει την διεφθαρμένη μας προσωπικότητα και να τη κάνει αγία.
Ας παύσουμε λοιπόν τα «δεν μπορώ», τα «δεν γίνεται», «είναι αδύνατο ν’ αλλάξω» και τα παρόμοια. Ας μιμηθούμε τον άγιο Ματθαίο στη μετάνοια του, στη τόλμη του, στην αποφασιστικότητά του. Κι ας εγκαταλείψουμε αμέσως ότι μας κρατάει μακριά από το Χριστό και την Εκκλησία του.
ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ