ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΚΑΙ ΜΑΓΝΗΤΗΣ

Μ’ αυτές τις λέξεις χαρακτηρίζει -λακωνικά, ουσιαστικά και πολύ πετυχημένα- ο Γρηγόριος ο Θεολόγος τον Μέγα Αθανάσιο στον επιτάφιο λόγο του γι’ αυτόν. Σ’ όσους τον χτύπησαν και τον κυνήγησαν με σφοδρότητα και πάθος και αμείλικτο μίσος, λόγω της ορθοδοξίας του, έγινε διαμάντι. Παρέμεινε άκαμπτος, αλύγιστος, ασυμβίβαστος, ανυποχώρητος και αδιαπραγμάτευτος. Υπεστήριξε την Ορθοδοξία μέχρι κεραίας, μέχρι και ενός γράμματος. Πολέμησε για ένα γιώτα. Ομοιούσιος πρότειναν οι συμβιβαστικοί και διπλωμάτες και συνετοί «εν εαυτοίς» θεολόγοι της εποχής του για να συμβιβάσουν τους ορθοδόξους με τους αρειανούς· ομοούσιος αντέταξε ανυποχώρητος και άκαμπτος ο Μ. Αθανάσιος. Άλλο όμοιος και άλλο ομοούσιος. Όμοιος με το Θεό είναι και ο άνθρωπος, σχετικά και κατά χάρη, ο οποίος πλάστηκε «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν». Ο Χριστός όμως είναι ομοούσιος. Έχει την ίδια ουσία με τον Θεό Πατέρα και συνεπώς είναι Θεός. Ο Αθανάσιος δεν κάθησε να συζητήσει γι’ αυτά που ήταν κοινά μεταξύ των δύο παρατάξεων, όπως κάνουν οι σύγχρονοι οικουμενιστές θεολόγοι, αλλά θέλησε να τονίσει αυτά που χώριζαν και που διέστρεφαν το ορθόδοξο δόγμα. Προτίμησε να συνεχισθεί η διαμάχη και η σύγκρουση που συγκλόνιζε την ρωμαϊκή αυτοκρατορία, παρά να επιτευχθεί μία ειρήνη και μία ενότητα που χώριζε από τον Θεό.

Διαμάντι λοιπόν λόγω της αδάμαστης και ασυμβίβαστης και σθεναρής αντιστάσεώς του· αλλά διαμάντι και λόγω της καθαρότητας του χαρακτήρα του, των προθέσεων του, των επιθυμιών του, των κινήτρων του. Διαμάντι και λόγω συμμετρίας των αρετών του και της συμμέτρου αναπτύξεως όλων των ψυχικών δυνάμεων του. Όπως το διαμάντι είναι ο πιο σκληρός, λαμπρός, και κυβικά σύμμετρος πολύτιμος λίθος έτσι και ο Μ. Αθανάσιος, το πολύτιμο αυτό διαμάντι της Ορθοδοξίας μας.

grigorios_theologos.jpg

  Ο εγκωμιαστής του Γρηγόριος ο Θεολόγος τον παρουσιάζει ως εξής.

  Α΄. Ήταν η ενσάρκωση και η προσωποποίηση της αρετής, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ουσιαστικά όταν επαινείς αυτόν στην πραγματικότητα επαινείς την αρετή. Ήταν ισόπαλος με τους μεγάλους αγίους ή ελάχιστα κατώτερος· μερικούς όμως τους υπερέβαλε. Η ιερωσύνη του δεν ήταν αποτέλεσμα συναλλαγής, αρριβισμού, τυχοδιωκτισμού και ανίερων υποχωρήσεων, αλλά κατόρθωμα αρετής και πηγή και ζωή της Εκκλησίας. Ήταν τόσο ενάρετος, ώστε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενώ δεν ήταν επίσκοπος, εν τούτοις ήταν πρώτος ανάμεσά στους επισκόπους και ξεχώριζε και διηύθυνε τις εργασίες της, διότι η προτίμηση και η αξιολόγηση γινόταν τότε με βάση την αρετή και όχι με τους βαθμούς της ιερωσύνης. Επίσης αργότερα, όταν έγινε επίσκοπος, ήταν και πάλι πρώτος λόγω αρετής και όχι λόγω θρόνου. Διότι η διαφορά της αρετής των επισκόπων κάνει διαφορετικούς τους θρόνους και όχι οι θρόνοι τους επισκόπους. Αυτοί, που δεν είναι ισοστάσιοι στην αρετή των μεγάλων πατριαρχών, δεν μπορούν να κοκορεύονται ότι δήθεν είναι άξιοι, επειδή απλώς ανέβηκαν στους θρόνους, εική και ως έτυχε. Ο Μ. Αθανάσιος πήρε τον θρόνο του ευαγγελιστού Μάρκου επάξια, διότι ήταν ισοστάσιος στην αρετή μ’ αυτόν.

  Β΄. Ήταν θεόκλητος αλλά και δημόκλητος. Δεν ανάγκασε το λαό να τον δεχθεί, αλλά αυτός αναγκάσθηκε να δεχθεί την ευθύνη και το μαρτύριο της επισκοπής της Αλεξανδρείας και όχι την άνεση και την καλοπέραση που επιδιώκουν οι χριστέμποροι εκ των κληρικών. Ήταν απρόσιτος στην αρετή αλλά προσιτός στην συνάντηση των απλών και ατελών ανθρώπων.

  Γ΄. Ήταν άνθρωπος της δράσεως και της μοναξιάς. Έμοιαζε σ’ αυτό τον μεγάλο βασιλιά και μεγάλο άγιο Δαυίδ, ο οποίος ενώ ζούσε μέσα στις τιμές και τις δόξες, στις δημόσιες σχέσεις και στις αναγκαστικές συμμετοχές που όριζε το πρωτόκολλο της αυλής, στις καθημερινές συναντήσεις και συζητήσεις και συσκέψεις για θέματα του κράτους, εν τούτοις έλεγε· «κατά μόνας ειμί εγώ έως αν παρέλθω» (Ψαλ. 140,10). Ζούσε σε μία μεγάλη και απόλυτη κατά Θεό μοναξιά, ώστε να προσεύχεται συνεχώς, να μελετά το νόμο του Θεού, ν’ αδολεσχεί κατά Θεό, να φιλοσοφεί για το τρεπτό των ανθρωπίνων πραγμάτων και για την ματαιότητα των εγκοσμίων. Έτσι και ο Αθανάσιος κατόρθωνε και συνδύαζε τα ασυνδύαστα και συνένωνε τα εντελώς διαφορετικά. Σ’ αυτό υπερτερούσε των μοναχών της Αιγύπτου.

  Δ΄. Ήταν μάρτυρας που υπέστη αφάνταστα μαρτύρια και διωγμούς. Πέντε φορές εξορίσθηκε και αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει το ποίμνιο του στην Αλεξάνδρεια. Εξορίσθηκε επι Μ. Κων/νου, επί Κωνσταντίου (δύο φορές), επι Ιουλιανού του Παραβάτου, και επι Ουάλεντος. Από τα 46 έτη της αρχιερατείας του τα 16 τα διήλθε στην εξορία με φρικτές συνθήκες. Σε κάποιες εξορίες παρέμεινε σε διάφορα κρησφύγετα κοντά στην Αλεξάνδρεια και κατεύθυνε το ποίμνιο του σαν αόρατος αρχιεπίσκοπος. Μάλιστα την εξαετία 356-362, που ήταν τα τελευταία χρόνια της βασιλείας και της ζωής του Κωνσταντίου, ο Αθανάσιος ασκούσε ουσιαστικά τα καθήκοντα του χωρίς να φαίνεται διόλου. Πολεμήθηκε από τους εχθρούς της Ορθοδοξίας όσο ουδείς άλλους. Υπήρξε «ο ηρωϊκώτερος των αγίων και ο αγιώτερος των ηρώων».

  Ε΄. Ήταν άνθρωπος της τελείας μεσότητας και του μέτρου, τόσο στον χαρακτήρα όσο και στην διοίκηση. Η επίπληξη του ήταν πατρική και ο έπαινος του συγκρατημένος. Η ηπιότητα του δεν ήταν αδυναμία και η αυστηρότητά του δεν ήταν κακία. Ήταν τόσο τέλειος, ώστε, ο απόστολος Παύλος με όσα λέγει για τον Μέγα Αρχιερέα στην προς Εβραίους επιστολή του και με όσα νομοθετεί διά τον Τιμόθεο στις προς Τιμόθεον επιστολές του, ουσιαστικά δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να φιλοτεχνεί το πορτρέτο του Μ. Αθανασίου.

  ΣΤ΄. Ήταν το πρότυπο και το ίνδαλμα των μοναχών της Αιγύπτου. Τους φανέρωσε ότι υπάρχει ιερωσύνη, που ασκείται όπως ασκούνται αυτοί, κι ότι αυτοί οι μεγάλοι ασκητές και άγιοι έχουν ανάγκη αυτής της ιερωσύνης. Οι μοναχοί το αντελήφθησαν αυτό και έτσι οι γνώμες του Μ. Αθανασίου ήταν γι’ αυτούς σαν τις πλάκες τις θεόγραφες του Μωυσέως. Είχαν σέβας σ’ αυτόν, περισσότερο απ’ ότι οφείλουν οι άνθρωποι στους αγίους. Κατά τη διάρκεια των εκάστοτε εξοριών του από τους αρειανούς, όταν κατέφευγε στην έρημο για να σωθεί και να κρυφτεί, και οι στρατιώτες που τον κυνηγούσαν ρωτούσαν τους μοναχούς που βρίσκεται, εκείνοι απλώνοντας τον τράχηλό τους στα ξίφη των στρατιωτών απαντούσαν· «Σκοτώστε μας αλλά δεν σας απαντάμε». Πίστευαν ότι φερόμενοι έτσι κινδυνεύουν για τον Χριστό. Πίστευαν ότι αυτό που πάθαιναν για τον Αθανάσιο ήταν σπουδαιότερο απ’ όλες τις ασκήσεις τους. Ήταν το πιο ιερό και υψηλό απ’ όλα τα κατορθώματά τους, γιατί ο Αθανάσιος ήταν ό τέλειος μιμητής του Χριστού. Ο βρισκόμενος πραγματικά «εις τύπον και τόπον Χριστού».

  Πράγματι νήστευε και προσευχόταν σαν ασώματος και άυλος. Παρείχε προστασία σε όσους την χρειαζόταν. Οδηγούσε τα κορίτσια στο γάμο με κατάλληλες συμβουλές, σωφρόνιζε τους παντρεμένους, ενθουσίαζε τους ερημίτες, νομοθετούσε για τους κοινοβιάτες. Οι απλοί τον είχαν οδηγό και οι θεωρητικοί προσέτρεχαν στην θεολογία του. Ήταν χαλινάρι για τους γλεντζέδες, παρηγοριά για όσους αντιμετώπιζαν συμφορές, στήριγμα για τους γέροντες, παιδαγωγός για τους νέους, προμηθευτής για τους πτωχούς, ρυθμιστής για τους πλουσίους. Οι χήρες τον επαινούσαν σαν προστάτη τους, τα ορφανά σαν πατέρα, οι πτωχοί σαν φίλο τους, οι ξένοι σαν φιλοξενητή, οι αδελφοί σαν φιλάδελφο, οι άρρωστοι σαν γιατρό σε κάθε ασθένεια και θεραπεία, οι υγιείς σαν φύλακα της υγείας τους. Όλοι τέλος πάντων εκείνον που σ’ όλους γίνεται το παν, για να κερδίσει όλους ή τους περισσοτέρους.

  Καταλαβαίνουμε τώρα γιατί ο Γρηγόριος τον χαρακτηρίζει εκτός από διαμάντι και ως μαγνήτη, που σαγηνεύει και ελκύει προς το πρόσωπό του όλους, ακόμη και τους πιο σκληρούς και ψυχρούς ή και εχθρικά διατιθεμένους.

  Κι όμως όλα αυτά τα σπουδαία και θαυμάσια, που αρκούν για να χαρακτηρισθούν άλλοι μεγάλοι και σπουδαίοι, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος τα θεωρεί μικρά κατορθώματα του Μ. Αθανασίου, διότι μεγάλα θεωρεί τους αγώνες του για την ορθοδοξία και την κατατρόπωση του Αρείου.

  Αλλά ποια ήταν η εποχή που εμφανίσθηκε ο Άρειος; Ήταν μια εποχή που εισχώρησε στο χώρο της θεολογίας η φλυαρία, η λεξιθηρία, το εξεζητημένο, ο φιλοσοφικός και ορθολογιστικός στοχασμός. Η απλότητα και η λιτότητα στην έκφραση υποχώρησαν. Οι άνθρωποι θέλανε συνεχώς ν’ ακούν περί Θεού κάτι το νεώτερο και ασυνήθιστο. Τότε εμφανίσθηκε ο κουλτουριάρης και εξυπνάκιας Άρειος «ο της μανίας επώνυμος» και άρχισε να κρίνει τα της Γραφής με ανθρώπινους συλλογισμούς και πρακτικές. Αφού ο Χριστός είναι υιός, άρα είναι νεώτερος του πατέρα και «ην ποτέ ότε ουκ ην». Αυτό όμως συμβαίνει στα ανθρώπινα πράγματα και στις γήινες συνθήκες. Στην θεία πραγματικότητα αλλιώς έχουν τα πράγματα. Ο Χριστός ανέκαθεν υπάρχει μαζί με τον Πατέρα και ανέκαθεν και συνεχώς γεννάται. «Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο λόγος». Ο Πατήρ συνεχώς γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιο. Το γεννητόν και εκπορευτόν είναι σχέσεις μεταξύ των προσώπων της Αγίας Τριάδος και δεν εκφράζουν ανθρώπινες συνθήκες και καταστάσεις.

megas_a8anasios.jpg

  Ο Μ. Αθανάσιος παρατήρησε με οξυδέρκεια ότι η διδασκαλία του Αρείου οδηγούσε σε δύο άτοπα. Πρώτα διέλυε την αγία Τριάδα και άνοιγε το δρόμο προς την πολυθεΐα, αφού επέτρεπε τη λατρεία κτίσματος, και δεύτερο ανέτρεπε, ολόκληρο το οικοδόμημα της απολυτρώσεως. Αυτός που αναλαμβάνει τη σωτηρία της ανθρωπότητας πρέπει ο ίδιος να κατέχει το πλήρωμα της θεότητας. Αφού αναμένουμε να θεωθεί ο άνθρωπος, πως είναι δυνατό να μη είναι ομοούσιος με το Θεό ο Χριστός, ο οποίος ενεργεί τη θέωση; Ο Χριστός δεν έγινε υιός του Θεού λόγω της ηθικής του τελειότητας, όπως δίδασκε ο Άρειος, αλλά αντίθετα αυτός μας θεοποίησε. «Ουκ άρα άνθρωπος ων, ύστερον γέγονεν Θεός, αλλά Θεός ων, ύστερον γέγονεν άνθρωπος, ίνα ημάς θεοποιήσει» (Κατά Αρειανών 1,39).

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

 
Κορυφή