Η ΤΕΧΝΗ ΩΣ ΜΝΗΜΕΙΟ ΧΩΡΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΘΕΟ - του Ιερομόναχου ΣΑΒΑΤΙΕ ΜΠΑΣΤΟΒΟΪ

Ιερομόναχου ΣΑΒΑΤΙΕ ΜΠΑΣΤΟΒΟΪ

 

  Η τέχνη συνιστά εκείνο το οποίο ο άνθρωπος κατάλαβε μετά τον χωρισμό του από τον Θεό, αποτελεί δε το δράμα του χωρισμού και τής απομονώσεως μας. Η απομόνωση είναι το κεντρικό Θέμα στην Τέχνη και έξω από αυτή η Τέχνη δεν μπορεί ούτε να εννοηθεί. Αλλά απομόνωση σημαίνει Θάνατος.

  Ο Ρουμάνος ποιητής Μιχαήλ Εμινέσκου συνέλαβε μεγαλοφυώς την γένεση της Τέχνης: «Αιώνια νέος, κουκουλωμένος στο μανδύα μου, σήκωνα ονειροπαρμένος το μέτωπό μου προς το άστρο της μοναξιάς και δεν πίστευα ότι κάποτε θα μάθαινα να πεθάνω». Ιδού η κραυγή αλλά και ο κλαυθμυρισμός του Αδάμ, που μόλις έπεσε: «Δεν πίστευα ότι κάποτε θα μάθαινα και να πεθάνω.» Ιδού ή Τέχνη: το ασύμβατο του ανθρώπου με τον Θάνατο η εξέγερση του εναντίον της, ο πόνος του εξ αιτίας της αλλά και η αδιέξοδη παρηγοριά -ή παθητική «εκμάθηση» του «θανάτου».

  Μόλις «έμαθε να πεθάνει», ο άνθρωπος ξέχασε ήδη την θέση του Θεού στην ζωή του. Σηκώνει το μέτωπο του προς το «άστρο της μοναξιάς». Εμείς πιστεύουμε ότι ακριβώς το σήκωμα αυτό του μετώπου είναι η Τέχνη. Το μέτωπο, ως σύμβολο τής σοφίας και της δυνάμεως, δεν τρέφεται πλέον από τον Θεό, αλλά αυτοσυντηρείται.

  «Το άστρο της μοναξιάς» αποτελεί μάλλον απέραντη προβολή της μοναξιάς του καθενός, μια απολυτοποίηση της προσωπικής μοναξιάς η οποία γίνεται το κέντρο ενός ανήμερου και απέλπιδου κόσμου. Το νέο αυτό άστρο, μοναδικά και προσωποποιημένο, εξαλείφει στην συγκεκριμένη περίπτωση με την σημασία του όλα τα άλλα άστρα και γίνεται κατ’ αυτό τον τρόπο για το συγκεκριμένο πρόσωπο το μοναδικό σημείο αναφοράς σ’ ολόκληρο το σύμπαν, ο μοναδικός «φωτοδότης».

  «Σήκωνα το μέτωπό μου προς το άστρο της μοναξιάς». Όχι τα μάτια, αλλά το μέτωπο! Ο άνθρωπος βαδίζει ψηλαφά το φως με το μέτωπο, σαν να ψηλαφά με κομμένα τα χέρια. Τα μάτια του τυφλώθηκαν πριν από τόσα πολλά χρόνια, που και ο ίδιος δεν τα θυμάται πλέον και δεν έχει καμιά ελπίδα να τα ξανακερδίσει. Φανταζόμαστε μάλλον επουλωμένες τις οφθαλμικές κόγχες του. Γι’ αυτό τον λόγο ο ίδιος σηκώνει το μέτωπο και όχι τα μάτια του.

  Με τί στόλισε ο άνθρωπος το άστρο της μοναξιάς του; Ποιο πράγμα αξίας ονομάτιζε αυτός για το οποίο αξίζει να ζήσεις; Εμείς λέμε ότι αξίζει να ζεις μονάχα για τα πράγματα για τα οποία αξίζει και να πεθάνεις. Θα δούμε όμως ότι, για τον άνθρωπο της Τέχνης, το γεγονός αυτό δεν αποτελεί τον σκοπό, αλλά απλώς μια μέθοδο. Το χάος και ο θάνατος κάνουν τον σκοπό να χάσει την σημασία και το νόημά του. Το παράλογο πλημμυρίζει χωρίς διέξοδο την ύπαρξη. Ο εικοστός αιώνας είναι ο αιώνας τού παραλόγου αρχίζοντας με τον Καμύ και τον Σαρτρ και μέχρι το άτοπο του Ευγενίου Ιονέσκου, αλλά και φθάνοντας μέχρι το σημερινό άτοπο της καταστρεπτικής τηλεοράσεως.

  Αλλά μέχρι να αποκτήσει κάποιο όνομα, το παράλογο διαπότισε την παγκόσμια Τέχνη, είτε πρόκειται για το «‘Έπος του Γιλγαμές» είτε για τον «Ρωμαίο και Ιουλιέτα» είτε για άλλα έργα, αναμφισβήτητα μεγαλοφυή, από τα οποία όμως ο Θεός αποσύρθηκε.

  Από αυτή την άποψη οι άνθρωποι είχαν δίκαιο. Διότι η απουσία του Θεού δεν μπορεί να δικαιολογηθεί παρά μόνο σαν παράλογο. Τα πολύ γνωστά λόγια -πού αποδίδονται λανθασμένα στον Τερτυλλιανό- «πιστεύω επειδή είναι παράλογο» είναι πιό ευπρόσιτα στον τωρινό άνθρωπο του αιώνα μας, παρά για τον «αλλοτινό» ρωμαίο ιστορικό.

  Ο Θάνατος είναι η λαιμητόμος η οποία τυποποιεί όλους τους πόθους μας, Τόσο τους ευγενείς όσο και τους ευτελείς, Χωρίς καμιά διάκριση. Το μοναδικό πράγμα πού μας διαφοροποιεί είναι το έργο πού αφήνουμε πίσω μας. Η διαφορά μεταξύ ενός θρησκευόμενου και ενός απίστου ανθρώπου έγκειται στο ότι ο πρώτος ζει για να εξασφαλίζει  το μέλλον -την αιωνιότητα-, ενώ ο τελευταίος για να εξασφαλίζει το παρελθόν -κάποια μάταιη δόξα. Η ζωή αυτού περιστρέφεται γύρω από τον φόβο της αφάνειας. Ο φόβος της αφάνειας είναι εκείνος που αναγκάζει τον άπιστο άνθρωπο να δημιουργήσει. « Επίστρεψε μου τον εαυτό μου» -φωνάζει ο άπιστος άνθρωπος. Ενώ ο πιστός κράζει: «Εμένα επίστρεψε με σ’ Εσένα», Γι’ αυτό τον λόγο ο πιστός δεν μπορεί να είναι άνθρωπος της Τέχνης. Διότι γι’ αυτόν ο σκοπός -ή συνάντηση δηλαδή με τον Θεό- ακυρώνει την μέθοδο, δηλαδή την Τέχνη με την μοντέρνα της σημασία.

  Ο άπιστος άνθρωπος δεν έχει σταθερές αρχές και ακριβώς για τον λόγο αυτό ό,τι αποτελεί μέθοδο για τον πιστό για τον άπιστο γίνεται σκοπός. Αυτός εγκλωβίζεται στην μέθοδο σαν σ’ ένα ιστό της αράχνης, ένας ιστός τον οποίο ο ίδιος προετοίμασε και γι’ αυτό τον αντιλαμβάνεται δυσκολότερα, διότι αυτός αποτελεί μέρος του εαυτού του. Η Τέχνη (για την Τέχνη) σημαίνει αδυναμία να βλέπεις μακρύτερα, αδυναμία ανά βλέπεις τον Θεό. Σημαίνει αγκύλωση στον εαυτό μας.

  Ολόκληρη ή Ιστορία τής Τέχνης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια παρέλαση κομπλεξικών ανθρώπων. Μια παρέλαση της αδυναμίας. Μια κατάληψη εξ εφόδου του «χειμερινού παλατιού» της συνειδήσεώς μας. Μία επανάσταση με την οποία η συνείδηση υποχρεούται να αναγνωρίσει όλα αυτά τα συμπλέγματα («κατωτερότητας» ή «ανωτερότητας» δηλαδή μιας κατωτερότητας σχεδόν ανεπανόρθωτης) σαν κάτι ξεχωριστό και άξιο προσοχής.

  Στα συγγράμματά του για την Τέχνη, ο Freud ονομάζει τους ηθοποιούς «τρελούς επί της σκηνής». Διότι εκεί συμβαίνει μία αποφόρτιση των συμπλεγμάτων, μια στοιχειώδης απελευθέρωση, Η χαρά την οποία αισθάνονται οι Θεατές κατά την διάρκεια ενός Θεατρικού έργου οφείλεται στην ταύτισή τους με τον ηθοποιό και στην συμμετοχή τους στα ορισμένα αισθήματα ή σε κάποιες σκηνές για τις οποίες θα ντρέπονταν σε φυσιολογική κατάσταση, πρόκειται για εκείνο τον φόβο και την λύπη για το οποίο μιλούσε ο Αριστοτέλης στην «Περί Ποιητικής» του.

  Κατά την εποχή που ο Freud έκανε τους ισχυρισμούς αυτούς ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, το να δείξεις στο κοινό την γύμνια σου δεν θεωρείτο ακόμη μια πράξη απελευθέρωσης αλλά μια παθολογική πράξη. Ασφαλώς ο Freud έκανε κάποια «λογοτεχνία», με την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι ασήμαντη ποιητές των ήμερών μας περιγράφοντας δηλαδή τις οργανικές έμμονες ιδέες κάποιων ανθρώπων, όπως στην «Περίπτωση Ντώρα» λόγου χάρη, αλλά εκεί επρόκειτο για τις σημειώσεις αίνος ψυχιάτρου σχετικές με τούς ασθενείς του. Την σήμερον ημέρα οι αυθεντικές καυτές ψυχιατρικές μελέτες γράφονται από τους ποιητές περιγράφοντας τους εαυτούς τους.

  Η Τέχνη είναι λοιπόν το φαινόμενο κατά το οποίο τα παντός είδους συμπλέγματα υπέστησαν κάποια διαδικασία εξευγενισμού.

  Μετά από 3.000 χρόνια ιστορίας του πολιτισμού ο άνθρωπος δεν έχει πλέον τί να πει στον κόσμο. Αυτός περιστρέφεται γύρω από το βράχο αυτό που ονομάζεται ιστορία του πολιτισμού και βλέπει ότι ο βράχος τυγχάνει πολύ μικρότερος από τις προσδοκίες του. Του μοιάζει με το τυρί που παραμένει στο σουρωτήρι μετά την απόσταξη του τυρόγαλου και το οποίο έγινε απίστευτα μικρό ανατρέποντας όλες τις προσδοκίες των προσκεκλημένων στο δείπνο.

  Αλλά ο άνθρωπος προσπαθεί ανά εξάγει από το βράχο αυτό έννοιες ικανές να του αυξήσουν την αξία. Γεννιούνται έτσι οι κριτικοί και οι θεωρητές της Τέχνης. Με ποιο σκοπό; Για να γράψουν ογκώδεις τόμους και να μας πείσουν ότι στις παντοίες αυτές ανοησίες κρύβονται στην πραγματικότητα έννοιες τις οποίες το ανθρώπινο μυαλό δεν είναι ακόμη ώριμο να τις καταλάβει.

  Αλλά αυτά τα ασήμαντα πράγματα δεν αποτελούν ούτε τουλάχιστον το τυρόγαλο από το οποίο με το βράσιμο θα μπορούσαμε να βγάλουμε έστω και μια χούφτα ανθότυρο. Είναι δύσκολο να συλλάβεις με το νου πώς, παιδιά της προσχολικής ηλικίας, δημιουργούν στο παιχνίδι τους “έργα”, από τα οποία λείπει μονάχα η υπογραφή ενός Σαγκάλ ή κάποιες φορές του Πικάσσο,

  Όταν ο Θεός εκδιώχθηκε από τον πνευματικό κόσμο του ανθρώπου συνέβη μια φυσική καταστροφή κατά την οποία παραβιάσθηκε ο νόμος της εσωτερικής του ροπής. Ο άνθρωπος, πού είναι ένα ον κατευθυνόμενο από την φύση του προς την τελειότητα βιώνει κάποια κρίση ανεπάρκειας μέσων σε σχέση με τις επιδιώξεις του. Οι φαντασιώσεις του ξεπερνούν πολύ την δύναμη του για την πραγματοποίησή τους. Η λύση όμως δεν έγκειται στην αποτομή, κατά το μοντέλο του Προκρούστη, αυτών των φυσικών ροπών της δημιουργικής του φαντασίας, αλλά στην απεριόριστη διείσδυση, σαν σ’ ένα μεταξωτό κουβάρι, στον άγνωστο κόσμο που ζούμε.

  Το άγνωστο την φορά αυτή είναι ο Θεός, συγκεκριμένα Εκείνος ο Θεός που -ώ του Θαύματος- κατοικεί στις καρδιές μας.

  Και ήταν φυσικό να συμβεί αυτό, εφ’ όσον, ήδη από την πτώση του ο Αδάμ βρίσκεται σε συνεχή φυγή από το πρόσωπο του Θεού. Ο Αδάμ, που είχε την τρέλα να κρυφτεί κάτω από ένα θάμνο από την παντογνώστρια παρουσία του Θεού, μπορεί και σήμερα να κρύβεται στην σκιά ενός μολυβιού. Η Πατερική Ορθόδοξος Παράδοση βλέπει στην πράξη αυτή του Αδάμ μια φρενοβλάβεια μία παραφροσύνη την οποία αυτός μετέδωσε έπειτα σ’ όλους τους απογόνους του, διότι όλοι βρισκόμασταν (εν δυνάμει) στον Αδάμ την στιγμή της πτώσεώς του.

  Η Τέχνη είναι η αντίδραση του Αδάμ ο οποίος ξυπνάει μετά από το ατύχημα αυτό, ατύχημα όχι μονάχα δικό του αλλά ολοκλήρου τού κόσμου. Η Τέχνη είναι μια αρρωστημένη προσπάθεια του Αδάμ να ξαναφέρνει στην μνήμη του τον Θεό, μια καταπόνηση να ξαναφέρνει στην μνήμη του τις ευτυχισμένες του μέρες. Η προσπάθεια αυτή έμελλε να αποτύχει μέχρι την ημέρα που ο ίδιος ο Θεός αποφάσισε να κατεβεί στο αρρωστημένο από την αμαρτία σώμα του Αδάμ και, ενδυόμενος την αρρώστια του σαν ιμάτιο, το ξέπλυνε στα καθαρτήρια νερά του θυσιαστικού θανάτου Του, για να το επιστρέψει ξανά καθαρό στον αγαπημένο του Αδάμ.

  Ιδού γιατί η Τέχνη για τον παλαιό Αδάμ ισοδυναμεί με τα ριγωτά ιμάτια του φυλακισμένου με «τα φύλλα» της συκής με τα οποία αυτός καλύπτει την γύμνια της ψυχής του. Για τον νέο Αδάμ, όμως, στον οποίο συμπεριλήφθηκαν και συμπεριλαμβάνονται πολλοί το ιμάτιο της αρρώστιας αντικαταστάθηκε από το χωρίς ραφή ιμάτιο τού Χριστού. Το παράλογο η αρρώστια του Αδάμ, την οποία αυτός αισθάνθηκε την στιγμή που κρύφθηκε κάτω από το θάμνο του Παραδείσου, έγινε με τον Χρόνο κύρια εστία της καλλιτεχνικής του εμπνεύσεως. Αυτή συντηρείται πολύ εύκολα ιδίως σ’ έναν αιώνα κατά τον οποίο η τρέλα έγινε κεντρικό θέμα, όχι μόνο στην τέχνη κάποιων πρωτοποριακών κύκλων, αλλά ακόμη και στις δημιουργίες μεγάλων κινηματογραφικών εταιρειών.

  Θα ήμουν πολύ πιό πειστικός εάν σας έλεγα ότι, στην Ρωσία, στην χώρα αυτή με οπισθοδρομικά γούστα που ασχολείται δηλαδή με παραδοσιακά θέματα, στην πρώτη θέση ακροαματικότητας βρίσκεται ένα έργο που τιτλοφορείται «Εγώ τρελάθηκα».

  Σε μια κοινωνία η οποία γνωρίζει τον προφήτη Δαβίδ μονάχα από το γλυπτό του Μιχαήλ Άγγελου πιστεύουμε ότι αυτό από το οποίο υποφέρει κατά Κύριο λόγο είναι η αίσθηση πραγματικότητας. Η προσωπική αποξένωση του ανθρώπου της Τέχνης προβάλλεται σταδιακά επάνω στην κοινωνία και γίνεται έτσι μια συλλογική αποξένωση. Τα μεταμοντέρνα μουτζουρώματα, τα οποία πριν από δέκα χρόνια προξενούσαν αηδία σε οποιοδήποτε φυσιολογικό άνθρωπο, βρίσκονται σήμερα σε όλα τα εξώφυλλα των τετραδίων και των σχολικών εγχειριδίων ή κολλημένα ως αυτοκόλλητα στα ψυγεία. Ακόμη περισσότερο, οι τάπητες με παρόμοια μοτίβα τα οποία μιμούνται τους μουτζουρωμένους τοίχους ή τους φράκτες των πόλεων, τις δημοτικές τουαλέτες, διακοσμούν φυσιολογικά τους τοίχους των διαμερισμάτων. Επάνω δε στα αυτοκίνητα κάποια αυτοκόλλητα πού μιμούνται μια σταγόνα βαφής που έπεσε κατά λάθος! Δεν θα μιλήσω για τα ρούχα που φοράνε όχι μόνο οι νέοι αλλά και οι συνταξιούχοι!

  Μέχρι πριν από μερικά χρόνια οποιοσδήποτε νέος θα θεωρούσε μεγάλη ντροπή εάν κυκλοφορούσε με σκισμένα παντελόνια, ενώ σήμερα τα σχίζει μόνος του. Όχι μόνο οι γυναίκες, αλλά και οι άνδρες βάφονται σαν τον κλόουν. Πριν μερικά χρόνια, το να έβγαινε κάποιος στο δρόμο με το λουκάνικό στο χέρι θεωρείτο χοντροκοπιά, ενώ σήμερα βγαίνουν και με τηγανητές  πατάτες και περηφανεύονται!

  Κάτω από τα μάτια μας και με τη συμμετοχή μας συμβαίνει μια συλλογική αλλοτρίωση. Ζούμε ανάμεσα σε πινακίδες που διαφημίζουν γυναικείες σερβιέτες και προφυλακτικά. Κοιτάζουμε με θαυμασμό πώς στην τηλεόραση μια γυναίκα ξυρίζει τής τρίχες των ποδιών της ή σκαλίζει την τερηδόνα των δοντιών της. Πέσαμε τόσο χαμηλά στην μιζέρια, που  δεν ντρεπόμαστε για πράγματα για τα οποία κάποτε ακόμη και η σύζυγος ντρεπόταν να μιλήσει στον άνδρα της. Πριν είκοσι περίπου χρόνια, όλα αυτά αποτελούσαν σκηνές από κάποια γαλλική κωμωδία, ενώ σήμερα αποτελούν την ίδια την ζωή μας.

  Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν χρησιμοποιεί καθόλου την προσωπική του ελευθερία. Για ποιά ελευθερία εξ άλλου θα μπορούσε να μιλήσει ο σύγχρονος άνθρωπος όταν, επί δέκα ώρες την ημέρα κοιτάζει ταινίες στις οποίες με ξεκαρδιστικά γέλια τον διατάζουν πότε πρέπει να γελά; Πού είναι η λογική; Πού είναι η διάκριση άξιών;

  Ναι, ο άνθρωπος γλίτωσε από την «τυραννία της θρησκείας»! Η Τέχνη νίκησε θριάμβευσε επάνω στην θρησκεία!

  Μόνο που η Τέχνη μετατράπηκε η ίδια σε θρησκεία μια ύπουλη και τυραννική θρησκεία, μια θρησκεία της καταστροφής. Ζούμε σε μια κοινωνία που τυραννιέται από την Τέχνη.

 

  Ο άνθρωπος της Τέχνης -ο οποίος ζει ως ήρωας πού λυτρώνει την αλυσόδετη από τα θρησκευτικά δόγματα ψυχή- αποτελεί προϊόν της Δύσεως, της καθολικής Ιταλίας. Η Αναγέννηση λ.χ. δεν εμφανίσθηκε στην ορθόδοξη Ελλάδα, ο πολιτισμός της οποίας μέχρι τον εκχριστιανισμό έπασχε από ανθρωποκεντρισμό ακριβώς όπως ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Η Ορθοδοξία δεν καταπίεσε ποτέ την κουλτούρα, αλλά αντιθέτως την χρησιμοποίησε στα κηρύγματά της. Με αυτή την έννοια αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα ο Λόγος προς τους Νέους του Μεγάλου Βασιλείου «για το πώς πρέπει να χρησιμοποιούμε τα συγγράμματα των Ελλήνων», από τον οποίο φαίνεται πολύ καλά ότι, στις συνθήκες της κανονικής Εκκλησίας, η ψυχή δέον έχει από τί να απελευθερωθεί, διότι της προσφέρεται όλη η ελευθερία.

  Στην Ορθοδοξία δεν υπάρχει απόρριψη, αλλά μονάχα επιλογή. Εμείς δεν γνωρίζουμε στην Ιστορία της Ορθοδόξου Εκκλησίας κανένα Σαβοναρόλα. Πιστεύουμε ότι η τόσο επιδειχτική επιστροφή στα ιδεώδη της ρωμαϊκής τέχνης μέχρι του εκχριστιανισμού της, δηλαδή στον ανθρωποκεντρισμό και στον ερωτισμό, και με προφανή σκοπό απομυθοποίησης, όπως συνέβη κατά την Αναγέννηση έγινε δυνατό συγκεκριμένα στο ιστορικό περιβάλλον του εκκλησιαστικού σχίσματος που ευνόησε το εννοιολογικό και ηθικό χάος στην Ρωμαιοκαθολική ‘Εκκλησία.

  Το γεγονός ότι ο Μιχαήλ Άγγελος ζωγραφίζει τα βιβλικά πρόσωπα γυμνά, αποτελεί αναμφισβήτητα μια μορφή χλευασμού της καταστάσεως της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η γύμνια είναι στην πραγματικότητα γυμνότητα των ιερέων. Οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης χτυπούνε χωρίς κανένα ενδοιασμό όλα τα χριστιανικά ιδεώδη, διότι το χάος και η αναίδεια ήταν γενικό φαινόμενο.

 

  Οι καλλιτέχνες επαναστατούν αλλά δεν διορθώνουν. Διότι παρόμοιοι ήσαν και αυτοί. ‘Ήταν διεφθαρμένοι και περίμεναν απλώς μια καλή ευκαιρία για να αφήσουν ελεύθερα τα χαλινάρια της διαφθοράς τους. Και βρίσκουν την ευκαιρία αυτή· ο αγώνας κατά του ψέματος. Αλλά υπό την προσωττίδα της ανωτερότητας, αυτοί θα διαπράττουν κακίες τόσο κατά των άλλων όσο και εναντίον στους εαυτούς τους.

  Να μη ξεχνάμε ότι οι καλλιτέχνες αυτοί της Αναγεννήσεως, όσο και αργότερα ο Ρουσσώ ή ο Ντιντερό επαναστάτησαν και αναζήτησαν Κάποια απελευθέρωση από την ευνοούμενη από το σχίσμα νοοτροπία. Εμείς όμως δεχθήκαμε αδίκως τον αθεϊσμό τους, χάρη στην επιδεξιότητα της αθεϊστικής προπαγάνδας η οποία αγωνίσθηκε να παρουσιάσει τον Χριστιανισμό σαν συγχώνευση των παραλογισμών όλων των δογμάτων όλων τω ομολογιών, τις οποίες όμως η Ορθόδοξος Εκκλησία θεωρεί αιρετικές.

  Το ζήτημα της καλλιτεχνικής ελευθερίας τέθηκε κάπως δίκαια κατά την περίοδο που η ‘Εκκλησία διέθετε εξουσία λογοκρισίας, Σήμερα η εξουσία αυτή δεν βρίσκεται πλέον εδώ και πολύ καιρό με το μέρος της Εκκλησίας, αλλά, παρ’ όλα αυτά η «απελευθέρωση» από κάποια δογματική νοοτροπία συνεχίζει να απασχολεί τα έργα τέχνης. Ακόμη η (λεγομένη) δημιουργική ελευθερία -ιδίως στα νέα ταλέντα- συγχέεται και εκδηλώνεται με την αλαζονική κατεδάφιση των δογμάτων της πίστεως, με ανήθικες παραφράσεις των βιβλικών κειμένων και γεγονότων.

  Μα εμείς οι Ορθόδοξοι από τί απελευθερωνόμαστε; Και αναφέρομαι στους μορφωμένους ανθρώπους που ανήκουν σ’ αυτό τον χώρο, που είναι ορθόδοξοι εκ γενετής, αλλά οι οποίοι, θεωρώντας ότι προβαίνουν σε μεγάλες επαναστάσεις φτιάχνουν τις περισσότερες φορές κείμενα που πνίγουν, που στραγγαλίζουν οποιοδήποτε ίχνος Χριστιανισμού. Αυτοί, ούτε διάσημοι θα γίνουν, όπως ο Ντάν Μπράουν, αλλά και με τον Χριστό φιλονικούν. Από πού πηγάζει λοιπόν και πού αποσκοπεί αυτός ο ψεύτικος αγώνας για την ελευθερία;

  Για να αγωνίζεσαι για την ελευθερία, πρέπει πρώτα να ξέρεις από ποιόν, από τί απελευθερώνεσαι και τί ποθείς να κερδίσεις ως αντάλλαγμα, Η καλλιτεχνική ελευθερία δεν σημαίνει να έχεις ένα δικό σου εκδοτικό οίκο στον οποίο να δημοσιεύεις όλα τα βιβλία, με τα οποία οι συγγραφείς μας κατατυραννούν τις συζύγους και τις ερωμένες τους (τους μοναδικούς στις περισσότερες φορές αναγνώστες τους), αλλά σημαίνει πολλά περισσότερα.

 

  Από τί ελευθερωνόμαστε; Από τα δόγματα; Μα από ποιό δόγμα συγκεκριμένα; Από το δόγμα ότι ό Θεός είναι καλός ότι ο άνθρωπος είναι αθάνατος, ότι αυτός ο άνθρωπος, δημιουργημένος κατά την εικόνα του Δημιουργού του, έχει την δύναμη να δημιουργεί; Ή μήπως από το δόγμα ότι ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ελεύθερο όν του οποίου την ελευθερία δεν την παραβιάζει ούτε ο Θεός; Εξ άλλου η ελευθερία να επαναστατούν οι περισσότεροι ενάντια του Θεού αποτελεί την καλύτερη απόδειξη ότι η ορθόδοξος δογματική δεν παραβιάζει τις αρχές της. Και ο Θεός είναι ο πρώτος που σέβεται τα περί ελευθερίας δόγματα αυτά.

  ‘Όταν απελευθερωνόμαστε από τα δόγματα απελευθερωνόμαστε στην πραγματικότητα από την ίδια την ελευθερία μας. Τα ορθόδοξα δόγματα εντυπώνουν τις πιό ευγενείς ελπίδες που μπορεί να έχει ο άνθρωπος και εκφράζουν την τελειότερη μορφή της ανθρώπινης σκέψεως. Εάν η μετασοβιετική Τέχνη δεν διαθέτει την εγκυρότητα ενός Ντοστογιέβσκι ή ενός Γκόγκολ, οφείλεται στο γεγονός ότι οι σημερινοί συγγραφείς στερούνται της στερεότητας του Χριστού. Τόσο ο Ντοστογιέβσκι όσο και ο Γκόγκολ είχαν στα εμβλήματα της λογοτεχνίας τους το μονόγραμμα του βυζαντινού αυτοκράτορα: «εν τούτω νίκα».

 

  Όταν ο ιερός Αυγουστίνος έφθασε στο σημείο να γνωρίσει την ‘Εκκλησία νοιώθοντας ντροπή για στην προηγούμενη του στάση, έλεγε: «Σ’ ευχαριστώ, Κύριε, διότι ό,τι συκοφάντησα εγώ δεν ήταν Εκκλησία Σου, αλλά μονάχα η εσφαλμένη μου φαντασίωση γι’ αυτήν».

 

  Ο άνθρωπος φοβάται μήπως ανακαλύψει ότι αυτά που σκέφθηκε (και έγραψε) περί του Θεού αποτελούν παραποίηση της αλήθειας. Ότι ο Θεός μπορεί πράγματι να αναδειχθεί καλός. Ο άνθρωπος φοβάται να πάει σε συνάντηση με Εκείνον Τον οποίο κακολόγησε πριν ακόμη τον γνωρίσει. Ο άνθρωπος είναι υπερήφανος και φοβάται να συναντηθεί με τον Δημιουργό. Διότι αυτός έκλεψε τα ιμάτιά Του και πήγε με αυτά στο χορό. Διότι χρησιμοποίησε το όνομά Του για να αποσπάσει λεφτά από την Τράπεζα και υπέγραψε υποθέσεις που δεν του ανήκαν. Ο άνθρωπος έκανε υπερβολικά χρέη και υπερηφανεύθηκε προς όλους ότι αυτός είναι ο «κύριος». Τώρα όμως έμαθε ότι ο ‘Αληθινός Κύριος τον κάλεσε σ’ Αυτόν και ο άνθρωπος τρελαίνεται από την ντροπή του. Προτιμά να παραμείνει κρυμμένος κάτω από τον θάμνο της ντροπής του κυρίαρχος επάνω σε κάποια χαλασμένα παιχνίδια. Ψάχνει δικαιολογίες για να αργήσει. Εφευρίσκει ψέματα. Αντιστέκεται και λοιδορεί τον Δεσπότη. Επειδή τον κατέχει η πεποίθηση ότι ο Δεσπότης τον κάλεσε για να τον μαλώσει. Ο Κύριος τον κάλεσε όμως για να τον κάνει κληρονόμο.

 

  Ο καλλιτέχνης επαναστατεί απαιτώντας το δικαίωμα ανά ζωγραφίζει ανθρώπους επάνω στο χαρτί, ενώ ο Θεός μας καλεί να ξαναδημιουργήσουμε τους εαυτούς μας, να κτίσουμε μια νέα κτίση. Ο καλλιτέχνης ζητά το δικαίωμα να φανταστεί ό,τι υπάρχει πέρα από τα άστρα, ενώ ό Θεός μας προσκαλεί ανά γινόμαστε δυνατοί να μεταφέρουμε τον ουρανό και την γη με την θέλησή μας, όπως έκανε ό προφήτης Ηλίας. Ο καλλιτέχνης απαιτεί το δικαίωμα να πίνει τσίπουρο συντροφιά με ζαρωμένες γυναίκες κατά την ημέρα έκθεσης μόνο για φίλους και προσκαλεσμένους, ενώ ο Θεός τον προσκαλεί να καθίσει σε συμβούλιο με τους αγγέλους. Τί κακό επιθυμεί άραγε για μας ο Θεός;

 

  Ο κόσμος φτώχυνε υπερβολικά εξ αιτίας της «καλλιτεχνικής» του νοοτροπίας. Ό μοντέρνος άνθρωπος υποφέρει από το σύνδρομο του Μίδα. Θέλει, οτιδήποτε αγγίζει ανά μετατρέπεται σε έργο τέχνης. Η ίδια η ζωή έγινε ένα έργο τέχνης, ένα κακό έργο τέχνης. Ο άνθρωπος δεν ζει μια πραγματική ζωή, αλλά μια δυνητική ζωή. Βρίσκεται τυραννημένος από ιδέες που τον αποσπούν από την πραγματικότητα. Οι ιδέες αυτές -οσοδήποτε όμορφες κι’ αν είναι- δεν τον αφήνουν σε χλωρό κλαρί. Μήπως είναι εξαιρετικά όμορφες, δηλαδή ανωφελώς όμορφες; Ούτε κατά διάνοια.

  Όπως η ομορφιά και η ακρίβεια του χρυσού έγιναν κατάρα για τον Μίδα, κατά τον ίδιο τρόπο η Τέχνη έγινε κατάρα για μας. Όπως ο χρυσός καθ’ εαυτό δεν έχει ούτε ομορφιά και ούτε χρησιμότητα αλλά γίνεται χρήσιμος λόγω των πραγμάτων που κατασκευάζονται απ’ αυτόν κατά τον ίδιο τρόπο και η τέχνη είναι άχρηστη εφ’ όσον δεν οδηγεί στην αλήθεια. Και όπως ο Μίδας θα πρόσφερε ένα βουνό χρυσού για ένα ποτήρι με νερό, θα έρθει ο καιρός πού κι εμείς θα ζητήσουμε να ανταλλάξουμε όλη την ομορφιά του κόσμου για μια γουλιά «ζώντος ύδατος» (Ιωαν. 4, 10)1 πού μας έφερε ο Χριστός.

  Η απομάκρυνση από τα δόγματα εξελίχθηκε με τον καιρό σε φυγή από την γνώση, ακριβώς όπως συμβαίνει στην μοντέρνα Τέχνη, η οποία αποσπάστηκε από την φιλοσοφία δηλαδή από την λογική, και δημιουργεί μια ψεύτικη γλώσσα των συγκινήσεων και των συναισθημάτων. Η Τέχνη δεν πρέπει να είναι ούτε ερμητική, ούτε απόκρυφη, όπως διαλαλούν μερικοί αλλά πρέπει να είναι διαυγής σε όλα όπως το διαμάντι και μέσω αυτής της διαύγειας να δικαιολογεί το δικαίωμά της στην ύπαρξη.

  Το μεθυστικό καλειδοσκόπιο των συγκινήσεων που προωθείται από την μοντέρνα Τέχνη, αποτελεί διαφήμιση για κάποια άσχημα προϊόντα. Πολλές συγκινήσεις τυγχάνουν χαλασμένα κομμάτια της ανθρώπινης ψυχής, η οποία, από την φύση της έχει μια ενιαία και αρμονική δομή. Η Τέχνη πρέπει να συμβάλλει στην πραγματοποίηση αυτής της ενότητας της ψυχής και να μην αφήνει το πλήθος των συγκινήσεων να ροκανίζει σαν βρωμεροί αρουραίοι το σκέλεθρο της αισθηματικής μας ζωής. Να ζει κάποιος αποκλειστικά μόνο με τις συγκινήσεις, ισοδυναμεί με το να οδηγείς ένα πολυτελές αυτοκίνητο με υποδεέστερη βενζίνη. Στο τέλος το αυτοκίνητο θα καταστραφεί. Για τον ίδιο λόγο κατέληξαν τρελοί οι περισσότεροι των ιδιοφυών ανθρώπων, οι οποίοι, εγκαταλείποντας την αυστηρότητα της λογικής και συνεπαρμένοι από την φουρτούνα των δικών τους συγκινήσεων εξασκούσαν μια Τέχνη του ονειρισμού και του θρυμματισμού.

  Γενικά καμία ανθρώπινη δραστηριότητα δεν πρέπει να στραφεί κατά της γνώσεως. Η γνώση είναι ο ευμενέστερος σκοπός προς τον οποίο κληθήκαμε. « Όσο περισσότερο γνωρίζεις, τόσο περισσότερο αγαπάς» -έλεγε ο Λεονάρδο ντα Βίντσι. Και η γνώση αρχίζει με την γνώση του εαυτού σου. Γνωρίζοντας όσα ήταν δυνατόν στους προ Χριστού ανθρώπους ο πολύσοφος Σωκράτης ομολογούσε ότι «γνωρίζει πως δεν γνωρίζει». Το «έν οίδα, ότι ουδέν οίδα»: ιδού η αρχή της σοφίας, ο δρόμος της ταπεινοφροσύνης. Διότι, αφού θα ανακαλύψουμε ότι μέσα μας δεν βρίσκεται η πληρότητα τής γνώσεως τότε θα στραφούμε για αναζήτηση της μπρος την πηγή της, προς τον Θεό. Και αφού θα πειστούμε ότι ο Θεός είναι η Γνώση, θα Τον φέρουμε στις καρδιές μας, όπως ο ίδιος μας υποσχέθηκε. Και έτσι θα καταφέρουμε να γνωρίσουμε αληθινά τους εαυτούς μας σαν όντα ικανά μπρος θεοποίηση, σαν ναούς στους οποίους ο ίδιος ο Θεός ήθελε να κατοικεί για να μάς γεμίζει με δύναμη και με αθανασία εις τους αιώνας.

  Τα καλλιτεχνικά μας έργα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ταπεινά υπολείμματα της εικόνας του Αληθινού Δημιουργού που κείται μέσα μας, το φως της οποίας (εικόνας) σε πολλούς από μας «έχει σβήσει ίσως προ πολλού», αλλά δεν σβήνει ποτέ η ελπίδα να ξανανάψει κάποτε.

  Μετάφραση· π. Ηλίας Φρατσέας

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2009

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή