ΑΒΕΛ ΚΑΙ ΚΑΪΝ

   Ὁ Ἄβελ ἦταν ὁ δευτερότοκος υἱὸς τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὕας. Ἦταν κτηνοτρόφος, ἐνῷ ὁ πρωτότοκος Κάιν ἦταν γεωργός. Τὰ πρῶτα παιδιὰ τῶν πρωτοπλάστων εἶχαν τὰ δυὸ πρῶτα καὶ πανάρχαια ἐπαγγέλματα τῶν ἀνθρώπων, τὴν κτηνοτροφία καὶ τὴν γεωργία.


  Τὰ δυὸ ἀδέλφια, εὐθὺς ἐξ ἀρχῆς, χωρὶς νὰ τοὺς τὸ διδάξει κανεὶς καὶ χωρὶς νὰ τοὺς τὸ ζητήσει, θέλησαν νὰ προσφέρουν θυσία. Στὴ πράξη αὐτὴ τῶν δυὸ ἀδελφῶν φαίνεται ἡ θρησκευτικὴ ροπὴ τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἀδημιούργητος καὶ αὐτόνομος ἀλλὰ δημιουργημένος καὶ ἐξαρτημένος ἀπὸ τὸ Θεό. Ἀσυζητητὶ προσφέρουν θυσία ἀπὸ μόνοι τους, ἀλλὰ τὸ εἶδος τῆς θυσίας δείχνει τὴν διαφοροποίηση τῶν ἀνθρώπων, λόγω τῆς διαφορετικῆς προσωπικότητας τοῦ καθενός. Ὁ Κάιν προσφέρει ὡς θυσία τὰ πιὸ τυχαία καὶ συνήθη γεωργικά του προϊόντα. Ἐνῷ ὁ Ἄβελ διαλέγει τὰ πρωτότοκα καὶ πιὸ παχιὰ τῶν προβάτων του. Ἀποτέλεσμα τῆς διαφορετικῆς ποιότητας τῶν θυσιῶν ἦταν νὰ φανεῖ, μὲ κάποιο τρόπο ποὺ δὲν ξεκαθαρίζει τὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως, ἡ προτίμηση καὶ εὐαρέσκεια τοῦ Θεοῦ στὴ θυσία τοῦ Ἄβελ καὶ ἡ ἀποστροφὴ καὶ ἡ δυσαρέσκεια τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ θυσία τοῦ Κάιν. Ὄχι γιατί ἐνδιαφερόταν Θεὸς γιὰ τὴν ποιότητα τῆς προσφορᾶς αὐτῆς καθ’ ἑαυτῆς, ἀλλὰ γιατί ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ποιότητα τῆς πίστεως καὶ τῆς ἀγάπης τοῦ Κάιν καὶ τοῦ Ἄβελ. Καὶ ὅπως ζήτησε ἀπὸ τοὺς γονεῖς τους νὰ μὴ φᾶνε ἀπὸ τὸ δένδρο τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καὶ τοῦ κακοῦ, γιὰ νὰ δεῖ τὴ πίστη τους, τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἀφοσίωση τοὺς πρὸς αὐτόν, ἔτσι ἐδῶ, χωρὶς νὰ τοὺς ζητήσει τίποτα ὁ ἴδιος αὐτὴ τὴ φορά, τοὺς ἀφήνει νὰ προσφέρουν ὅτι αὐτοὶ θέλουν, ἐλέγχει ὅμως τὴν ποιότητα τῆς προσφορᾶς τους καὶ ἐπιδοκιμάζει τὴν οὐσιαστικὴ καὶ ἁγνὴ καὶ ἄδολη προσφορὰ τοῦ Ἄβελ, ἐνῷ ἀποδοκιμάζει τὴν ἐπιφανειακὴ καὶ τυπικὴ καὶ τιποτένια προσφορὰ τοῦ Κάιν. Καὶ τὸ κάνει αὐτὸ γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσει μὲν τὴν συμπεριφορὰ τοῦ Ἄβελ καὶ νὰ τὸν ὠθήσει σὲ συνεχῆ καὶ ἀέναη ποιοτικὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ, νὰ διορθώσει δὲ τὴν ψεύτικη καὶ ὑποκριτικὴ θρησκευτικότητα τοῦ Κάιν, τοῦ πρώτου Φαρισαίου τῆς ἀνθρωπότητας.

  Ὁ Κάιν λυπήθηκε πολὺ καὶ μελαγχόλησε λόγω τῆς συμπεριφορᾶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ ὁ Θεὸς μὲ ἀγάπη καὶ ἐνδιαφέρον τοῦ μίλησε καὶ τοῦ ἐπέστησε τὴν προσοχὴ στὴν σωστὴ καὶ ὀρθὴ προσφορὰ τῆς θυσίας. Τοῦ εἶπε δὲ ἐνισχυτικὰ καὶ ἐνθαρρυντικὰ ὅτι αὐτός, σὰν πρωτότοκος, θὰ προηγεῖται τοῦ ἀδελφοῦ του καὶ θὰ τὸν ἐξουσιάζει, σύμφωνα μὲ τὸν ἄγραφο νόμο τῶν πρώτων ἀνθρώπων. Συνεπῶς δὲν χρειάζεται νὰ στεναχωριέται οὔτε νὰ μελαγχολεῖ· ἁπλῶς νὰ φροντίσει νὰ διορθώσει τὸ ποιὸν τῆς θυσίας του.

  Δυστυχῶς ὁ Κάιν δὲν θέλησε νὰ διορθώσει τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ πίστευσε ὅτι θὰ γίνει μεγάλος ἔναντι τοῦ Θεοῦ, ἐὰν λείψει ἡ σύγκριση τῆς θυσίας του μὲ τὴν θυσία τοῦ ἀδελφοῦ του. Πόσο ἀνόητος γίνεται ὁ ἄνθρωπος μερικὲς φορές. Ὁ Φαρισαῖος τοῦ εὐαγγελίου νόμιζε ὅτι γίνεται μεγάλος, ἐὰν κατηγορήσει καὶ ξευτελίσει τὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ταλαίπωρο τελώνη. Καὶ ὁ Κάιν νόμισε ὅτι θὰ γίνει μεγάλος, ἐὰν ἐξαφανίσει τὸν ὑπερέχοντα σὲ ἀρετὴ ἀδελφό του. Αὐτὸ τὸ σύνδρομο θὰ καταδυναστεύει τὸν ἄνθρωπο ἔκτοτε. Πάντα θὰ ταπεινώνουμε τὸν κατώτερο καὶ θὰ προσπαθοῦμε νὰ ἐξαφανίζουμε μὲ ἀθέμιτους τρόπους τὸν ἀνώτερο ἀπὸ ἐμᾶς. Ἔτσι ὁ Κάιν παρασύρει τὸν ἀδελφό του μακριὰ ἀπὸ τὰ βλέμματα τῶν γονέων του καὶ ἐνῷ ἐκεῖνος τὸν ἀκολουθεῖ μὲ ἀθῳότητα, ἀγάπη, ἐμπιστοσύνη, ἐκεῖνος σηκώνει τὸ χέρι του καὶ τὸ βάφει μὲ τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ του. Καὶ ἡ ἀποτρόπαια αὐτὴ ἱστορία συνεχίζεται ἔκτοτε ἀδιάκοπα, μὲ διαφορετικὲς παραλλαγὲς κάθε φορά.

  Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας παρατηροῦν ὅτι ὁ Ἄβελ ὑπῆρξε ὁ πρῶτος παρθένος· ὁ πρῶτος μάρτυς· ὁ πρῶτος πιστός· ὁ πρῶτος δίκαιος. Τὸν θεωροῦν «τύπο» τοῦ Χριστοῦ. Δὲν διέπραξε καμμία ἀδικία, ἦταν θεοσεβὴς εἰς τὸ ἔπακρον, προσέφερε θυσία στὸ Θεὸ ὅ,τι καλύτερο ὑπῆρχε. Κι ὅμως ὑπέμεινε κακά, χειρότερα ἀπ’ αὐτὰ ποὺ ὑφίστανται οἱ ἐγκληματίες. Τιμωρήθηκε ἐπειδὴ ἦταν δίκαιος. Φοβερὸ νὰ σκεφθεῖ κανείς, ὅτι ὁ πρῶτος φονευθεῖς ἄνθρωπος δὲν ἦταν κανένας παλιάνθρωπος, οὔτε κάποιος ἐγκληματίας· ἀλλὰ ὁ πιὸ ὡραῖος καὶ ἐνάρετος ἄνθρωπος τῆς ἐποχῆς του. Οἱ ἐνάρετοι προκαλοῦν τὸ φθόνο τοῦ διαβόλου καὶ τῶν κακῶν ἀνθρώπων, ὅπως οἱ πλούσιοι προκαλοῦν τὸν φθόνο τῶν πτωχῶν καὶ τὴν προσοχὴ τῶν κλεπτών. Ὅσο χρόνο δὲν παρουσίασε τίποτα σπουδαῖο ὁ Ἄβελ τὸν ἀνεχόταν καὶ ὁ διάβολος καὶ ὁ Κάιν. Ὅταν ὅμως λαμπρύνθηκε λόγω θυσίας, τότε τὸν φθόνησε ὁ Κάιν ὑποκινούμενος ἀπὸ τὸ σατανᾶ. Συνεπῶς ὅταν ἀποκτοῦμε ἀρετὴ νὰ περιμένουμε σφοδρὴ ἐπίθεση τοῦ διαβόλου μὲ τὰ πιὸ εἰδεχθῆ καὶ ἄνομα καὶ βδελυρὰ μέσα.

  Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος -σὲ παραίνεση ποὺ γράφει στὸν ὑποφέροντα ἄπειρα κακὰ ἀσκητὴ Σταγείριο, ποὺ δὲν ἔφταιγε σὲ τίποτα- λέγει, ὅτι αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ κυρίως τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου εἶναι ἡ ὁλοκληρωτικὴ ἀφιέρωση τοῦ ἐαυτοῦ μας στὸ Θεό. Ἐὰν ὁ Ἄβελ ἔκανε ἔξω φρενῶν τὸν διάβολο μόλις ἀφιέρωσε ζωικὸ λίπος στὸ Θεό, πόσο τὸν ἐξαγριώνουν αὐτοὶ ποὺ ἀφιέρωσαν τὸν ἑαυτὸ τοὺς στὸ Θεὸ σὰν μοναχοί. Ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἐαυτοῦ μας εἶναι τὸ μεγαλύτερο πρᾶγμα. Ἡ μεγαλύτερη θυσία. Δὲν προσφέρει ἁπλῶς ὁ ἀφιερωμένος ἀλλὰ προσφέρεται.

  Ἐπίσης ἡ μετάνοια καὶ ἡ συντριβὴ εἶναι κάτι ποὺ εὐχαριστεῖ τέλεια τὸ Θεὸ καὶ ἐρεθίζει πλήρως τὸν διάβολο. «Ὅτι εἰ ἠθέλησας θυσίαν, ἔδωκα ἄν· ὁλοκαυτώματα οὐκ εὐδοκήσεις. Θυσία τῷ Θεῷ πνεῦμα συντετριμμένον, καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (Ψάλμ. 50,18-19). Ἐδῶ ἐμφανίζεται ὁ Θεὸς νὰ μὴ θέλει τὰ σφάγια τῶν ζῴων, ποὺ καιγόταν ὁλοκληρωτικὰ στὸν βωμὸ (ὁλοκαυτώματα) καὶ ποὺ ἦταν ἀνθρώπινη ἐπινόηση λατρείας, ἀλλὰ τὸ πνεῦμα καὶ τὴ διάθεση καὶ τὴ θέληση τοῦ ἀνθρώπου ὁλοκληρωτικὰ ἐστραμμένα πρὸς αὐτόν. Νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὁλοκληρωτικὰ μετανοήσει γιὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κατάσταση ποὺ βρισκόταν, νὰ ἐκζητᾷ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ ἐπιθυμεῖ ἀλλαγὴ πορείας πρὸς τὸ καλύτερο.

  Γι’ αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαῖο, ὅτι ὁ Φαρισαῖος τῆς γνωστῆς παραβολῆς ἐπιτίθεται λαῦρος στὸν Τελώνη, ποὺ μετανοεῖ καὶ ζητᾷ τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ὁ Φαρισαῖος εἶναι ὁ ἀπόγονός του Κάιν ποὺ ἐρεθίζεται μὲ τὴ θυσία μετανοίας καὶ συντριβῆς τοῦ Τελώνη, ὅπως ἐκεῖνος ἐρεθίσθηκε μὲ τὴ θυσία τοῦ Ἄβελ. Δὲν προχωρεῖ σὲ φόνο βέβαια, ἀλλὰ προσπαθεῖ νὰ τὸν συντρίψει ψυχικὰ καὶ νὰ τὸν ἐξουθενώσει, ἐν ἀντιθέσει μὲ τὸ Θεὸ ποὺ τὸν δέχεται καὶ τὸν δικαιώνει λόγω τῆς μετανοίας του. Δὲν ἀνέχεται ἄλλος νὰ προσφέρει θυσία καὶ νὰ τοῦ παίρνει τὴν ἀποκλειστικότητα τῆς μόνης σωστῆς κατ’ αὐτὸν λατρείας. Τῆς λατρείας τοῦ ἀνθρωπίνου ἐγὼ καὶ ὄχι τοῦ Θεοῦ.

 

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή