ΠΑΘΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ - του Απ. Παπαδημητρίου

   Εισήλθαμε και εφέτος στη Μεγάλη Εβδομάδα υπό το κράτος των ζωηρών εντυπώσεων από την πορεία της οικονομίας της χώρας μας, στην ουσία της προσωπικής μας οικονομίας, καθώς από καιρό η ιδιοτέλεια μας έχει καθηλώσει στο “εγώ” και το “εμείς” φαντάζει ξέμακρο.

  Στην προσπάθεια της η Κυβέρνηση να φανεί αρεστή στους ισχυρούς εντολοδόχους των Βρυξελλών προχώρησε στη λήψη αντιλαϊκών, μέτρων τα οποία οδηγούν με βεβαιότητα στην περαιτέρω συρρίκνωση της αγοράς. Προχώρησε ακόμη και στην απόφαση φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, γεγονός που προκάλεσε την αντίδραση μελών της Ιεραρχίας. Η τελική απόφαση μετριάζει αισθητά τις αρχικές εντυπώσεις για τις προθέσεις της Πολιτείας. Ας εμβαθύνουμε λίγο στο θέμα αυτό.

  Φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας είχε επιχειρηθεί και κατά το 1987, αν θυμούμαι καλά. Τότε η Ιεραρχία είχε καλέσει τους πιστούς σε συλλαλητήρια διαμαρτυρίας και αυτοί είχαν ανταποκριθεί στο κάλεσμα γεμίζοντας τους χώρους των εκδηλώσεων ασφυκτικά, όπως και οι οπαδοί των κομμάτων κατά τις προεκλογικές συγκεντρώσεις. Και τότε στην εξουσία ήταν μια κατ’ όνομα σοσιαλιστική κυβέρνηση, εχθρική υποτίθεται, αν κρίνουμε από τις απαρχές του σοσιαλισμού, προς την Εκκλησία. Και σήμερα στην εξουσία βρίσκεται σοσιαλιστική κυβέρνηση, πλην όμως μόνον αφελείς περί τα πολιτικά δεν έχουν κατανοήσει ότι στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού οι δύο σχηματισμοί που εναλλάσσονται στην εξουσία είναι το φύλλο συκής, με το οποίο επιχειρείται να ενδυθεί η καταγυμνωμένη και πολυβιασμένη “δημοκρατία”! Συνεπώς η μείζων αντιπολίτευση ελάχιστα μπορεί να επωφεληθεί από την κίνηση προς υποστήριξη της Εκκλησίας. Άλλωστε είναι και οι δημοσκοπήσεις, που δείχνουν ότι σημαντικότατο μέρος της κοινής γνώμης (ασφαλώς μέλη της Εκκλησίας οι πλείστοι, συνειδητά ή εν υπνώσει) τάσσονται υπέρ του μέτρου της φορολόγησης; Γιατί άραγε;

  Η εκκλησιαστική περιουσία αποκτήθηκε διαχρονικά. Κατά τη βυζαντινή περίοδο πλείστες όσες ήσαν οι δωρεές των αυτοκρατόρων και διαφόρων αρχόντων προς τις μητροπόλεις και τα μοναστήρια. Την ιδιοκτησία της Εκκλησίας σεβάστηκε και η οθωμανική εξουσία. Η υλιστική ιστοριογραφία έδωσε μάχες επί μαχών για να σπιλωθεί η Εκκλησία του Χριστού ως δημιούργημα των εκάστοτε ισχυρών προς καθυπόταξη των πιστών μέσω λόγου παρηγορητικού και αποκοιμιστικού ενώπιον της κοινωνικής αδικίας. Και φυσικά δεν είχε λόγους ούτε την εντιμότητα να κάνει τη διάκριση μεταξύ των προσώπων, ιδίως των κληρικών, που αποτελούν το σώμα της Εκκλησίας και του θεσμού, ο οποίος είναι θεοΐδρυτος και έχει ως κεφαλή τον Χριστό, τον οποίο αυτή την εβδομάδα υποτίθεται ότι συνοδεύουμε για μία ακόμη φορά προς το πάθος Του. Εκείνος δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνη και τόνιζε χαρακτηριστικά στο κήρυγμά Του: “Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης”! Τόνιζε ακόμη ότι οι πλούσιοι δυσκολότερα θα καταφέρουν να εισέλθουν στ Βασιλεία Του, απ’ ότι το καραβόσκοινο από την τρύπα της βελόνας.

  Οι δυτικές ομολογίες, η μία μετά την άλλη, αποδέχθηκαν τη μεταβολή που προήλθε από τη γαλλική επανάσταση και προχώρησαν στον ιστορικό συμβιβασμό με τη νέα άρχουσα τάξη. Ο συμβιβασμός αυτός έλαβε τη μορφή πολιτικοθρησκευτικής συμμαχίας, όταν στο στερέωμα εμφανίστηκε απειλητικός κατά του καθεστώτος και της πίστεως εχθρός, ο κομμουνισμός! Η συμμαχία επεξετάθη, δυστυχώς, και σε ορθόδοξες χώρες, οι οποίες είχαν καταστεί, μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας τους, αθύρματα των ισχυρών της Δύσης. Και όταν ο κομμουνισμός επικράτησε στη Ρωσία του ορθοδόξου λαού για τα κρίματα των ηγετών του, πολιτικών και θρησκευτικών, τότε στη Δύση η αντικομμουνιστική εκστρατεία έλαβε τη μορφή υστερίας. Και καλά οι πολιτικοί είχαν κάθε λόγο, αφού ως μόνο στόχο είχαν τη διατήρηση της εξουσίας. Οι θρησκευτικοί όμως ηγέτες τον ίδιο στόχο είχαν; Πού η αυτοκριτική, την οποία θαυμάσια ευρίσκουμε σε κείμενα ορθοδόξων Ρώσων, οι οποίοι δεινοπάθησαν υπό τις διώξεις του σταλινικού καθεστώτος;

  Ο λαός έχει διαπιστώσει ότι από καιρού η Ιεραρχία εκδηλώνει τάσεις βατικανοποίησης του εκκλησιαστικού σώματος και θεωρεί εαυτήν μόνη αρμόδια να διαχειριστεί όχι μόνον τα της πίστεως και των δογμάτων, αλλά ακόμη και τα οικονομικά! Γι’ αυτό και ο λαός κατέληξε να αποδεχθεί ότι η εκκλησιαστική περιουσία δεν είναι της Εκκλησίας, γιατί τότε θα ήταν και δική του, αλλά του ανωτέρου κλήρου. Η περιουσία αυτή είναι εν πολλοίς άγνωστη. Κατά καιρούς οι μεν ιεράρχες ισχυρίζονται ότι είναι μικρή, ενώ οι εχθροί της Εκκλησίας και οι ορεγόμενοι αυτήν πολιτικοί ότι είναι τεράστια. Όπως η Πολιτεία δεν κατάφερε ακόμη να αποκτήσει κτηματολόγιο, έτσι και η Διοικούσα Εκκλησία δεν κατάφερε να αποκτήσει μητρώα εκκλησιαστικής περιουσίας. Αν είχε προχωρήσει στη σύνταξη αυτών, αν είχε γνωστοποιήσει αυτά στον λαό, καθώς και τις κατ’ έτος προσόδους και τους τρόπους διάθεσης αυτών, ας τολμούσε η Πολιτεία να προβεί στη φορολόγηση. Τώρα η Ιεραρχία με τη στάση της, διαχρονικά από το 1830, κινδυνεύει να μείνει απογυμνωμένη από τον πιστό λαό, με αποτέλεσμα να διευκολύνεται σημαντικά το έργο των πολιτικών, οι οποίοι καλούνται από τους δανειστές μας να επιστρέψουν να δανεισθέντα και διανεμηθέντα σε πλείστους όσους ημετέρους (στους οποίους συμπεριλαμβάνονται η Διοικούσα Εκκλησία και πλείστες όσες μονές). Ίσως είναι καλό από κάποια άποψη το μέτρο. Θα οδηγήσει την Ιεραρχία στην κατανόηση των δυσκολιών του φτωχού λαού, ο οποίος είναι ο μόνος που, προς το παρόν και μάλλον και στο μέλλον, καλείται να επιστρέψει (γιατί και αυτός κάτι πήρε) τα διανεμηθέντα και καταναλωθέντα στα πλαίσια του αντισταυρικού καταναλωτικού πνεύματος. Εκείνοι οι οποίοι κατασπατάλησαν τα δάνεια, όπως και οι πρόγονοί μας κατά τα 1824-25, βρίσκονται στο απυρόβλητο. Είχαμε γράψει σε προηγούμενο άρθρο μας: Αν η Κυβέρνηση καταφέρει να πατάξει τα καρτέλ που διαμορφώνουν τιμές, μέσω των οποίων καταληστεύουν τον καταναλωτή, ενώ παράλληλα οδηγούν τους γεωργοκτηνοτρόφους στην απόγνωση, αν καταφέρει να πατάξει την ανεργία και δώσει προοπτική ανάπτυξης της παραγωγής ή έστω δείγματα προθέσεων προς αυτή την κατεύθυνση, τότε όχι μόνο να προχωρήσει στη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά να τη δημεύσει.

  Ο Χριστός πορεύεται, κατά πως φαίνεται και πάλι μόνος προς το πάθος Του. Άλλοι θρηνούμε για την βίαια απώθηση στο περιθώριο από το αγριότατο καπιταλιστικό σύστημα και άλλοι για τη μείωση της αγοραστικής μας δύναμης. Υπάρχει καιρός αυτοκριτικής. Μήπως πρέπει να συσταυρωθούμε με την ελπίδα να συνειδητοποιήσουμε ότι αφήσαμε το ανυπέρβλητο πρόσωπο που μας χάρισε ο Δημιουργός για να αποκτήσουμε το προσωπείο του καταναλωτού, υποστηρικτού του πλέον απανθρώπου κοινωνικοπολιτικού συστήματος; Μήπως η Διοικούσα Εκκλησία πρέπει να δείξει το καλό παράδειγμα. Ας της τα πάρουν όλα, όπως τότε στη Γαλλία μετά την αστική επανάσταση. Μπορεί να καταγγείλει ευθέως το απάνθρωπο του καπιταλισμού, έστω και τώρα; Θα κερδίσει πολλά περισσότερα. Θα κερδίσει τον λαό, που φαντάζει ως πρόβατα χωρίς ποιμένα.

 

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ


 

Κορυφή