ΤΑ ΙΕΡΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΚΑΤΑΝΤΗΣΑΝ ΜΑΡΤΥΡΙΟ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΙΕΡΕΙΣ

   Πολύχρωμα μπαλόνια στο προαύλιο, χαλιά, κεριά, συνθέσεις από λουλούδια στα σκαλιά της εκκλησίας, γδυτές νύφες και κουμπάρες, ασταμάτητες συζητήσεις σαν να βρισκόμασταν στη λαϊκή αγορά, για να πούμε μερικά μόνο από τα έκτροπα που αντικρίζει κανείς κατά την ώρα τελέσεως των Ιερών Μυστηρίων του βαπτίσματος και του γάμου.

  Άσχετα από το εάν συνηθίζεται το ένα ή το άλλο, άσχετα από το εάν τα κάνουμε από άγνοια ή για επίδειξη, ένα είναι το βέβαιο· ότι δεν έχουν καμιά θέση στη Εκκλησία και συνεπώς πρέπει να φύγουν το ταχύτερο. Το ερώτημα είναι πότε, πως και γιατί εισχώρησαν στην Εκκλησία και έγιναν κακή συνήθεια.

  Κατά τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες τα μυστήρια του βαπτίσματος και του γάμου ετελούντο εντός της Θ. Λειτουργίας και ολοκληρώνοντο με την Θεία Κοινωνία. Απόδειξη αυτού είναι ότι και σήμερα ακόμα αρχίζουν με το «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» και όχι με το «Ευλογητός ο Θεός…» όπως οι άλλες, εκτός Θ. Λειτουργίας, Ιερές Ακολουθίες. Συνεπώς, ως μέρος της Θ. Λειτουργίας, συμμετείχαν σ’ αυτά όλοι οι πιστοί μιας λατρευτικής κοινότητας.

  Στη συνέχεια, άρχισε η σταδιακή εξατομίκευση των μυστηρίων και κατά λογική συνέπεια η αποκοπή τους από τη Θ, Λειτουργία και η ξεχωριστή τέλεσή τους. Αυτή η αποκοπή από τη Θ. Λειτουργία άνοιξε το δρόμο για την εισχώρηση ξένων προς την Εκκλησία εθίμων και παραδόσεων, πολλές φορές ειδωλολατρικής προελεύσεως καθώς και προσωπικών στοιχείων φιλοδοξίας και επιδείξεως. Φθάσαμε στο σημείο να γίνεται σχεδόν ανταγωνισμός για το ποιος κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση και την πλουσιότερη φιέστα. Από εκεί που η ισότητα όλων των μελών μιας Χριστιανικής κοινότητας «ουν ένι Έλλην και Ιουδαίος, δούλος και ελεύθερος…» ήταν το νέο και πρωτοφανές βίωμα και μήνυμα, σήμερα καλλιεργείται η ανισότητα και ως εκ τούτου αισθήματα μειονεξίας σε όσους δεν είναι σε θέση να κάνουν ένα φαντασμαγορικό γάμο. Προκειμένου δε να αποφύγουν οι άνθρωποι αυτά τα αισθήματα, ή αναβάλουν το γάμο και παντρεύονται πρώτα πολιτικά, ή δανείζονται χρήματα και ξεκινούν τη νέα κοινή πορεία τους χρεωμένοι. Και πράγματι, ο αριθμός των πολιτικών γάμων για πρακτικούς λόγους, όχι εκ πεποιθήσεως -όπως τονίζουν οι ίδιοι- έχει αυξηθεί τρομακτικά.

  Αν θέλουμε να μη μας παρασύρει και να μη μας καταπλακώσει το κύμα, δεν επιτρέπεται να μείνουμε άπραγοι, δεν επιτρέπεται να αφήσουμε ακυβέρνητο το σκάφος της Εκκλησίας και της κάθε ενορίας. Πρέπει να πιάσουμε γερά το πηδάλιο και να στρίψουμε κόντρα στα κύματα για να μη μας βρουν από τα πλάγια. Μόνο έτσι υπάρχει ελπίδα να σωθούμε. Και άσχετα αν μας αρέσει ή όχι, στο πηδάλιο έχει τοποθετήσει ο Θεός εμάς τους ιερείς. Αυτό οφείλουμε πρώτα εμείς να το καταλάβουμε και κατόπιν οι πιστοί. Δεν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι που διεκπεραιώνουν απλά μια γραφειοκρατική διαδικασία και δεν μας επιτρέπεται να ικανοποιούμε όλα τα γούστα, όλες τις ιδιοτροπίες και όλα τα «βίτσια» των πιστών, επειδή υπάρχει ο κίνδυνος και ενίοτε και η απειλή πως θα φύγουν από την Εκκλησία.

  Μάλιστα, να φύγουν διότι όποιος φεύγει, επειδή εμποδίζεται από το να ατακτεί, τότε και πριν δεν ανήκε στην Εκκλησία. Απλώς και μόνο περίμενε την ευκαιρία να φύγει ένδοξα και δικαιωμένος κατηγορώντας τον ιερέα ότι αυθαιρετεί και ότι «πουθενά αλλού δεν γίνονται αυτά».

  Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο ιερέας είναι λειτουργός και οικονόμος των μυστηρίων της Εκκλησίας, πράγμα το οποίο συνεπάγεται τεράστια ευθύνη, διότι ό,τι στον λαϊκό λογίζεται ως άγνοια, στον ιερέα είναι αμαρτία, όπως μας υπενθυμίζει και η ευχή της προσκομιδής «υπέρ των ημετέρων αμαρτημάτων και των του λαού αγνοημάτων». Ως φορέας της κανονικής ιεροσύνης ο Ιερέας τελεί τα μυστήρια, και τα υπ’ αυτού τελούμενα είναι έγκυρα. Αλλά αυτό εξασφαλίζει τους πιστούς που δέχονται τα μυστήρια, όχι όμως και τον ιερέα, ο οποίος τα τελεί. Ενώπιον του Θεού και της Εκκλησίας είναι απόλυτα υπεύθυνος για μια «επαγγελματική» τέλεση και για την ελλιπή διδαχή των προσελθόντων προς τα Ιερά Μυστήρια, δηλ. κατηχουμένων, γονέων, αναδόχων και μελλονύμφων, καθώς και για την τήρηση της τάξεως της Εκκλησίας, όπως π.χ. της απαγορεύσεως τελέσεως χαρμόσυνων μυστηρίων κατά τις Τετάρτες και Παρασκευές όλου του έτους πλην της Δικαινησίμου εβδομάδος και του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων και κατά τας περιόδους και ημέρες αυστηρής νηστείας.

  Για να μπορέσει ο ιερέας να ανταποκριθεί σ’ αυτή την υπεύθυνη και υψηλή αποστολή του, απαραίτητη προϋπόθεση είναι να γνωρίζει τους μελλονύμφους και τις οικογένειές των προς φώτισμα νηπίων. Ακριβώς αυτό, στις μεγάλες πόλεις, είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Γι’ αυτό η Εκκλησία προβλέπει να τελούνται τα μυστήρια στην ενορία, στη οποία βρίσκεται η κατοικία των προσελθόντων προς αυτά. Αλλιώς ο Ιερέας ούτε καν θα έβλεπε τους ανθρώπους πριν το μυστήριο. Μοναδική εξαίρεση είναι η περίπτωση που κάποιοι εκκλησιάζονται συστηματικά σε άλλη ενορία, όπου λειτουργεί ο Πνευματικός τους και βρίσκονται τα πνευματικά αδέλφια τους. Σ’ αυτή την περίπτωση ο όρος «ενορία», από γεωγραφική, αποκτά πνευματική έννοια.

  Ένας ωραίος και περικαλλής ναός, ένας ωραίος περιβάλλων χώρος, η καλή θέα, το άνετο πάρκιν, η κοντινή απόσταση στο κοσμικό κέντρο, δεν είναι κριτήρια που μπορούμε να αποδεχθούμε στην Εκκλησία.

  Αυτή η αναγκαία πορεία μας κόντρα στα κύματα μπορεί να επιτευχθεί αρχικά μόνο στο επίπεδο ενορίας. Και στη δική μας ενορία είμαστε αποφασισμένοι να κάνουμε τα πάντα για να γίνουμε πάλι σαν τις λατρευτικές κοινότητες τω πρωτοχριστιανικών χρόνων. Να μοιραζόμαστε όλοι τη χαρά και τη λύπη του καθενός και, κυρίως, να συμμετέχουμε συνειδητά στα τελούμενα στην Εκκλησία.

  Η σημερινή πραγματικότητα καταδείχνει ότι οι πολλοί δίνουν σημασία κυρίως στα πέριξ των μυστηρίων, αγνοώντας την ιερότητά τους και ακόμα και την ιερότητα του χώρου, του οίκου του Θεού. Εκείνοι πρέπει να γνωρίζουν ότι δεν μας επιτρέπεται να υποχωρήσουμε στις απαιτήσεις τους, αλλά θα πρέπει εκείνοι να συμμορφωθούν, εφόσον θέλουν να παραμείνουν. Μπορεί αρχικά να είναι λίγοι οι δυνάμενοι, σιγά-σιγά όμως θα ασκεί στους πιστούς αίγλη η καλά προετοιμασμένη, σωστή, εν ειλικρινή προσευχή βίωση των ιερών μυστηρίων, και όχι η χλιδή και οι φανφάρες που ελκύουν σήμερα τους πολλούς.

  Η συνείδησή μας δεν μας επιτρέπει τίποτε άλλο.

  Κλείνοντας, μεταφέρω τα λόγια του Μητροπολίτη Σηλυβρίας κ. Αιμιλιανού από το βιβλίο του «Για μια ενορία ζώσα»· «Η πνευματική υγεία στην ενορία φαίνεται από τον βαθμό αγιότητας, καρπού πλουσίου λειτουργικού βιώματος. Το αληθινό εκκλησίασμα επομένως, σε μια γνήσια ενορία, δεν το αποτελούν οι μεγάλοι αριθμοί, αλλά οι άγιοι… Η έννοια βρίσκεται στο ότι οι ολίγοι, δηλ. οι άγιοι σε μια ενορία ξεχωρίζουν, επηρεάζουν, λάμπουν, διακρίνονται. Αυτοί βαστάζουν το βάρος των ευθυνών. Αυτών οι προσευχές ακούγονται και οι άλλοι εντυπωσιάζονται, οικοδομούνται και επιστρέφουν. Είναι η ευεργετική ζύμη που θα βοηθήσει να ζυμωθούν τόσες ψυχές και να ετοιμασθεί ένα καλύτερο αύριο…Κανείς δεν μας μεμφθεί επειδή είμαστε λίγοι ή πολλοί, αλλά θα μας επικρίνει, όταν είμαστε αλλοπρόσαλλοι, επιπόλαιοι και άχρηστοι. Τώρα ορισμένοι αμερόληπτοι, ακόμη και από άλλες θρησκείες, μας παρατηρούν δικαίως· “ναι είστε πολλοί αλλά κακοί”.»

  Εμείς ευχόμαστε να μείνουμε όλοι, να γίνουμε και περισσότεροι, αλλά καλοί. εμπρός στο πηδάλιο και στα κουπιά!

 

π. Γεώργιος Χάας

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2009

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή