ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕ «ΝΙΚΗ» ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΤΟΥ ’40


  Ο λογοτέχνης Άγγελος Τερζάκης, στο έργο του «Ελληνική Εποποιία» 1940-1941 (έκδοση Γ.Ε.Σ. 1990, σελ. 86-87), παρουσιάζει πολύ εμπεριστατωμένα τι νόημα είχε η λέξη νίκη για τους Έλληνες του ’40. Ας παρακολουθήσουμε τις σκέψεις του.

  «Οι έφεδροι που πήγαιναν να ντυθούν το χακί τις πρώτες μέρες του πολέμου του 1940, δεν έλεγαν μέσα τους πως πάνε για να νικήσουν. Η Ιταλία ήταν μεγάλη Δύναμη, συνέταιρος ισότιμός της Γερμανίας στον Άξονα, κι ο καθένας τον Οκτώβριο του 1940, φανταζόταν τον άξονα αήττητο. Έπειτα της Ιταλίας το γόητρο, ύστερα από την φασιστική αναδιοργάνωση και την υποταγή της Αιθιοπίας, ήταν δυναμωμένο.

  Μία εικόνα της επίσημης ψυχολογίας του Οκτωβρίου 1940 δίδει η ακόλουθη περικοπή από την προφορική ανακοίνωση που έκανε ο Μεταξάς στους ιδιοκτήτες και αρχισυντάκτες του αθηναϊκού τύπου, τους καλεσμένους ειδικά γι’ αυτό στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». Ήταν την Τρίτη μέρα του πολέμου στις 30 Οκτωβρίου. ‘Αλλά υπάρχουν στιγμές –είχε πει ο Μεταξάς- κατά τις οποίες ένας λαός οφείλει, αν θέλει να μείνει μεγάλος, να είναι ικανός να πολεμήσει, έστω και χωρίς καμμιάν ελπίδα νίκης. Μόνον διότι πρέπει. Γνωρίζω ότι ο ελληνικός λαός θα ήτο αδύνατον να δεχθεί άλλο τι αυτήν την στιγμήν’.

  Τη γνώμη του Μεταξά πίστευε και το Γ.Ε.Σ., το οποίο τέλη Αυγούστου 1940, στέλνει μήνυμα στην 8η Μεραρχία, στο οποίο έλεγε, ότι δεν περιμένει από τη Μεραρχία νίκες, αναμένει όμως να σώσει την τιμή των όπλων (Τερζάκης, σελ. 49).

  »Οι έφεδροι του 1940 πήγαιναν στο μέτωπο για να κλείσουν την ελληνική ιστορία μ’ ένα κεφάλαιο αντάξιό της. Αυτός ο κλήρος τους είχε λάχει· ήταν μία τραγική και υψηλή τιμή. Ποτέ άλλοτε, ύστερα από τον ξεσηκωμό του 1821, δεν είχε φουσκώσει μέσα στην ελληνική ψυχή το κέφι της λεβεντιάς. Τίποτα το πεισιθάνατο, το πένθιμο. Αεράκι ανοιξιάτικο είχε αναταράξει τα φυλλοκάρδια. Οι άνθρωποι που σε καιρούς ειρήνης φαντάζονται το θάνατο συνταιριασμένο αναγκαστικά με το πένθος, με τη βαρυθυμιά και την απόγνωση, είναι αδύνατον να φανταστούν πως έρχονται στιγμές όπου η προϋπάντησή του γίνεται πανηγυρισμός της ψυχής. Υπάρχει εδώ ένα μάθημα ήθους, μια αποκάλυψη που δεν πρέπει με κανένα τρόπο να πάει χαμένη. Θα χαθεί αν θυσιασθεί αφελέστατα στο πρωθύστερο μιας λαθεμένης προοπτικής. Στα παιδιά που φεύγανε για το μέτωπο τον Οκτώβριο του 1940, η ευχή όλων ήταν· ‘Στο καλό και με τη νίκη’. Κανένας όμως δεν έδινε στη λέξη «νίκη» το φτηνό περιεχόμενο της παρηγοριάς, την ψευδαίσθηση. Κανένας δεν εννοούσε ότι θα νικήσουμε υλικώς. Νίκη σήμαινε εδώ αντίκρυσμα του θανάτου λεβέντικο, χαιρετισμός στο χάρο από εκείνους που έχουν καρδιά να τον αντιμετωπίσουν κατάματα τραγουδώντας. Νίκη το 1940 σήμαινε αντιμετώπιση της μονώσεως, της απελπισίας, της κακομοιριάς, της αδυναμίας, της δειλίας. Νίκη σήμαινε νίκη κατά του θανάτου».

  Ξέραμε ότι θα υποφέραμε, θα τραβούσαμε τα πάνδεινα. Ότι θα ανεβαίναμε στο σταυρό και θα σταυρωνόμασταν. Ότι κατά κόσμον θα νικηθούμε. Αλλά προσδοκούσαμε την ανάσταση· προσδοκούσαμε το ξαναζωντάνεμα. Ξέραμε ότι την ρωμιοσύνη όσο κι αν την κόψεις, όσο κι αν την ξεπατώσεις πάλι θα ξεπεταχθεί και θ’ αναγεννηθεί. Οι Έλληνες του ’40 λέγανε αυτό που λέγανε οι χριστιανοί στους προγόνους των Ιταλών τους Ρωμαίους, τους διώκτες του χριστιανισμού· «Μπορείτε να μας φονεύσετε δεν μπορείτε να μας βλάψετε». Πίστευαν αυτό που λέγει ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός· «Χριστός και ψυχή σας χρειάζονται. Το σώμα σας ας το πάρουν, ας το κάψουν, ας το τηγανίσουν. Τα υπάρχοντά σας ας τα πάρουν. Μη σας νοιάζει». Πίστευαν αυτό που λέγει ο ποιητής· «Χαρές και πλούτη να χαθούν/και τα βασίλεια κι όλα/ τίποτα δεν είναι αν στητή/ μένει η ψυχή κι ολόρθη».

  Η συνάντηση με τον θάνατο δεν γινόταν από πεσσιμισμό και απαισιοδοξία. Δεν υπήρχαν τάσεις αυτοκτονίας. «Θα αποθάνωμεν όλοι. Χωρίς να πρέπει και χωρίς να το θέλωμεν» έγραφε στη «Καθημερινή» ο αείμνηστος Γεώργιος Βλάχος. Όχι δεν είχαμε όρεξη για αυτοκτονία και ψευτοηρωισμούς. Ο,τι κάναμε το κάναμε, διότι πιστεύαμε στην ανάσταση και στο ότι το καλό, μπορεί προς στιγμή να φαίνεται ότι χάνεται και νικάται από το κακό, αλλ’ εν τέλει πάντοτε επικρατεί.

  Ο Χριστός εγκαταλείφθηκε από τους Ιουδαίους και σταυρώθηκε. Φαινομενικά φάνηκε ότι νικήθηκε. Ότι έχασε στον αγώνα εναντίον του κακού. Κι όμως, ενώ πανηγύριζαν οι εχθροί του διότι τον εξόντωσαν, εκείνος ανέστη. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Γερμανοί μπήκαν στην Ελλάδα τη Μ. Εβδομάδα του 1941. Τη Μ. Παρασκευή έγινε το τελευταίο πολεμικό συμβούλιο στην Αθήνα με Άγγλους υπευθύνους. Ο Γολγοθάς άρχιζε αλλά το ηθικό του λαού ακλόνητο. Γιατί προσδοκούσε την ανάσταση.

  Είναι χαρακτηριστική η ιστορία που διηγείται στο προσωπικό ημερολόγιό του, ο Αλέξης Κύρου, ανώτερος διπλωματικός υπάλληλος, την εποχή εκείνη και μάλιστα 29 Οκτωβρίου το 1941. Γράφει· «Σήμερον την πρωίαν ανάπηροι μετέβησαν με τα καροτσάκια των να καταθέσουν στέφανον εις τον Άγνωστον Στρατιώτην. Εις εξ αυτών ανυψώθη εις το καροτσάκι του και προσεφώνησεν ως εξής· ‘Η Ελλάς θα ζήση! Έχω πολλά να σας πω, αλλά σεις οι νεκροί μας ακούτε καλά, χωρίς να είναι ανάγκη να σας μιλήσουμε. Ακούστε· …(σιγή 1-2 λεπτών)… Σας είπα πολλά!’ Και αυτοί οι καραβινιέροι συνεκινήθησαν και παρουσίασαν όπλα.» (Αλέξη Κύρου, Ελληνική εξωτερική πολιτική, ΑΘΗΝΑΙ-1955, σελ.18).

  Τι φυσική και τι ψυχική αντοχή και τι ζωτικότητα αξιοθαύμαστη, έδειξαν οι πρόγονοί μας κατά τον πόλεμο του ’40 και κατά την κατοχή, κατά τα έτη 1941-1944, των Γερμανών-Ιταλών-Βουλγάρων! Τι «ήρεμο θάρρος» κατά την έκφραση του Τσόρτσιλ παρουσίασαν!

 

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

 

Κορυφή