«ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΞΕΧΝΑΜΕ ΠΟΤΕ»

(Μνήμες κάποιου Απρίλη)

   Είνε η ώρα 10η νυκτερινή της 26ης Απρίλη 1941. Από μακρυά ακούγεται ο ορυμαγδός των γερμανικών τηλεβόλων, που πλησιάζουν προς την Ελληνική Πρωτεύουσα. Στους δρόμους της πόλης, που περιβάλλεται από αδιαπέραστο σκότος, επικρατεί απόλυτη σιωπή. Κάπου – κάπου, ακούγεται ο κρότος ενός στρατιωτικού αυτοκινήτου, που κατευθύνεται ολοταχώς προς την Ιερά Οδό. Είνε τα τελευταία υπολείμματα ενός αποχωρούντος Στρατού. Οι κάτοικοι βρίσκονται από πολλού κλεισμένοι στα σπίτια τους. Ένα είδος περίεργου μυστικισμού περιβάλλει το Άστυ. Η καταιγίδα πλησιάζει. Οι βάρβαροι έρχονται

   Στην οδό Κοραή, όπου η διεύθυνσις και τα γραφεία του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, παρατηρείται κάποια κίνησις. Στο πελώριο μέγαρο, που υψώνεται επιβλητικό προς τον Αττικό ουρανό, συντελείται μια αληθινή μυσταγωγία. Οι υπεύθυνοι της λειτουργίας του Σταθμού βρίσκονται πάντοτε στις θέσεις τους. Και σ αυτούς έχει φθάσει, βεβαίως, ο αντίκτυπος του φοβερού κινδύνου και πολλοί εκφωνηταί και μεταφρασταί των εκπομπών έχουν εγκαταλείψει το καθήκον τους, αλλ ο Σταθμός δεν σταματά. Εννοεί να συνεχίση μέχρι της τελευταίας στιγμής την αποστολή του…

   Τραγική σε αποφασιστικότητα και αλησμόνητη θα μείνη η στιγμή, όταν ο τότε Γενικός Διευθυντής του Γραφείου Τύπου και Διαφωτίσεως Δημήτρης Σβολόπουλος κάλεσε την 11η νυχτερινή τους προϊσταμένους των υπηρεσιών στο γραφείο του και τους ολίγους εναπομείναντες στις θέσεις τους υπαλλήλους, για να τους τονίση τα εξής:

   «Σας εκάλεσα την στιγμή αυτή, που ούτε Κυβέρνησις, ούτε Διοικητικές Αρχές υπάρχουν, για να σας πω δυό τελευταία λόγια: Η Πρωτεύουσα σε λίγες ώρες καταλαμβάνεται από τους εισβολείς, αλλ αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει κι εμείς να εγκαταλείψουμε πρόωρα τις επάλξεις. Ο Σταθμός πρέπει να λειτουργήση έως την τελευταία στιγμή. Η Πατρίδα μας έχει ακόμη ανάγκη από τις υπηρεσίες μας. Δεν πρέπει να φανούμε στους ξένους λαούς, που αυτή τη στιγμή παρακολουθούν με αγωνία τις τελευταίες στιγμές της ελευθέρας Ελλάδος, πως ο λαός μας δείλιασε με την προσέγγισι του επιδρομέως.

   »Άνω σχώμεν τας καρδίας! Η Ελλάς δεν πρόκειται να πεθάνη. Το χώμα της το πότισαν πολλοί κατακτητές, αλλά εκείνη και υπόδουλη ενίκησε. Ποιός θα είχε την αδυναμία από εμάς, τους μαχίμους δημοσιογράφους, να καμφθή αυτή ακριβώς τη στιγμή, σκεπτόμενος τις συνέπειες των αντεκδικήσεων;». Τότε, εξ ονόματος των δημοσιογράφων–προϊσταμένων όλων των Γραφείων, ο Αθηναίος δημοσιογράφος Σπύρος Σέλληνας, απάντησε ως εξής:

   «Η Ελλάς δεν είνε ένας απλούς γεωγραφικός χώρος, που να μπορή εύκολα να κατακτηθή. Η Ελλάς είνε Πνεύμα, είνε Ιδέα, είνε Πίστις. Και αυτη την Πίστι, όταν κανείς υπηρετή, δεν μπορεί να υπολογίζη ατομικές η οικογενειακές θυσίες. Θα μείνουμε στις ιστορικές επάλξεις, όπου μας έταξεν η εμπόλεμη Πατρίδα μας και δεν θ αποχωρήσουμε παρ όταν το πέλμα του βάρβαρου κατακτητή πατήση τα άγια χώματα των Αθηνών. Η αποστολή μας θα έχη τότε τελειώσει».

   Και πράγματι! Η τελευταία ελπίδα έσβηνε με τις αποχαιρετιστήριες εκπομπές των πρώτων πρωϊνών ωρών της 27ης του Απρίλη προς τους ελεύθερους λαούς. Ο ήλιος της Κυριακής θα φώτιζε την επομένη την υπόδουλη πλέον Ελλάδα. Η αγωνία είχε στυλώσει τους οφθαλμούς των Πανελλήνων. Την 2α πρωϊνή διενεργείτο η τελευταία εκπομπή προς την Αμερική.

   Εδώ Ραδιοφωνικός Σταθμός Αθηνών! Θα ακούσετε την τελευταία φωνή της Ελευθέρας Ελλάδος

   Και σαν κατακλείδα, την 2.30 πρωϊνή η ανάκρουσις του Ελληνικού και του Αμερικανικού Ύμνου. Όλοι στο στούντιο έκλαιγαν. Ήταν οι ιερώτερες στιγμές της Ελληνικής ΕλευθερίαςΣτιγμές εθνικού πένθους… Αλλ η Πίστις δεν απέλιπε και προς άλλες κατευθύνσεις εζήτησε πλέον την εκδήλωσί της…

   Στην Αθήνα κανείς δεν κοιμήθηκε την νύκτα εκείνη. Την αγγελία της τραγικής μοίρας του Πανελληνίου έδιδαν από κοινού οι εφημερίδες και ο Ραδιοφωνικός Σταθμός στις προς το εσωτερικό πλέον εκπομπές του.

   «Έλληνες, θάρρος. Δεν ενικήθημεν. Η Ελευθερία γρήγορα και πάλιν θα έλθη. Ψηλά τα κεφάλια, Έλληνες. Περιφρονήστε τους κατακτητές. Όχι δάκρυα και λυγμούς. Σταθήτε υπερήφανοι. Κλεισθήτε όλοι στα σπίτια σας. Όταν θα μπαίνουν οι βάρβαροι, ούτε ένας δεν πρέπει να βρεθή στους δρόμους. Σφίξτε τις καρδιές σας. Η Ελλάς δεν πεθαίνει».

   Από της 6.30´ πρωϊνής της Κυριακής, οι καμπάνες των Εκκλησιών άρχισαν να σημαίνουν πένθιμα. Τραγωδία αφάνταστη. Τόννοι δακρύων χύθηκαν το πρωΐ εκείνο στην Πρωτεύουσα. Στις 6.40´ π.μ. αρχίζει η συνήθης για το εσωτερικό Ελληνική εκπομπή με τον Εθνικό Ύμνο. Ο κόσμος ριγεί. Ο εκφωνητής μεταδίδει με αναφυλλητά το δελτίον ειδήσεων:

   «Αι Αθήναι παραδίδονται, δια να αποφύγουν την καταστροφήν. Αι κλείδες της πόλεως θα παραδοθούν υπό του δημάρχου Αθηναίων Αμβροσίου Πλυτά εις τον επί κεφαλής των γερμανικών στρατευμάτων εις την είσοδον της πόλεως, παρά τους Αμπελοκήπους. Ο στρατιωτικός διοικητής Αθηνών στρατηγός Καβράκος εξορκίζει τους πολίτας να μη εξέλθουν των οικιών των καθ όλην την διάρκειαν της ημέρας προς αποφυγήν επεισοδίων».

   Ανακρούεται και πάλιν ο Εθνικός Ύμνος. Έπεται η προκήρυξις του στρατιωτικού διοικητού προς τον λαό. Συνιστά υπερήφανη στάσι έναντι των κατακτητών και εξορκίζει τους ήρωες του Βορειοηπειρωτικού Μετώπου να συγκρατήσουν την οργή τους.

   Οι καμπάνες των Εκκλησιών εξακολουθούν να ηχούν πένθιμα. Στις 7.20´ το πρωΐ εμφανίζονται οι κόρακες του ναζισμού στον γαλανό ουρανό της Πρωτεύουσας. Διενεργούν πτήσεις από χαμηλού ύψους. Κατοπτεύουν την αντίστασι

   Κατάκλειστα τα παράθυρα. Κανείς δεν φαίνεται στους δρόμους. Μόνον οι σκοποί των δημοσίων κτηρίων με το όπλον υπό μάλης —σε ένδειξι πένθους—ίστανται μπροστά στις σκοπιές τους με το κεφάλι προς τα κάτω.

   Την 8.30´ πρωϊνή τα ραδιόφωνα πάλιν ανοίγουν. Αλλά μάταια ο κόσμος αναμένει ν ακούση επίσημο ανακοινωθέν. Αντ αυτού ο εκφωνητής διαβάζει περικοπές από άρθρα εφημερίδων, τα οποία καταλήγουν όλα με την φράσι: «Ζήτω η Ελλάς»!

   Επάνω στην Ακρόπολι κυματίζει υπερήφανη η Γαλανόλευκη. Στο όραμά της οι ψυχές πλημμυρίζουν από ελπίδεςΕίναι αδύνατον να επισκιασθή η δόξα ενός Τιμημένου Συμβόλου. Στο Πανεπιστήμιο οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν, για να δώσουν την υπόσχεσι ότι θα συνεχίσουν οπωσδήποτε τον Αγώνα και να ψάλουν για τελευταία φορά τον Εθνικό Ύμνο, την ώρα, που οι μηχανοκίνητοι κακούργοι θα παρήλαυναν μπροστά από την Ιερά Στέγη του Πνεύματος.

   Από τον Ραδιοφωνικό Σταθμό ακούγεται ξαφνικά στις 9.10´ —ένα μόλις τέταρτο της ώρας προτού καταληφθή από τους Γερμανούς— ο θούριος «Μαύρη ειν η νύκτα στα βουνά» και εν συνεχεία…

   «Προσοχή! Προσοχή! Η Πρωτεύουσα περιέρχεται εις χείρας των κατακτητών. Επάνω εις τον Ιερόν Βράχον της Ακροπόλεως δεν κυματίζει πλέον υπερήφανος και μόνη η Γαλανόλευκος. Παραπλεύρως της εστήθη το λάβαρον της Βίας. Ο φρουρός της Σημαίας μας, διαταχθείς να την υποστείλη, δια ν ανυψωθή η γερμανική, ηυτοκτόνησε ριφθείς εις το κενόν από του σημείου, όπου ευρίσκετο η Γαλανόλευκος, η οποία ούτω δεν υπεστάλη ουδ επί στιγμήν. Ζήτω η Ελλάς!

   »Μετ ολίγον δεν θ ακούεται πλέον η φωνή μας από τον Σταθμόν, διότι έρχονται να τον καταλάβουν. Θάρρος, αδέλφια! Η Ελλάς δεν θα πεθάνη! Η νίκη θάναι δική μας!».

   Ακολουθεί ο Εθνικός Ύμνος. Αναφυλλητά, κλάματα, θρήνοι… Είνε ο τελευταίος αποχαιρετισμός του Ελληνικού Ραδιοφωνικού Σταθμού των ΑθηνώνΑπό την στιγμή εκείνη αι Αθήναι και η Ελλάς έζων την ζωήν των «Σκλαβωμένων Νικητών».

   Απόσπασμα από το ιστορικό βιβλίο του αείμνηστου Έλληνα δημοσιογράφου Σπύρου Σέλληνα «Η Ελλάς εις τον πόλεμον».

   Αφιερωμένο εξαιρετικά στους ασκούντες την δημοσιογραφία σήμερα, για την εξαγωγή των απαραιτήτων συμπερασμάτων.

 

Για την αντιγραφήν
Κρίσλα Εμπέογλου
Σέλληνα

«ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΤΥΠΟΣ» ΑΡ. ΦΥΛ. 1828

ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ

Κορυφή