Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

 

Άγιος Δημήτριος

 

Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (1296-1359), αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, σε ομιλία του αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο λέγει ότι ο άγιος υπήρξε «αυτόχθων και ημεδαπός» πολιούχος της πόλεως Θεσσαλονίκης. Τιμητικό και εξαιρετικό το προνόμιο να έχει η Θεσσαλονίκη ένα δικό της παιδί ως προστάτη της. Αλλά και ο άγιος Δημήτριος ευτύχησε να έχει πατρίδα μία πόλη που είναι το καύχημα του χριστιανισμού και μάλιστα από τη στιγμή που έφθασε σε αυτήν ο απόστολος Παύλος.

 

Μας λέγει ο Παύλος στην Α´του επιστολή προς τους Θεσσαλονικείς ότι ευχαριστεί τον Θεό συνεχώς, κι αυτός και οι συνεργάτες του Σίλας και Τιμόθεος, διότι πάντοτε θυμάται «το έργο της πίστεως, τον κόπο της αγάπης και την υπομονή της ελπίδος» των Θεσσαλονικέων.

Η Πίστη

Πίστη είναι να δεχθώ με εμπιστοσύνη ότι με προσφέρει ο Θεός και να μένω συνεχώς ενωμένος με εκείνον, ασχέτως καταστάσεων και συνθηκών που αντιμετωπίζω. Να υποταχθώ στο θέλημά του, όποιο και να είναι.

Η πίστη δεν είναι κάτι θεωρητικό. Είναι ένα έργο. Το πιο βαρύ και δύσκολο έργο. Είναι ένα έργο που μας υποχρεώνει κάθε στιγμή να πεθαίνουμε και να ανασταινόμαστε. Να νεκρώνουμε τη λογική, τα θελήματα, τις επιθυμίες μας τους πόθους μας, όχι μόνο τους αμαρτωλούς και ανθρωποκεντρικούς θα λέγαμε, αλλά και τους πιο θεοφιλείς, τους πιο αγίους. Παράδειγμα ο Αβραάμ. Θυσιάζει πατρίδα, συγγενείς, περιβάλλον, ήθη και έθιμα και έρχεται σε άλλη γη σ’ άλλα μέρη. Αργότερα καλείται να θυσιάσει το παιδί του!

«Η πίστις χωρίς των έργων νεκρά εστί» λέγει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος. Έργα πίστεως είναι η μετάνοια, η προσευχή, η εξομολόγηση, η θεία κοινωνία, η ελεημοσύνη, η συγχώρηση, η χαρά και άλλα.

Η αγάπη

Το γνώρισμα του χριστιανού είναι η αγάπη. «Εν τούτω γνώσονται ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπη έχητε εν αλλήλοις» (Ιω. 13,35). Απόδειξη ότι πιστεύουμε και αγαπούμε το Θεό είναι η αγάπη προς τους αδελφούς μας (Α´Ιω. 4, 20-21).  Μόνο που η αγάπη στον χριστιανισμό δεν είναι απλά μια συναισθηματική κατάσταση αλλά είναι κόπος και θυσία. «Πάντα στέγει, πιστεύει, ελπίζει, υπομένει» (Α´Κορ. 13,7). Γι’ αυτό ο Παύλος μιλά για τον «κόπο της αγάπης» των Θεσσαλονικέων.

Η ελπίδα

Για τους χριστιανούς η ελπίδα είναι κάτι σίγουρο· μια πραγματικότητα. Μιλάμε για αιώνια ζωή. Αυτή η ζωή δεν αρχίζει μετά θάνατο αλλά αρχίζει από τώρα. Από τη στιγμή που γνωρίζουμε τον Χριστό και αγωνιζόμαστε να ζήσουμε το ευαγγέλιό του. «Αύτη εστίν η αιώνιος ζωή ίνα γινώσκωσί σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν» (Ιω. 17,31). Αυτή η ελπίδα δίνει τη δύναμη στους χριστιανούς να υπομένουν θλίψεις, πειρασμούς, δυσκολίες. Γι’ αυτό ο Παύλος μιλά για την υπομονή της ελπίδας.

Τους επαινεί λοιπόν ο Παύλος για όλα αυτά και για το ότι έγιναν μιμητές του Χριστού και των αποστόλων. Και η μίμηση ήταν τόσο τελεία, ώστε να παραμείνουν πιστοί και μετά τον διωγμό που ξέσπασε μόλις ήρθε ο Παύλος και συνεχίσθηκε και μετά την φυγή του στην Βέροια. Ο Παύλος έμεινε ελάχιστο διάστημα στη Θεσσαλονίκη, τρεις με πέντε εβδομάδες, και έτσι δεν πρόλαβε να τους κατηχήσει και να τους στηρίξει όσο έπρεπε. Παρόλα αυτά οι Θεσσαλονικείς αντέξαν στις πιέσεις, διότι δέχθηκαν τις θλίψεις με χαρά, που την έδινε και την στερέωνε το άγιο Πνεύμα. Θλίψη και χαρά· αδύνατο και απίστευτο για μας κι όμως πιστευτό, διανοητό και κατορθωτό για τους Θεσσαλονικείς.

Οι νεόφυτοι χριστιανοί αντιμετωπίσαν τόσο απίστευτα τις επιθέσεις του Σατανά, ώστε να γίνουν τα πρότυπα και τα ινδάλματα σε όλη την Ελλάδα, που τότε την κατείχαν οι Ρωμαίοι, αλλά και σε όλες τις Εκκλησίες που είχαν ιδρυθεί τότε. Αντί ο Παύλος να μιλά για την πρόοδό τους στους άλλους χριστιανούς, υπήρξε τόση η διάδοση των κατορθωμάτων τους, που οι άλλες Εκκλησίες μιλούσαν στον Παύλο για την πρόοδο των Θεσσαλονικέων. Οι Θεσσαλονικείς δοκιμάστηκαν όπως και οι χριστιανοί των Ιεροσολύμων, που αντιμετώπισαν τους διωγμούς ευθύς εξ αρχής. Αλλά κάποιοι απ’ αυτούς κλονιστήκαν και άρχισαν να σκέπτονται ότι μήπως ο ιουδαϊσμός ήταν σωστός και τους τιμωρεί ο Θεός που έφυγαν. Γι’ αυτό ο Παύλος αναγκάστηκε να γράψει την προς Εβραίους επιστολή για να τους στηρίξει. Οι Θεσσαλονικείς όμως παρέμειναν ακλόνητοι.

Η επιστροφή τους από τα είδωλα στον αληθινό Θεό ήταν πρωτοφανής και απίστευτη. Περίμεναν δε με πόθο, νήψη και επαγρύπνηση την επάνοδο του Κυρίου κατά την Β´ Παρουσία. Η αναμονή τους ήταν τόση ισχυρή που μερικοί από αυτούς σταμάτησαν και να εργάζονται. Βέβαια ο Παύλος τους μάλωσε και τους συνέστησε να περιμένουν τον Χριστό, αλλά κάνοντας όλα τα απαραίτητα  και χρειώδη για την ζωή τους.

Η φιλαδελφία τους και η συναντίληψή τους προς τους χειμαζόμενους αδελφούς παροιμιώδης. Ο Παύλος φροντίζοντας να κάνει έρανο για τους πτωχούς της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων και προσπαθώντας να φιλοτιμήσει τους Κορινθίους παρουσιάζει ως παράδειγμα τους Θεσσαλονικείς.

 

Αυτοί ήταν οι πρόγονοι του αγίου Δημητρίου. Αυτή ήταν η πνευματική πρόοδος της πατρίδας του της Θεσσαλονίκης, μόλις δέχθηκε τον Χριστό. Φυσικό λοιπόν ήταν ο Δημήτριος μεγαλωμένος σ’ αυτό τον τόπον και σ’ αυτή την ατμόσφαιρα να αναπτύξει την προσωπικότητά του όσο πιο τέλεια μπορούσε. Διάβαζε τις προς Θεσσαλονικείς επιστολές και εμπνεόταν από το παράδειγμα των συμπατριωτών του. Έτσι και ο ίδιος μπόρεσε να τους μιμηθεί και να τους αντιγράψει.

Τα διηγηθήκαμε αυτά, διότι πολλές φορές, όταν παρουσιάζονται οι άγιοι σαν προσωπικά παραδείγματα, μερικοί λένε καλά αυτοί αλλά ο λαός σαν σύνολο τί έκανε; Η περίπτωση των Θεσσαλονικέων, όπως και άλλων Εκκλησιών, αποκαλύπτει ότι η τελειότητα και η αντιμετώπιση των θλιβερών και βασανιστικών γεγονότων της ζωής με υπομονή, χαρά και θάρρος υπήρξε όχι μόνο κατόρθωμα των ολίγων και εκλεκτών, αλλά και των ποιμνίων. Θάρρος λοιπόν και προσπάθεια. Αμήν· γένοιτο.

 

ΑΡΧΙΜ. ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΑΠ. ΒΑΔΡΑΧΑΝΗΣ

 
Κορυφή